Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου "Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ralph Hedley 

Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας

Περίληψη του κειμένου: Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ήρωας του διηγήματος, επισκέπτεται την ταβέρνα όπου ο πατέρας του συνήθιζε να πίνει κάθε βράδυ. Ο νεαρός αναλογίζεται με πόνο τις στερήσεις που αναγκάστηκε να βιώσει η οικογένειά του εξαιτίας του αλκοολισμού του πατέρα του και αισθάνεται θυμό τόσο για τον πατέρα του όσο και για τον ταβερνιάρη, ο οποίος είχε κάνει μια μυστική συμφωνία με τον αλκοολικό πατέρα για να πληρώνεται το κρασί που του έδινε. Ο πατέρας αγόραζε διάφορες συσκευές στον ταβερνιάρη, μέσω γραμματίων, τα οποία αφαιρούνταν απευθείας από το μισθό του. Μεταξύ των συσκευών αυτών είναι και το καινούριο μαγνητόφωνο της ταβέρνας, το οποίο ο νεαρός θα σπάσει προτού φύγει, σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί τον ταβερνιάρη. 

Ø Το κείμενο αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στην παραδοσιακή μορφή διηγήματος, καθώς ο αφηγητής – Ιωάννου δεν αποτελεί ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας και μας αφηγείται ως παντογνώστης αφηγητής, με μηδενική εστίαση, μια σύντομη ιστορία. Το διήγημα αυτό, βέβαια, δεν έχει έναν κεντρικό «μύθο» με ιδιαίτερη πλοκή, αποτελεί περισσότερο μια σύντομη σκιαγράφηση ενός περιστατικού. Ο γιος ενός αλκοολικού, αφού μαθαίνει μετά το θάνατο του πατέρα του πώς κατάφερνε εκείνος και εξοικονομούσε τα χρήματα για να πίνει, πηγαίνει στην ταβέρνα για να ξεσπάσει το θυμό του.
Ø Ο Ιωάννου θέλγεται κυρίως από τις ιστορίες που έχουν μια τραγική διάσταση. Δεν είναι από τους συγγραφείς που αναζητούν τη χαρά και το ευτυχές γεγονός. Βέβαια, ο Ιωάννου έχει ζήσει σε δύσκολες για την Ελλάδα εποχές και είναι λογικό το ότι τόσο οι δικές του εμπειρίες όσο και οι εμπειρίες των ανθρώπων γύρω του είναι σημαδεμένες από στερήσεις, πόνο και συχνά φόβο.
Ø Την τρίτη μέρα μετά την κηδεία ο γιος πηγαίνει στην ταβέρνα που συνήθιζε να πίνει ο πατέρας του. Όταν πηγαίνει εκεί γνωρίζει ήδη τη συμφωνία που είχε κάνει ο πατέρας του με τον ταβερνιάρη για να μπορεί να πληρώνει τα καθημερινά του μεθύσια. Παρ’ όλα αυτά ο Ιωάννου δεν μας αποκαλύπτει αμέσως το μυστικό του πατέρα και φροντίζει με τη μέθοδο των flashback (αναδρομών στο παρελθόν) να μας ενημερώσει για όσα προηγήθηκαν.
Ø Η άφιξη του γιου στην ταβέρνα είναι η «μέση της ιστορίας» (in medias res) και όχι η αρχή των γεγονότων. Την τακτική αυτή τη χρησιμοποιεί ο Ιωάννου για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και φροντίζει στη συνέχεια με flashback, να μας δίνει σταδιακά τις πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα.
Ø «Ο ταβερνιάρης αναπήδησε, όταν τον είδε βουτηγμένο στα πένθη...», από την αρχή κιόλας του κειμένου καταλαβαίνουμε ότι ο ταβερνιάρης έχει κάποια ανάμιξη με την κατάντια του πατέρα. Το γεγονός ότι αντιδρά έντονα μόλις βλέπει τον γιο δείχνει ότι αισθάνεται μάλλον ένοχος απέναντί του.
Ø Ο γιος εδώ και χρόνια έβλεπε κάθε βράδυ τον πατέρα του να πίνει σε αυτήν την ταβέρνα, κάτι που σημαίνει ότι ο αλκοολισμός του πατέρα δεν ήταν κάτι καινούριο ούτε κάτι που προέκυψε από κάποιο πρόσφατο άσχημο γεγονός. Πιθανώς η φτώχεια και η ανέχεια, είχαν πικράνει τον πατέρα και τον είχαν οδηγήσει στο κρασί για να ξεχνά την ασχήμια της ζωής του. Είναι, άλλωστε, συνηθισμένο φαινόμενο οι άνθρωποι που δεν μπορούν να διαχειριστούν τις ατυχίες της ζωής τους να καταφεύγουν για παρηγοριά στο αλκοόλ.
Ø «συμπαθέστατος μπεκρούλιακας». Ο Ιωάννου δεν κατακρίνει τον πατέρα για την κακή του συνήθεια. Κι εδώ αλλά και αργότερα σχολιάζοντας ότι «Δεν έκαμνε κακό μεθύσι, ήταν ειρηνικός», μας παρουσιάζει την εικόνα ενός φιλήσυχου και συμπαθή γέρου που σαν μόνο του ελάττωμα έχει την αγάπη του για το κρασί.
Ø «...παλιορουφιάνε» Όταν ο ταβερνιάρης πάει να χαμηλώσει τη μουσική, ο γιος αντιδρά. Το μαγνητόφωνο και ο ταβερνιάρης αποτελούν δύο βασικά στοιχεία στην ιστορία αλλά εμείς ως αναγνώστες δεν γνωρίζουμε ακόμη τις απαραίτητες πληροφορίες για να κατανοήσουμε πλήρως την επιθετικότητα του γιου απέναντι στον ταβερνιάρη αλλά και την αντίδρασή του στο χαμήλωμα της μουσικής.
Ø Ο γιος παραγγέλνει κρασί από αυτό που έπινε και ο πατέρας του. Τώρα που ο πατέρας έχει πεθάνει, ο γιος επιχειρεί να τον γνωρίσει καλύτερα ακολουθώντας τα βήματά του.
