Pompeo
Batoni
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετανιώνω»
Ενεστώτας
Οριστική
μετανιώνω, μετανιώνεις, μετανιώνει, μετανιώνουμε, μετανιώνετε, μετανιώνουν (ή μετανιώνουνε)
να μετανιώνω, να μετανιώνεις, να μετανιώνει, να μετανιώνουμε, να μετανιώνετε, να μετανιώνουν (ή να μετανιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μετάνιωνε – β΄ πληθυντικό: μετανιώνετε
Μετοχή
μετανιώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
μετάνιωνα, μετάνιωνες, μετάνιωνε, μετανιώναμε, μετανιώνατε, μετάνιωναν ή μετανιώνανε
Αόριστος
Οριστική
μετάνιωσα, μετάνιωσες, μετάνιωσε, μετανιώσαμε, μετανιώσατε, μετάνιωσαν ή μετανιώσανε
να μετανιώσω, να μετανιώσεις, να μετανιώσει, να μετανιώσουμε, να μετανιώσετε, να μετανιώσουν (ή να μετανιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μετάνιωσε – β΄ πληθυντικό: μετανιώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετανιώνω, θα μετανιώνεις, θα μετανιώνει, θα μετανιώνουμε, θα μετανιώνετε, θα μετανιώνουν (ή θα μετανιώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετανιώσω, θα μετανιώσεις, θα μετανιώσει, θα μετανιώσουμε, θα μετανιώσετε, θα μετανιώσουν (ή θα μετανιώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετανιώσει, θα έχεις μετανιώσει, θα έχει μετανιώσει, θα έχουμε μετανιώσει, θα έχετε μετανιώσει, θα έχουν(ε) μετανιώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετανιώσει, έχεις μετανιώσει, έχει μετανιώσει, έχουμε μετανιώσει, έχετε μετανιώσει, έχουν(ε) μετανιώσει
να έχω μετανιώσει, να έχεις μετανιώσει, να έχει μετανιώσει, να έχουμε μετανιώσει, να έχετε μετανιώσει, να έχουν(ε) μετανιώσει
Μετοχή
έχοντας μετανιώσει
Μετοχή παθητικού παρακειμένου
μετανιωμένος, μετανιωμένη, μετανιωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετανιώσει, είχες μετανιώσει, είχε μετανιώσει, είχαμε μετανιώσει, είχατε μετανιώσει, είχαν(ε) μετανιώσει


0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου