Jc Findley
Άγγελος
Σικελιανός «Πνευματικό εμβατήριο»
Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε
που η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της κατοχής. Ο
λόγος του ποιητή, έκφραση της μεγάλης έγνοιας του για τη μοίρα του τόπου και
του λαού, αποτελεί σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της Ελλάδας.
«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά
στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά
μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος
του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον
βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι
αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη
φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας
τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα
ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη
βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη
βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και
γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί
του!...
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη
βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός
του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή
μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια
είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν
Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος
Πνέμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα
βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο
ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα
ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα
χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό
του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο
πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα
ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την
αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο
ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα
πέρατα της Οικουμένης...
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος
του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον
βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον
βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’
αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
αχθοφόρος: αυτός που «φέρει άχθος», που
κουβαλάει φορτίο.
Ο Άγγελος Σικελιανός δίνει το δικό του
μήνυμα στους συγκαιρινούς του, μόλις τελειώνει η σκληρή δοκιμασία του πολέμου,
θέλοντας να τους στηρίξει στην προσπάθειά τους να επουλώσουν τις πλείστες
πληγές που τους άφησε η θηριωδία των Γερμανών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τίτλος του ποιήματος,
ο οποίος ενώ με τη λέξη εμβατήριο -ρυθμικό μουσικό κομμάτι, κατάλληλο για τον
συγχρονισμό του βηματισμού ομάδας ανθρώπων στον ίδιο ρυθμό- παραπέμπει σε
στρατιωτική δράση, με τον επιθετικό προσδιορισμό «πνευματικό» αποσαφηνίζει την
πρόθεση του ποιητή να συνθέσει ένα κάλεσμα για συλλογική πνευματική δράση,
προκειμένου οι πολίτες να βρουν την κατάλληλη καθοδήγηση και στήριξη.
Ομπρός∙ βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω απ’ την Ελλάδα∙
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω από τον κόσμο!
Το κάλεσμα του ποιητή, που δίνεται με
έντονα παραινετικό τρόπο, έχει ως πρώτο σημείο αναφοράς τον ήλιο, ο οποίος
λαμβάνει εδώ τις διαστάσεις ενός πολυδύναμου συμβόλου. Ο ήλιος έρχεται να
αποτελέσει την αντίθεση σε ό,τι συνιστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή το κυρίαρχο
κλίμα στον εμπόλεμο κόσμο∙ αποτελεί το αντίβαρο στο σκοτάδι της βίας, των
εκτελέσεων και δολοφονιών, των συγκρούσεων και της πείνας. Ο ήλιος είναι το
σύμβολο της πνευματικότητας εκείνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να
κατανοήσουν τη ματαιότητα των βιαιοτήτων και να βρουν έναν πιο ουσιαστικό
προσανατολισμό στη ζωή τους. Ο ήλιος είναι το σύμβολο της ειρήνης, μα και της
διάθεσης για ένα νέο ξεκίνημα, σε βάσεις, βέβαια, ηθικότερες και αγνότερες.
Ο ποιητής, λοιπόν, καλεί τους ανθρώπους
γύρω του, και ιδίως τους ανθρώπους του πνεύματος, να βοηθήσουν ώστε ο ήλιος, το
σύμβολο της ειρήνης και της αναγεννητικής διάθεσης, να σηκωθεί πάνω από την
Ελλάδα, αλλά και πάνω απ’ όλο τον κόσμο, μιας και στον πόλεμο που μόλις
τελείωσε είχαν εμπλακεί πάρα πολλές χώρες. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται,
εύλογα, πρωτίστως στην Ελλάδα και στους Έλληνες, που γνώρισαν ανείπωτες
απώλειες εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, ο ποιητής δε
λησμονεί πως το πνεύμα της ειρήνευσης, αλλά και η ριζική αλλαγή στον τρόπο θέασης
των πραγμάτων αφορούν κι όλες τις υπόλοιπες χώρες, αφού ο πόλεμος αυτός είχε
γεμίσει μίσος, διάθεση φονικού ανταγωνισμού, μα και πλήθος τραυμάτων, το σύνολο
των ανθρώπων.
Η αλλαγή που πρέπει να προκύψει στον
τρόπο που σκέφτονται και δρουν οι άνθρωποι αφορά όλους τους συμμετέχοντες στον
πόλεμο είτε ανήκαν στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των
αμυνόμενων.
Ο ποιητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει
τον πιο λαϊκό τύπο του επιρρήματος «εμπρός» (ομπρός), μιας και οι άνθρωποι στους
οποίους κυρίως απευθύνεται είναι απλοί πολίτες, που έχουν και την πραγματική
δύναμη να αλλάξουν με την εργατικότητά τους το κλίμα στην Ελλάδα και να
επιτύχουν την ανοικοδόμησή της.
Αξιοπρόσεχτη είναι και η χρήση του α΄
προσώπου (α΄ πληθυντικό), που αποσκοπεί στο να μεταδώσει την αίσθηση πως αυτή η
προσπάθεια είναι συλλογική και τους αφορά όλους, όπως και τον ίδιο τον ποιητή
που είναι μέλος κι αυτός της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ, με το β΄ πληθυντικό
πρόσωπο της προστακτικής, εκφράζεται το έντονα προτρεπτικό ύφος του εμβατηρίου.
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά
στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά
μες στο αίμα!
Ο ποιητής ζητά τη βοήθεια όλων των
ανθρώπων, διότι το άρμα που μεταφέρει τον ήλιο -εικόνα παρμένη από την
αρχαιοελληνική παράδοση- έχει κολλήσει βαθιά μέσα στη λάσπη και το αίμα.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική εικόνα, η οποία, αν και κατά βάση μεταφορική,
ενέχει και στοιχεία σκληρού ρεαλισμού, υπό την έννοια πως ο πόλεμος αυτός, πέρα
από τις τεράστιες υλικές καταστροφές που προκάλεσε, είχε και ένα υπέρογκο
κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Υπολογίζεται πως οι νεκροί του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου -στρατιώτες και άμαχοι- ήταν σ’ όλο τον πλανήτη περισσότεροι από 60
εκατομμύρια.
Ο ήλιος δεν μπορεί να κινηθεί και το
νέο ξεκίνημα που θέλει ο ποιητής δεν μπορεί να προχωρήσει, διότι οι άνθρωποι
δεν μπορούν να ξεχάσουν, να συγχωρήσουν και να προσπεράσουν όλα αυτά τα δεινά
που βίωσαν. Η πνευματική και ηθική αναγέννηση που ζητά ο ποιητής συναντά
μεγάλες δυσκολίες, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής είναι ακόμη -και θα
είναι για καιρό- δοσμένοι στην οδύνη, αλλά και στο μίσος. Χρειάζεται, άλλωστε,
μεγάλο ψυχικό σθένος για να μπορέσει κάποιος να αφήσει πίσω του μια τέτοια
καταστροφική περίοδο και να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να αισθάνεται την
αγανάκτηση να τον πνίγει. Ωστόσο, ακριβώς αυτό ζητά ο ποιητής από τους
συνανθρώπους του να κάνουν. Τους ζητά να δώσουν όλοι μαζί ένα μήνυμα
πνευματικής, ψυχικής και ηθικής ανάτασης, που θα σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια
περίοδο επούλωσης των τραυμάτων και συνάμα σε μια περίοδο αναγέννησης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος
του ν’ ανέβει ο ήλιος∙
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον
βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Ο ποιητής καλεί, επιτακτικά, όλους τους
ανθρώπους να βοηθήσουν ώστε ο ήλιος να ακολουθήσει την ανοδική του πορεία. Το
άρμα του που έχει κολλήσει στο αίμα χρειάζεται τη βοήθεια όλων για να
ξεκολλήσει. Έτσι, όλοι οφείλουν να σπρώξουν με το γόνατο και το στήθος∙ εικόνα
που παρουσιάζει μια έντονη σωματική προσπάθεια, θυμίζοντας πως, πέρα από την
ανάγκη ψυχικής και ηθικής αναγέννησης, η επούλωση των τραυμάτων του πολέμου
απαιτεί και σκληρή σωματική εργασία, εφόσον οι περισσότερες υποδομές της χώρας
έχουν καταστραφεί.
Η προσφώνηση «παιδιά», που εκφράζει μια
έντονη διάθεση οικειότητας και που αποκαλύπτει πως ο ποιητής αντικρίζει πλέον,
λόγω ηλικίας, τους ανθρώπους γύρω του ως παιδιά, ενέχει κι ένα ακόμη σημαντικό
στοιχείο, την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη δράση των νέων κυρίως ανθρώπων,
αφού είναι εκείνοι που έχουν την αναγκαία ζωτικότητα και δύναμη για μια τόσο
μεγάλη και απαιτητική προσπάθεια.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι
αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη
φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας
τύλιξε, αδερφοί μου!
Σταδιακά ο ήλιος, το πολύπτυχο αυτό
κεντρικό σύμβολο του ποιήματος, αποκτά μια διαφορετική σημασία, καθώς
παρουσιάζεται από τον ποιητή ως αδερφός των ανθρώπων της ελληνικής γης∙ ως
αδερφός με το ίδιο αίμα, πάνω στον οποίο ακουμπούν όλοι οι Έλληνες. Ο ήλιος
αποκτά, άρα, τη σημασία της ιδιαίτερης εκείνης πολιτισμικής ελληνικής
ταυτότητας∙ γίνεται έκφανση του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος βασιζόμενος στις
έννοιες της δημοκρατίας, της ειρήνης και του ανθρωπισμού είχε κατορθώσει άλλοτε
να φτάσει σε εκπληκτικές επιτεύξεις.
Αυτός ο ήλιος, τώρα, που βρίσκεται
εγκλωβισμένος από συναισθήματα αγανάκτησης και μίσους, από τη βία και την άδικη
αιματοχυσία, έχει πια κυκλώσει τους Έλληνες με τη φωτιά του, καθώς δεν μπορεί
να παραμένει άλλο σ’ αυτή την κατάσταση ηθικής παρακμής. Ο ήλιος του ελληνικού
πνεύματος και πολιτισμού θέλει να προχωρήσει γοργά στη νέα του ανοδική πορεία,
προκειμένου να προσφέρει για άλλη μια φορά τα εξαίρετα οφέλη του στο σύνολο της
ανθρωπότητας.
Η προσφώνηση «αδέρφια» υποδηλώνει την
αγωνία του ποιητή να συναισθανθούν όλοι οι άνθρωποι πως αυτός ο αγώνας της ανοικοδόμησης
της χώρας είναι απολύτως κοινός και πως αφορά όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες.
Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα
ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη
βουλιάξει ο ήλιος!
Το κάλεσμα του ποιητή απευθύνεται εδώ
πιο ειδικά στους δημιουργούς, στους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου, οι οποίοι
οφείλουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους να κουβαλούν τα δύσκολα φορτία του
πνεύματος, για να στηρίξουν τον ήλιο μη και βουλιάξει. Με κεφάλια και με πόδια
θα πρέπει να στυλώσουν τον ήλιο, τον ελληνικό δηλαδή πολιτισμό και τις αρετές
του, προκειμένου να μην υποχωρήσει υπό το βάρος όλων των φθοροποιών στοιχείων
του πολέμου.
Οι άνθρωποι που έχουν τόσο βασανιστεί
από τα δεινά του πολέμου κι έχουν δει όλες τους τις αξίες να καταρρέουν,
χρειάζονται τη σταθερή εκείνη καθοδήγηση των πνευματικών ανθρώπων, προκειμένου
να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους τόσο στις ίδιες τους τις δυνάμεις, όσο και
στη δυνατότητα του κόσμου να αφήσει πίσω του τα πάθη του παρελθόντος και να
προχωρήσει σε μια νέα αρμονική και δημιουργική συνύπαρξη. Κρίνεται, άρα,
αναγκαία η συνδρομή των πνευματικών ανθρώπων, ώστε να ιδωθεί η όλη εμπειρία του
πολέμου υπό το πρίσμα μιας εκλογικευτικής προσέγγισης που θα επιτρέψει την
ταχύτερη επούλωση των επώδυνων ψυχικών και πνευματικών τραυμάτων.
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη
βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και
γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί
του!...
Ο ποιητής ζητά τη βοήθεια των
συνανθρώπων του, και ειδικότερα των πνευματικών ανθρώπων, προκειμένου να μη
βουλιάξει κι εκείνος μαζί με τον ήλιο. Ο Σικελιανός αισθάνεται πως ταυτίζεται
με τον ελληνικό πολιτισμό και νιώθει, έτσι, τον συμβολικό ήλιο να είναι επάνω
του, μέσα του και γύρω του∙ νιώθει πως στροβιλίζεται μαζί του σ’ έναν άγιο
ίλιγγο, μιας και δεν υπάρχουν πια τα σταθερά σημεία αναφοράς, που κάποτε
κρατούσαν το ελληνικό πνεύμα ακλόνητο στη θέση του.
Εμφανής εδώ η ανάγκη που αισθάνεται ο
ποιητής για τη συνδρομή και των άλλων πνευματικών ανθρώπων, αφού γνωρίζει πως
μόνος του δεν είναι ικανός να κρατήσει και να ανορθώσει το πνεύμα και το ήθος
των Ελλήνων. Τα πλήγματα που δέχτηκαν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του πολέμου
ήταν τέτοιας έκτασης και τέτοιας έντασης, ώστε οι συνέπειές τους δεν μπορούν να
αντιμετωπιστούν αν δεν υπάρξει συλλογική προσπάθεια και θέληση.
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη
βάση∙
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός
του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή
μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια
είν’ ένα!...
Ο Σικελιανός μ’ έναν έξοχο τρόπο
συνδέει τη μακραίωνη παράδοση του ελληνικού πολιτισμού αναφερόμενος αφενός
στους ταύρους, που αποτελούσαν βασικό σύμβολο του Μινωικού πολιτισμού κι
αφετέρου τον δικέφαλο αϊτό, που ήταν το σύμβολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο
ποιητής, μάλιστα, αναφέρει πως είναι τα καπούλια -τα νώτα- χιλίων ταύρων που
κρατούν τη βάση αυτού του πολιτισμού, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη αξία του αρχαιοελληνικού
πνεύματος. Ενώ, συνάμα, ο ποιητής αισθάνεται τον δικέφαλο αϊτό να τινάζει τις
φτερούγες του, κάνοντας μεγάλο θόρυβο, επάνω του, δίπλα στο κεφάλι του, αλλά
και μέσα στην ψυχή του. Μια εξαίρετη ηχητική και κινητική εικόνα, που αποδίδει
την ένταση με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική πνευματική
δημιουργία, θέλει να οδηγηθεί και πάλι στην αναγέννησή της. Ο δικέφαλος αετός
φτερουγίζει με δύναμη κι ο ποιητής δηλώνει πως και όσα βρίσκονται μακριά
-αρχαίος ελληνικός πολιτισμός- και όσα είναι πιο κοντά -βυζαντινή παράδοση-,
όλα γι’ αυτόν αποτελούν πια μια ενότητα.
Παρά τις μεγάλες χρονικές αποστάσεις
που χωρίζουν την αρχαία Ελλάδα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και από την
Ελλάδα της εποχής του Σικελιανού, δεν παύει να υπάρχει μεταξύ τους ένας τόσο
ισχυρός συνεκτικός δεσμός, ώστε να δίνουν την εντύπωση μιας αδιάσπαστης
ενότητας και συνέχειας.
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν
Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος
Πνέμα!
Ο ποιητής σε πείσμα της καταστροφικής
λαίλαπας του πολέμου που έσπειρε τη διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους
ανθρώπους, αισθάνεται να τον κυκλώνουν βαριές και στέρεες Αρμονίες, οι οποίες
υπόσχονται μια νέα εποχή ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών όλων των κρατών. Ο
διχασμός και η εχθρότητα δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν για πολύ ακόμα, αφού ήδη
ακούγονται οι Αρμονίες ενός νέου, καλύτερου κόσμου. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο ποιητής
επαναλαμβάνει το κάλεσμά τους προς τους συνανθρώπους του, να βοηθήσουν να
σηκωθεί ο ήλιος και να γίνει το Πνεύμα ενός καινούριου πολιτισμού∙ ενός
πολιτισμού που θα κινηθεί πέρα από τις εντάσεις και τα μίση του παρελθόντος.
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα
βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο
ατσάλι...
Πλησιάζει ο νέος Λόγος, η νέα λογική,
που όλα θα τα βάψει, όλα θα τα χρωματίσει στην ένταση της φλόγας της, ώστε τόσο
η σκέψη όσο και το σώμα των ανθρώπων ν’ αποκτήσουν την ισχύ που έχει το ατόφιο
ατσάλι. Ο νέος Λόγος, που έχει την έννοια ενός νέου τρόπου κατανόησης και
προσέγγισης της πραγματικότητας, ενός νέου τρόπου σκέψης, θα έχει απαλλαγεί από
τα λάθη και τα ελαττώματα του παρελθόντος, και θα βασίζεται σε ακλόνητες και
απολύτως στέρεες αρχές. Ο ανθρωπισμός, η ειρήνη, η φιλανθρωπία και ο
αλληλοσεβασμός θα είναι έννοιες που θα διατρέχουν και θα συνέχουν την ανθρώπινη
σκέψη.
Η φλόγα του νέου Λόγου, που θα
ατσαλώσει όλες αυτές τις αρετές, έχει ήδη αντληθεί μέσα από τα οδυνηρά βιώματα
του πολέμου. Έτσι, οι άνθρωποι που γνώρισαν τι σημαίνει να ζεις έναν τόσο βίαιο
και φονικό πόλεμο, δεν θα επιτρέψουν ποτέ ξανά να βρεθεί η ανθρωπότητα σε μια
τέτοια φρικτή κατάσταση.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα
ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα
χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό
του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο
πρωτοβρόχι!
Ο ποιητής θεωρεί πως είναι
αδιαπραγμάτευτο χρέος όλων των ανθρώπων και όλων των κρατών να δικαιώσουν τη
θυσία των συνανθρώπων τους. Η γη έχει δεχτεί ως «λίπασμα» τη σάρκα χιλιάδων
νεκρών κι έχει ποτιστεί βαθιά από το φρικτό λουτρό αίματος που προκάλεσε αυτός ο
πόλεμος, αποκτώντας έτσι μια πρωτόγνωρη γονιμότητα που κανένα πρωτοβρόχι δεν θα
μπορούσε ποτέ να της προσφέρει. Μια γονιμότητα που θα επιτρέψει μια εκπληκτική
αναγέννηση όλης της κοινωνίας, εφόσον τώρα οι άνθρωποι γνωρίζουν πιο είναι το
τίμημα των πολεμικών ανταγωνισμών και ποιες είναι οι συνέπειες τους μίσους και της
βίας. Τα χώματα των ανθρώπινων ψυχών είναι «παχιά και καρπερά», αφού έχουν
πλέον να προχωρήσουν σε καίριες διαπιστώσεις που θα αλλάξουν δραστικά τον τρόπο
λειτουργίας όλου του κόσμου.
Αποτελεί, λοιπόν, αδήριτη ανάγκη να
αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία, προκειμένου να γίνουν όλες εκείνες οι απαραίτητες
αλλαγές στις αντιλήψεις και στις επιδιώξεις των ανθρώπων, ώστε να μην
επαναληφθεί ποτέ ξανά η φρίκη ενός τέτοιου πολέμου. Θα είναι, άλλωστε,
εγκληματικό να αφεθεί ανεκμετάλλευτη η θυσία τόσων ανθρώπων, με την επιστροφή
στον παλιό τρόπο σκέψης και στην επανάληψη ανάλογων συμπεριφορών, που έφεραν τελικά
τον κόσμο αντιμέτωπο σε μια τόσο φονική αναμέτρηση.
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα
ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την
αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο
ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα
πέρατα της Οικουμένης...
Ο ποιητής ακολουθώντας μια αλληγορική
προσέγγιση παρουσιάζει την ανάγκη να εργαστούν οι άνθρωποι σε πνευματικό και
ψυχολογικό επίπεδο, προκειμένου να επέλθει η επιθυμητή αλλαγή, ως εργασία
σωματική που θα αποσκοπεί στο όργωμα της γης που έχει ποτιστεί με το αίμα των
νεκρών του πολέμου.
Το κάλεσμα να βγουν αύριο κιόλας με
δώδεκα ζευγάρια βόδια ο καθένας, για να ξεκινήσει το όργωμα της γης, υποδεικνύει
την αξία που έχει η προσπάθεια των ανθρώπων τόσο σε συλλογικό όσο και σε
ατομικό επίπεδο. Μέσα, μάλιστα, από την καλλιέργεια της γης θα ανθίσει αφενός η
δάφνη -φυτό συσχετισμένο με τον Απόλλωνα-, που θα γίνει το δέντρο της ζωής, θα
γίνει δηλαδή η αρχή μιας νέας γενιάς που θα είναι απαλλαγμένη από τα βιώματα
του μίσους, κι αφετέρου ώστε η Άμπελος του ελληνικού πνεύματος να απλωθεί μέχρι
την άκρη της Οικουμένης. Το μήνυμα, δηλαδή, της πνευματικής αναγέννησης, που θα
επαναφέρει τις πανανθρώπινες αξίες του ανθρωπισμού, της ειρήνης και της δημοκρατίας,
θα περάσει, για μια ακόμη φορά από την ελληνική γη που τις πρωτογέννησε, σε όλες
τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου.
Η Άμπελος έχει ιδιαίτερο διττό
συμβολισμό, καθώς σχετίζεται τόσο με το θεό Διόνυσο όσο και με το Χριστό,
ενώνοντας έτσι δύο διαφορετικές πτυχές του ελληνικού πολιτισμού.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος
του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον
βγάλουμε απ’ τη λάσπη∙
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον
βγάλουμε απ’ το γαίμα∙
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’
αστράψει ο ήλιος Πνέμα!
Ο ποιητής στην καταληκτική στροφή
επαναφέρει το επιτακτικό του κάλεσμα προς του συνανθρώπους του για τη συλλογική
και εντατική εκείνη προσπάθεια που θα πάρει τη θυσία των νεκρών και θα της δώσει
μια πραγματική και διαρκή αξία. Το βίωμα του πολέμου δεν πρέπει να περάσει
χωρίς να σταθεί αφορμή για μια δραστική αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι
σκέφτονται και λειτουργούν∙ δεν πρέπει να περάσει χωρίς να αλλαχθούν όλες εκείνες
οι πολιτικές που οδήγησαν στο ξέσπασμά του και προκάλεσαν τόσες και τέτοιες
καταστροφές.
Η επανάληψη των κελευσμάτων που
ακούστηκαν και προηγουμένως στο ποίημα αποσκοπεί στο να φανεί με εναργή έμφαση
η αξία τους. Όλοι οι Έλληνες πρέπει να αγωνιστούν με συνέπεια και ομόνοια, ώστε
ο ήλιος να καταφέρει να ανέβει ξανά, ξεκολλώντας το πύρινο άρμα του από τη
λάσπη και το αίμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το χιαστό σχήμα «με
γόνα και με στήθος / με στήθος και με γόνα», που καθιστά εμφανή τη μέριμνα του
ποιητή για τη λυρικότητα και τη μουσικότητα των στίχων του, έστω κι αν έχει
εγκαταλείψει άλλα στοιχεία της παραδοσιακής ποίησης, όπως είναι η
ομοιοκαταληξία και ο ίδιος αριθμός συλλαβών σε κάθε στίχο.