Ø Ο πατέρας αντί να βρίσκεται στο σπίτι με την οικογένειά του προτιμούσε να πίνει με τους φίλους του στην ταβέρνα και να τους λέει τα προβλήματά του. Ο γιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που απασχολούσε τον πατέρα του και τον είχε οδηγήσει στο κρασί, αλλά από τις περιγραφές που μας δίνονται για το πώς ήταν η ζωή στο σπίτι τους, κατανοούμε ότι η ζωή τους ήταν σκληρή και γεμάτη στερήσεις.
Ø Σ’ ένα μικρό σπίτι αναγκάζονται να ζουν πολλά άτομα, γεγονός που δημιουργεί μια έντονα αρνητική κατάσταση. Δε γνωρίζουμε πόσα ακριβώς άτομα ζούσαν μαζί καθώς ο Ιωάννου μιλά για «παιδιά» χωρίς να διευκρινίζει πόσα ακριβώς ήταν τα παιδιά της οικογένειας.
Ø Ο πατέρας πέρα από τη γκρίνια της γυναίκας του έχει να αντιμετωπίζει και τα καυστικά σχόλια της πεθεράς του, η οποία με την έκδηλη αντιπάθεια που είχε για τον πατέρα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι.
Ø «...μπροστά σ’ όλα αυτά τα πλάσματα, που καραδοκούσαν τα μεθυσμένα λόγια του για να διερευνήσουν τη ζωή του». Η οικογένεια του πατέρα αγνοεί προφανώς πολλά πράγματα για τη ζωή του και κυρίως πώς κατορθώνει και πληρώνει το καθημερινό του κρασί, από τη στιγμή που τη σύνταξή του τη δίνει κάθε φορά ολόκληρη στη γυναίκα του.
Ø Στο σημείο που διατυπώνεται η απορία για το πώς βρίσκει ο πατέρας τα λεφτά, το κείμενο επιστρέφει στο παρόν, όπου βρίσκουμε το γιο να παραγγέλνει κι άλλο κρασί και να είναι πλέον ακόμη πιο εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη.
Ø «... παραλίγο να έλεγε το μαγνητόφωνό μου». Ο γιος παραλίγο να πει ότι το μαγνητόφωνο της ταβέρνας είναι δικό του, γεγονός που προκαλεί απορία στον αναγνώστη και επιτείνει το ενδιαφέρον για την άγνωστη πηγή εσόδων του πατέρα. Ο Ιωάννου όμως φροντίζει να μας αποκαλύψει το μυστικό του πατέρα και γίνεται πλέον αντιληπτό γιατί ο γιος είναι εκνευρισμένος με τον ταβερνιάρη, αλλά και γιατί θεωρεί το μαγνητόφωνο δικό του.
Ø Ο πατέρας για να μπορεί να πίνει αγόραζε στον ταβερνιάρη ηλεκτρικές συσκευές, με δόσεις, που πληρώνονταν απευθείας από την υπηρεσία στην οποία εργαζόταν. Για να πληρωθούν οι δόσεις γίνονταν από τη σύνταξή του κρατήσεις και φυσικά αναγράφονταν στο χαρτί που του έδιναν κάθε μήνα, αλλά οι δικοί του δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι σήμαιναν όλα αυτά τα ποσά που περιέχονταν στη μηνιαία ανάλυση, κι έτσι ποτέ δεν αντιλήφθηκαν ότι κάθε μήνα ένα σημαντικό πόσο πήγαινε για την αποπληρωμή των ηλεκτρικών συσκευών.
Ø Ο γιος αγανακτεί διότι σκέφτεται το πόσες στερήσεις είχαν υποστεί τόσο καιρό, μόνο και μόνο για να μπορεί ο πατέρας του να πίνει με την άνεσή του κρασί κάθε βράδυ. Αγανακτεί όμως ακόμη περισσότερο όταν σκέφτεται ότι την ιδέα για την πρωτότυπη αυτή «απάτη» μπορεί να την είχε σκεφτεί ο ταβερνιάρης και όχι ο πατέρας του. Βέβαια, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο ταβερνιάρης είχε σχεδιάσει κάτι τέτοιο, ούτε μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να ήταν εξολοκλήρου ιδέα του πατέρα του. Άλλωστε, όπως σχολιάζει, μόνο κάποιος που βρίσκεται σε «σφίξη» μπορεί να σκεφτεί κάτι τέτοιο, μόνο κάποιος δηλαδή που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, και η αλήθεια είναι ότι ένας αλκοολικός θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσει το καθημερινό του ποτό.
Ø Ο γιος παρόλο που μαθαίνει την αλήθεια για τον πατέρα του δεν λέει τίποτε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Κρατά τα δυσάρεστα αυτά νέα μέσα του για να τους προστατέψει από μια ακόμη πίκρα. Θέλει να παραμείνει δυνατός για χάρη τους και προτιμά να ξεσπάσει στον ταβερνιάρη.
Ø Ο ταβερνιάρης ακόμη κι αν δεν ευθύνεται για την ιδέα του πατέρα να ξεγελάει τους δικούς του, έχει προκαλέσει την αγανάκτηση του γιου καθώς το βράδυ προτού γίνει η κηδεία εκείνος είχε κάνει στην ταβέρνα του γλέντι και γελούσε εις βάρος του γέρου. Ο πατέρας είχε πεθάνει προτού πιει κρασί ανάλογης αξίας με το μαγνητόφωνο κι έτσι ο ταβερνιάρης έβγαινε κερδισμένος από αυτή την υπόθεση.
Ø Ο γιος αποφασίζει να τιμωρήσει τον ταβερνιάρη και φροντίζει να μην τον αφήσει να χαρεί το μαγνητόφωνο που τόσο εύκολα είχε κερδίσει από τον πατέρα του.
Ø Το Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο) είναι μια περιοχή στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης.
Ø «Υπερασπίστηκε αυτούς που με τον τρόπο τους τόσο πολύ τον αγαπούσαν.» Το τελευταίο αυτό σχόλιο του αφηγητή – Ιωάννου αναφέρεται στην οικογένεια του γιου και κυρίως στον πατέρα του, που παρόλα τα προβλήματα και παρά τον αλκοολισμό, ο γιος του ήταν βέβαιος ότι τον αγαπούσε. Παράλληλα το σχόλιο αυτό είναι και μια επιβεβαίωση ότι ο γιος συνέχιζε να αγαπά τον πατέρα του έστω κι αν έπινε, έστω κι αν τους είχε ξεγελάσει για να εξασφαλίζει χρήματα για το κρασί του.

Γιώργος Ιωάννου "Τζέλτεν" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Χάρτης της Λιβύης

Τζέλτεν

· Ο Ιωάννου το 1961 αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στην Ελλάδα το 1963.
· Το διήγημα Τζέλτεν αποτελεί την καταγραφή μιας προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα, ο οποίος κάνοντας τη διαδρομή από τη Βεγγάζη προς τις πετρελαιοπηγές στο Τζέλτεν, παρατηρεί τις συνθήκες ζωής σε μια φτωχή χώρα που μόλις είχε διαπιστωθεί ότι διαθέτει πολύτιμα κοιτάσματα πετρελαίου (Το πετρέλαιο βρέθηκε στη Λιβύη το 1959, μόλις δύο χρόνια προτού πάει εκεί ο Ιωάννου). Οι αμερικανικές εταιρείες είχαν σπεύσει να εκμεταλλευτούν το άφθονο πετρέλαιο της Λιβύης, αδιαφορώντας για τους κατοίκους που συνέχιζαν να ζουν μέσα στη φτώχεια. Ο Ιωάννου ενοχλείται από την εκμετάλλευση αυτή των Αμερικάνων και εύχεται να μη βρεθεί ποτέ πετρέλαιο στην Ελλάδα, για να μην υποστούμε κι εμείς την ίδια μορφή εκμετάλλευσης. Πάντως, το 1969 ο Μουαμάρ αλ Καντάφι επιβάλλει δικτατορία στη Λιβύη και τερματίζει, μέχρι και πρόσφατα, τη δράση των Αμερικανών στη χώρα του.
· Το Ραμαζάνι εκ του τουρκικού ραμαζάν και αραβικού ραμαντάν, είναι Θρησκευτική -μουσουλμανική- εορτή νηστείας. Αποτελεί ονομασία του ένατου μήνα του μουσουλμανικού έτους όπου σύμφωνα με τη παράδοση δόθηκε το Κοράνι στους ανθρώπους. Σε όλο το χρονικό διάστημα αυτό, διάρκειας ενός μηνός, οι μουσουλμάνοι απέχουν υποχρεωτικά, από ανατολής μέχρι δύσεως του Ηλίου, από κάθε είδους τροφή ακόμη και νερό, πολύ δε περισσότερο από κάπνισμα, ποτό, αρώματα και σεξουαλικές επαφές, όχι όμως στο υπόλοιπο διάστημα μέχρι την ανατολή του Ηλίου. Σύμφωνα με το κυλιόμενο χαρακτήρα που παρουσιάζει το αραβικό ημερολόγιο κάθε χρόνο το Ραμαζάνι εορτάζεται κατά 11 ημέρες νωρίτερα του προηγουμένου έτους.
· Ο Ιωάννου αισθάνεται μόνος του και δεν ξέρει τι να κάνει για να φτιάξει τη διάθεσή του. Στη Λιβύη που βρίσκεται είναι ο μήνας που γιορτάζεται το ραμαζάνι και οι μουσουλμάνοι βρίσκονται σε ιδιαίτερη ένταση, λόγω της αποχής από το φαγητό. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει από την έρημο μέχρι την περιοχή που γινόταν η άντληση του πετρελαίου για να δει τις εγκαταστάσεις.
· Οι ισλαμιστές προσεύχονται υποχρεωτικά πέντε φορές την ημέρα. Κάθε φορά που είναι η ώρα της προσευχής ακούγεται από το τζαμί ο μουεζίνης ο οποίος διαβάζει αποσπάσματα από το κοράνι. Η πιο γνωστή φράση που χρησιμοποιεί είναι: «Αλλάχ αλ άκμπαρ», που σημαίνει «Ο Θεός είναι μεγάλος». Το μήνα που γιορτάζουν το Ραμαζάνι, οι ισλαμιστές περιμένουν την ώρα της βραδινής προσευχής γιατί από εκείνη τη στιγμή μπορούν να πιούν νερό και να φάνε.
· Ο Ιωάννου θέλοντας να ξεφύγει από το αίσθημα μοναξιάς και κακοδιαθεσίας παίρνει το αυτοκίνητό του κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς το Τζέλτεν. Ο δρόμος που θα ακολουθήσει είναι επικίνδυνος γιατί η άμμος από την έρημο καλύπτει το δρόμο και είναι εύκολο να μπερδευτεί και να ξεφύγει από το δρόμο, καταλήγοντας να θαφτεί σε κάποιον αμμόλοφο.
· Ο Έρβιν Ρόμελ, ήταν Γερμανός στρατηγός που είχε αναλάβει κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να βοηθήσει τις Ιταλικές δυνάμεις να αντισταθούν στις επιθέσεις των Άγγλων. Τον αποκαλούσαν «αλεπού της ερήμου» γιατί με διάφορα τεχνάσματα κατόρθωνε να ξεγελά τους Άγγλους και να τους κερδίζει σε κάθε μάχη.
· Η Λιβύη είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς το 1911 και είχε παραμείνει υπό Ιταλική κατοχή μέχρι το 1947.
· Η Ιταλοί κατά την παραμονή τους στη Λιβύη από τη μία έκαναν κάποια έργα υποδομής, κυρίως σε ό,τι αφορά το οδικό δίκτυο, από την άλλη όμως φέρθηκαν με σκληρό τρόπο στους ντόπιους, φτάνοντας στο σημείο να δηλητηριάζουν το νερό στα πηγάδια, σκοτώνοντας έτσι αρκετούς από αυτούς.
· Από τη στιγμή που βρέθηκε πετρέλαιο στη Λιβύη εισέρρευσε άφθονο χρήμα στη χώρα αλλά δεν πηγαίνει στα χέρια των ντόπιων. Τα χρήματα από το πετρέλαιο τα παίρνουν οι Αμερικάνοι που έχουν τον εξοπλισμό για τη διενέργεια των αντλήσεων.
· Οι Τουαρέγκ είναι νομαδικός λαός που ζει στην περιοχή της ερήμου Σαχάρα. Οι κάτοικοι των γύρω χωρών τους φοβούνται επειδή οι Τουαρέγκ αρνούνται να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε μορφή κυβέρνησης και επιθυμούν να διατηρήσουν την ελευθερία τους με κάθε τρόπο.
· Οι χωροφύλακες για τον Ιωάννου αποτελούν σύμβολο της εξουσίας και δεν τους συμπαθεί μιας και συνήθως εκείνα τα χρόνια επέβαλαν το νόμο με τη χρήση βίας. Οι χωροφύλακες πάντως στη Λιβύη συμπεριφέρονται στους ξένους με σεβασμό κι αυτό κάνει τον Ιωάννου να τους βλέπει με συμπάθεια.
· Σ’ έναν τυπικό χαιρετισμό ο πρώτος λέει «Σαλάμ αλέκουμ» που σημαίνει «Η ειρήνη μαζί σου» και ο δεύτερος απαντά αντιστρέφοντας τη σειρά των λέξεων «Αλέκουμ σαλάμ» «Και μαζί σου η ειρήνη».
· Η Κυρήνη είχε δημιουργηθεί ως αποικία των Ελλήνων το 630 π.Χ. και αποτελούσε κέντρο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής.
· “Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι.” Κροκόπεπλο αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ηώ, τη θεότητα της αυγής, του ξημερώματος δηλαδή. (Επειδή ο ουρανός όταν ανατέλλει ο ήλιος παίρνει ένα απαλό κόκκινο χρώμα που θυμίζει τον κρόκο του αυγού.) Ο Ιωάννου έβλεπε τον ουρανό να κοκκινίζει αλλά σκεφτόταν ότι το χρώμα αυτό δεν οφειλόταν στην ανατολή του ηλίου ούτε όμως και στην παρουσία του φεγγαριού.
· Στο διήγημα Η Γοργόνα του Αντρέα Καρκαβίτσα οι ναύτες έβλεπαν στη θάλασσα την αδερφή του Μεγάλου Αλέξανδρου, τη γοργόνα, η οποία τους ρωτούσε αν ζει ο αδερφός της. Αν της απαντούσαν ότι ζει τους άφηνε να περάσουν, ενώ αν της έλεγαν ότι δε ζει, μεταμορφωνόταν σε τέρας και προκαλούσε μεγάλη τρικυμία.
· Ο Ιωάννου ξεκινά από τη Βεγγάζη, φτάνει στην Ατζεντάμπια και στη συνέχεια στη Μάρσα Μπρέγκα, από εκεί συνεχίζει για το Τζέλτεν αλλά επειδή ετοιμαζόταν να ξεσπάσει δυνατή βροχή αποφασίζει να σταματήσει σε κάποιες αμερικανικές εγκαταστάσεις που είδε στο δρόμο για να περάσει τη νύχτα εκεί. Στο πρώτο τροχόσπιτο που μπαίνει βρίσκει μερικούς Αμερικανούς οι οποίοι ούτε καν του έδιναν σημασία. Ο Ιωάννου απορεί για τη στάση τους αλλά σταδιακά βλέπει διάφορα πράγματα στο τροχόσπιτο και αρχίζει να φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν. Πιθανότατα οι Αμερικανοί έκαναν χρήση ναρκωτικών κι αυτό είναι που προκαλεί το φόβο στο συγγραφέα.
· «... οι μάγκες κάνουν όλοι τουμπεκί». Τουμπεκί είναι ο καπνός αλλά η φράση κάνω τουμπεκί σημαίνει σιωπώ.
· Στους Τουαρέγκ σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ισλαμιστές οι άντρες καλύπτουν το πρόσωπό τους αφήνοντας μόνο τα μάτια τους ακάλυπτα, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν καμία υποχρέωση να καλύπτουν το πρόσωπό τους.
· Σκιαθίτης αποκαλείται, λόγω της καταγωγής του από τη Σκιάθο, ο γνωστός διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911).
· Ο Ιωάννου διαβάζοντας το απόσπασμα από το διήγημα του Παπαδιαμάντη συνειδητοποιεί πόσο του λείπει η Ελλάδα και η ομορφιά της φύσης της. Αισθάνεται εγκλωβισμένος στις εγκαταστάσεις των Αμερικανών και ξεκινά να φύγει εκνευρισμένος. Σκέφτεται τι θα συνέβαινε στη χώρα μας αν υπήρχε πετρέλαιο κι εύχεται να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
· Το απόσπασμα αυτό είναι από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στην Αγί’- Αναστασά». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη δημοτική στους διαλόγους των διηγημάτων του αλλά την καθαρεύουσα στις περιγραφές του.

Γιώργος Ιωάννου "Ο θείος Βαγγέλης" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Ο θείος Βαγγέλης

Περίληψη Κειμένου: Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό ασχολείται με την ιστορία του θείου του Βαγγέλη, ο οποίος αν και ήταν δάσκαλος, στα πλαίσια του 2ου παγκοσμίου πολέμου θα καταταχτεί ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με το τέλος του πολέμου και την έναρξη του εμφυλίου, ο ήρωας του διηγήματος θα ανέβει στο βαθμό του λοχαγού και θα αναλάβει το καθήκον να διαβάζει τους επικήδειους λόγους των στρατιωτών που χάνουν τη ζωή τους στις διάφορες μάχες. Ο θείος Βαγγέλης σταδιακά θα χάσει κάθε ίχνος συγκίνησης απέναντι στους νεαρούς που κείτονται νεκροί και θα αντιμετωπίζει την ανάγνωση των επικήδειων ως μια αδιάφορη αγγαρεία. Ο ήρωας του διηγήματος θα αισθανθεί τον πόνο της απώλειας και θα καταλάβει τι σημαίνει να χάνεις κάποιον δικό σου άνθρωπο μόνο όταν θα πεθάνει η γυναίκα του. 


- Το διήγημα αυτό αναφέρεται σε μία από τις τραγικότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αυτή του εμφυλίου πολέμου, με μεγαλύτερη έμφαση στα δύο τελευταία χρόνια του το 1948 και το 1949. Ο συγγραφέας με αρκετά χιουμοριστική διάθεση, μέσω της ιστορίας του θείου Βαγγέλη, προσεγγίζει τον εμφύλιο έμμεσα δίνοντας μας πληροφορίες για τις ταφές των στρατιωτών που συμμετείχαν στον κυβερνητικό στρατό. Ένα τόσο επίπονο θέμα, όπως είναι ο θάνατος τόσων νέων ανθρώπων στα πλαίσια ενός εμφύλιου πολέμου, αντιμετωπίζεται από το θείο Βαγγέλη ως μια τυπική διαδικασία. Με έτοιμους επικήδειους λόγους αποχαιρετά τους νεκρούς του πολέμου, δείχνοντας με τη στάση του αυτή πόσο αδιάφορη του είναι τελικά η θυσία αυτών των ανθρώπων και πόσο εν γένει αδιάφορος μοιάζει αυτός ο πόλεμος για όσους είναι μακριά από τα μέτωπα των ενόπλων συγκρούσεων.
- Ο ήρωας του διηγήματος, ένας θείος του συγγραφέα, είναι δάσκαλος που υπηρετεί ως έφεδρος στον πόλεμο της Ελλάδας με την Ιταλία από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941, οπότε οι Έλληνες συνθηκολόγησαν καθώς στον πόλεμο είχε εισέλθει πλέον και η Γερμανία. Χαρακτηριστικό του ελληνοϊταλικού πολέμου είναι ότι ο ελληνικός στρατός είχε αποκρούσει επιτυχώς όλες τις ιταλικές επιθέσεις και είχε καθηλώσει τα ιταλικά στρατεύματα στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να παραδοθεί ήταν η συμμετοχή της Γερμανίας με ισχυρές και άρτια εξοπλισμένες δυνάμεις.
- Στον πόλεμο κατά των Ιταλών στην Αλβανία ο θείος Βαγγέλης, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, τίθεται επικεφαλής ενός λόχου κρητικών. Οι Κρητικοί πολεμούν με μεγάλη γενναιότητα αλλά και με μεγάλη εκδικητικότητα γεγονός που αναγκάζει τον ήρωα του διηγήματος να προσπαθεί διαρκώς να προφυλάξει τη ζωή των αιχμαλώτων. Οι Κρητικοί για να εκδικηθούν για το χαμό κάθε δικού τους στρατιώτη επιχειρούν να σκοτώσουν όσο περισσότερους Ιταλούς μπορούν, προτού γίνει βέβαια η καταμέτρηση των αιχμαλώτων, καθώς από τη στιγμή που έχει γίνει η μέτρηση και καταγραφή των αιχμαλώτων δεν μπορούν να τους σκοτώσουν χωρίς να χρειαστεί να απολογηθούν γι’ αυτό.
- Η προστατευτική στάση του θείου Βαγγέλη απέναντι στους αιχμάλωτους Ιταλούς δείχνει το σεβασμό που είχε για την ανθρώπινη ζωή καθώς και το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είχε κατορθώσει να τον αλλάξει σε σημείο που να αδιαφορεί πλέον για τους συνανθρώπους του, έστω κι αν αυτοί ήταν εχθροί.
[Ανταρτοπόλεμο ονομάζουμε τον πόλεμο που διεξάγεται από ομάδες επαναστατών (αντάρτες) και όχι από οργανωμένο στρατό. Στην προκειμένη περίπτωση ανταρτοπόλεμος αποκαλείται ο εμφύλιος πόλεμος μιας και οι κομμουνιστές αφενός δεν είχαν τακτικό στρατό και αφετέρου δεν πολεμούσαν για την απελευθέρωση ή την προστασία της πατρίδας του από κάποιον εξωτερικό εχθρό.]
- Στον θείο Βαγγέλη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ανατέθηκε η εκφώνηση επικήδειων λόγων για τους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού. Ένα από τα σημαντικότερα πεδία συγκρούσεων κατά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν η περιοχή της Μακεδονίας και εκεί στέλνονταν στρατιώτες απ’ όλη την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό πολλοί στρατιώτες κηδεύτηκαν χωρίς να έχουν έρθει οι δικοί τους μιας και εκείνη την εποχή με τα υπάρχοντα μέσα ήταν δύσκολο αφενός να ενημερωθούν έγκαιρα οι συγγενείς των νεκρών και αφετέρου να προλάβουν να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη προτού γίνει η ταφή.
[Για τους στρατιώτες που πέθαιναν σε εμπόλεμη περίοδο προβλεπόταν στρατιωτική ταφή με την εκφώνηση επικήδειου λόγου και τη συνοδεία στρατιωτικού αγήματος που πυροβολούσε στον αέρα προς τιμή του νεκρού.]
- Ο συγγραφέας παρουσιάζοντας την τακτική που ακολουθούσε ο κυβερνητικός στρατός για τις ταφές των στρατιωτών μας δίνει μια διαφορετική εικόνα του εμφυλίου πολέμου. Αντί να μας μιλήσει για το πώς ήταν η κατάσταση ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν χωριστεί σε παρατάξεις και πολεμούσαν μεταξύ τους, μας δείχνει απλώς πόσο απρόσωπα και αδιάφορα γινόταν ο ενταφιασμός τόσων νέων ανθρώπων. Στρατιώτες που έδιναν τη ζωή τους για να υποστηρίξουν την κυβέρνηση κατέληγαν να θάβονται μακριά από τους δικούς τους, χωρίς καμία συγκίνηση και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το θάνατό τους. Η διήγηση αυτή του συγγραφέα παρουσιάζει με πολύ αποτελεσματικό τρόπο πόσο μάταιη έμοιαζε η θυσία αυτή των στρατιωτών που το μόνο που κέρδιζαν ήταν να σωριάζονται όλοι μαζί στο νεκροστάσιο μέχρι να έρθει η σειρά τους να κηδευτούν.
- Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η κυβερνητική παράταξη χρησιμοποιούσε τους στρατιώτες μόνο και μόνο για να πετύχει τους δικούς της σκοπούς κι από εκεί και πέρα αδιαφορούσε γι’ αυτούς. Μια παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο διήγημα “Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ” «Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γύριζε κανένας να τους δει.» Όσο σημαντικά και αν ήταν τα σχέδια της κυβέρνησης, για τους απλούς πολίτες τελικά δε σήμαιναν τίποτε άλλο πέρα από θάνατο, φτώχια και εκμηδενισμό της ύπαρξής τους. Κατέληγαν να γίνονται αδιάφοροι νεκροί που περιμένουν τη σειρά τους για να ενταφιαστούν.
- Ο ήρωας του διηγήματος καθώς αναγκάζεται να παραστεί σε πάρα πολλές κηδείες, αρχίζει να αντιμετωπίζει με πλήρη αδιαφορία το χαμό των νέων και για να κάνει τη δουλειά του πιο εύκολα συντάσσει τρεις διαφορετικούς επικήδειους, στο τέλος των οποίων απλώς προσέθετε το όνομα του νεκρού: έναν για τους απλούς στρατιώτες, έναν για τους έφεδρους υπαξιωματικούς και έναν για τους μόνιμους υπαξιωματικούς.
- Ο θείος Βαγγέλης μαζί με την «τρελή» γυναίκα του το βράδυ της πρωτοχρονιάς του 1949, του τελευταίου χρόνου του εμφυλίου πολέμου, πηγαίνουν στο σπίτι του συγγραφέα για να γιορτάσουν μαζί το τέλος του 1948. Ο συγγραφέας το 1949 ήταν 22 χρονών και σπούδαζε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης.
- Με την ευκαιρία της επίσκεψης του θείου Βαγγέλη ο συγγραφέας μας περιγράφει πώς συνήθιζε να περνάει η οικογένειά του το βράδυ, της πρωτοχρονιάς, δίνοντάς μας παράλληλα μια εικόνα για το πώς ήταν η καθημερινή ζωή των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
- Ιδιαίτερη εντύπωση από το βράδυ εκείνης της πρωτοχρονιάς προκαλεί το γεγονός ότι ο θείος Βαγγέλης για να διασκεδάσει τους υπόλοιπους της οικογένειας τους διαβάζει τους επικήδειους λόγους που είχε γράψει για τους στρατιώτες. Με την πράξη του αυτή δείχνει πόσο συναισθηματικά αμέτοχος ήταν ως προς το θάνατο των στρατιωτών και πόσο αδιάφορο τον άφηνε ο χαμός τους. Με το περιστατικό αυτό ο συγγραφέας δίνει με μεγαλύτερη έμφαση την ματαιότητα αυτού του πολέμου καθώς και την ψυχρότητα που προκαλεί στους ανθρώπους η συνεχής επαφή με το θάνατο.
- Ο θείος Βαγγέλης που ασυγκίνητος παρακολουθούσε τον ενταφιασμό τόσων στρατιωτών, συγκλονίζεται όταν ο θάνατος έρχεται στη δική του οικογένεια, όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πεθαίνει. Αυτός που με τόση ευκολία μιλούσε στις κηδείες ανθρώπων που δε γνώριζε, όταν ήρθε η στιγμή να κηδέψει τη γυναίκα του δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει ούτε λέξη. Η αντίθεση αυτή είναι βέβαια αρκετά εύλογη μιας και οι άνθρωποι συνηθίζουν να αδιαφορούν για τις στενοχώριες των άλλων ανθρώπων και αισθάνονται τον πόνο μόνο όταν πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό τους. Έτσι και ο θείος Βαγγέλης τώρα που ήρθε η ώρα να κηδέψει έναν δικό του άνθρωπο, τη γυναίκα του, λυγίζει απ’ τον πόνο.

Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα

Ο Εμφύλιος πόλεμος επίσημα διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949 και διεξάχθηκε ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους κεντροδεξιούς. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε με την ήττα των κομμουνιστών.
Οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους κεντροδεξιούς είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τελευταία χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα (1941-44) το 1943 και το 1944. Οι κομμουνιστές έχοντας πρωτοστατήσει στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών ήθελαν μετά το τέλος της κατοχής να πάρουν την εξουσία ή τουλάχιστον να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Οι κεντροδεξιοί όμως με τη βοήθεια των ΗΠΑ και ιδίως της Αγγλίας δεν ήθελαν να επιτρέψουν καμία συμμετοχή των κομμουνιστών στην ελληνική κυβέρνηση γιατί θεωρούσαν ότι έτσι θα τους δοθεί η ευκαιρία να καταλάβουν πλήρως τον έλεγχο της χώρας και να κάνουν την Ελλάδα ένα κομμουνιστικό κράτος υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) είχε δημιουργήσει την αντιστασιακή οργάνωση «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ), της οποίας το στρατιωτικό σκέλος ονομαζόταν «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» (ΕΛΑΣ). Ενώ οι κεντροδεξιές αντικομμουνιστικές δυνάμεις είχαν δική τους αντιστασιακή οργάνωση που ονομαζόταν «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος» (ΕΔΕΣ).
Δύο μήνες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα (Οκτώβρης 1994), το Δεκέμβριο του 1944, πραγματοποιείται ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στους κομμουνιστές και τις αγγλικές δυνάμεις που ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill είχε συγκεντρώσει στην Αθήνα.
Ο Churchill έλεγε: «Περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ (τους Έλληνες κομμουνιστές) και δεν πρέπει να την αποφύγουμε, με την προϋπόθεση ότι θα διαλέξουμε καλά το έδαφος της σύγκρουσης».
Οι κομμουνιστές δεν κατορθώνουν να κερδίσουν τους Βρετανούς και αναγκάζονται να υπογράψουν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, με την οποία τυπικά τελείωνε η σύγκρουση. Για τους κομμουνιστές όμως η συμφωνία αυτή ήταν ένας ελιγμός που τους επέτρεπε να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους.
Στις 30 Μαρτίου 1946 τμήμα κομμουνιστών ανταρτών επιτέθηκε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου. Η επίθεση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη του Εμφύλιου Πολέμου, ενός πολέμου που θα διαρκέσει έως το 1949, θα επιφέρει μεγάλες καταστροφές και θα σημαδέψει την ιστορία της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες.
Οι κομμουνιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου πίστευαν ότι θα έχουν βοήθεια από τον Στάλιν αρχηγό της ΕΣΣΔ (Ρωσίας), ο οποίος όμως είχε ήδη συμφωνήσει από τον Οκτώβριο του 1944 με τον Winston Churchill ότι η Ελλάδα θα παρέμενε υπό τον έλεγχο της Αγγλίας. Οι κομμουνιστές αναγκασμένοι να λαμβάνουν στρατιωτική βοήθεια για να μπορέσουν να κερδίσουν τον πόλεμο είχαν στραφεί στον Τίτο, ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας, και δεν δίστασαν μάλιστα να συμφωνήσουν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, το οποίο θα περιείχε και την ελληνική Μακεδονία. Η σκέψη αυτή των κομμουνιστών χωρίς τελικά να τους προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος κατέστησε το Κομμουνιστικό Κόμμα υπόλογο για εσχάτη προδοσία και επέτρεψε στις αστικές δυνάμεις να πραγματοποιήσουν αιματηρές διώξεις των κομμουνιστών τα επόμενα χρόνια.

Δείτε επίσης:
Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου


Γιώργος Ιωάννου "Ομίχλη" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian


Ομίχλη

Ø Στο σύντομο αυτό κείμενο ο Ιωάννου αφήνει κατά μέρους τις αναμνήσεις από την παιδική και νεανική του ηλικία και μας μιλά για τη μεγάλη αγάπη που έχει στην ομίχλη που συχνά καλύπτει τη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο αυτό είναι ουσιαστικά μια προσωπική εξομολόγηση του συγγραφέα, ο οποίος πιθανότατα νοσταλγεί την πόλη του και θυμάται ένα από τα στοιχεία της που αγαπούσε περισσότερο.
Ø Με την πρώτη κιόλας πρόταση του πεζογραφήματος «Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη...» ο Ιωάννου μας δηλώνει ότι δεν μένει πια στη Θεσσαλονίκη. Το 1971 ο συγγραφέας μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα και προφανώς γράφει εκεί αυτό το κείμενο κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1971 που πήγε στην Αθήνα και το 1974 που κυκλοφόρησε η συλλογή «Η μόνη κληρονομιά».
Ø Τόσο η ομίχλη όσο και η πάχνη (η δροσιά, το νερό δηλαδή) πάνω στις στέγες που υπήρχε όταν ο καιρός ήταν κρύος, είναι στοιχεία χαρακτηριστικά της πόλης του συγγραφέα που του θυμίζουν παλιότερες εποχές, τότε που η παρουσία πάχνης σήμαινε για τους κατοίκους ότι τα λάχανα στα χωράφια τους θα γίνονταν πιο γλυκά. Η αναφορά αυτή μας γυρίζει σαφώς σε περιόδους που η Ελλάδα ήταν μια κυρίως αγροτική χώρα και οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τον καιρό, καθώς αυτός επηρέαζε άμεσα την παραγωγή τους. Για τον συγγραφέα οι εποχές αυτές ήταν εποχές αθωότητας και μεγαλύτερης επαφής με τη φύση.
Ø Ο συγγραφέας ανυπομονούσε να περπατήσει μέσα στην πόλη καλυμμένος από την προστατευτική παρουσία της ομίχλης, η οποία του επέτρεπε να περπατά αθέατος, μιας και περιοριζόταν κατα πολύ η ορατότητα. Επειδή όμως το φυσικό αυτό φαινόμενο εμφανιζόταν κυρίως τις πρωινές ώρες που ο Ιωάννου εργαζόταν πολλές φορές έχανε την ευκαιρία να απολαύσει την ομίχλη, η οποία διαλυόταν από έναν ήλιο «ιδιαίτερα δυσάρεστο». Τις μεσημεριανές ώρες η παρουσία του ήλιου γινόταν εντονότερη και με τη ζέστη που δημιουργούσε διέλυε την ομίχλη, γεγονός που ενοχλούσε το συγγραφέα που θα προτιμούσε την πόλη μέσα στην ομίχλη παρά μια ηλιόλουστη ημέρα.
Ø Υπήρχαν όμως μέρες που η ομίχλη εμφανιζόταν το απόγευμα και τότε ο συγγραφέας άλλαζε ό,τι σχέδια είχε για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να περπατήσει μέσα στην πυκνή ομίχλη. Η ομίχλη όπως μας λέει είναι πιο πυκνή από τον αέρα και γι’ αυτό όταν περπατάς μέσα σε αυτή σε «στηρίζει». Εδώ ο συγγραφέας μπορεί να κυριολεκτεί, υπό την έννοια ότι μπορείς να αισθανθείς γύρω σου την ομίχλη ή να χρησιμοποιεί το ρήμα στηρίζει μεταφορικά, εννοώντας ότι στηρίζει μέσα σου τη διαφορετική διάθεση που δημιουργεί το μεταμορφωμένο από τον ομίχλη τοπίο.
Ø «Ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.» Ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν του αρέσει απλά να περπατά στην ομίχλη, του αρέσει να βρίσκεται στο λιμάνι της πόλης όταν υπάρχει ομίχλη. Ο παραλιακός δρόμος της Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα ωραιότερα σημεία της πόλης και με την παρουσία της ομίχλης γίνεται για το συγγραφέα ακόμη θελκτικότερος. Με την αναφορά αυτή στο λιμάνι ο συγγραφέας μας προετοιμάζει για τη μεταφορά της αφήγησής του στην περιοχή του λιμανιού, κάτι που θα γίνει λίγο πιο μετά.
Ø Η ομίχλη σε συνδυασμό με μια πολύ απαλή βροχή, η οποία ίσα που μουσκεύει τα μαλλιά, μεταμορφώνουν την πόλη και όλα μοιάζουν πιο όμορφα, σχεδόν μαγικά. Μέσα στην ομίχλη έπαιρναν νόημα τα φώτα και οι ήχοι, όπως λέει ο Ιωάννου, εννοώντας ότι βλέποντας τα φώτα της πόλης και ακούγοντας τους ήχους μέσα σε ένα τοπίο πνιγμένο από την ομίχλη όλα αυτά ήταν τόσο διαφορετικά που σχεδόν αποκτούσαν ένα νόημα, ήταν δηλαδή σα να επιχειρούσαν να περάσουν κάποιο μήνυμα.
Ø Η αλλαγή που έφερνε η ομίχλη στην πόλη ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο άρεσε τόσο πολύ στον Ιωάννου να περπατά μέσα στην πόλη, καθώς δεν μπορούσε να δει καθαρά γύρω του και όλα έπαιρναν μια διαφορετική σημασία. Ακόμη και οι πολυκατοικίες γίνονταν πιο ελκυστικές μέσα στην ομίχλη. Οι πολυκατοικίες που αποτελούν το σύμβολο της σύγχρονης ζωής και που φαίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικές στους παλαιότερους ανθρώπους που είχαν συνηθίσει να ζουν σε πόλεις με χαμηλά σπίτια, αποκτούν ακόμη κι αυτές μια ωραία όψη μέσα στο θολό τοπίο που δημιουργεί η ομίχλη.
Ø Ο συγγραφέας περπατώντας φτάνει στο καφενείο του λιμανιού, που δεν υπάρχει πια μιας και το έχουν γκρεμίσει από χρόνια. Εκεί συνήθιζε ο συγγραφέας να συναντιέται με τους φίλους του παλιά αλλά τώρα πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει ή έχουν φύγει οριστικά από τη χώρα. Με την αναφορά στο καφενείο του λιμανιού το κείμενο περνά από το πραγματικό στο υπερρεαλιστικό. Πλέον ο συγγραφέας περνά στο χώρο των αναμνήσεων, της νοσταλγίας και μιας υπερφυσικής επαφής με τους νεκρούς. Βρισκόμενος στην περιοχή που υπήρχε κάποτε το καφενείο ο συγγραφέας βλέπει τις σκιές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει και που κανείς από αυτούς δεν μπορεί πια να συνομιλήσει και να κάνει παρέα με το συγγραφέα.
Ø Ο Ιωάννου βυθίζεται σ’ ένα κόσμο αναμνήσεων και νοσταλγίας, παρατηρώντας τις σκιές των νεκρών που μόνο σε μια τόσο υποβλητική ατμόσφαιρα όπως αυτή που δημιουργείται από την ομίχλη μπορούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ø Κάποιες σκιές πηγαίνουν προς τον Πύργο του Αίματος. Πύργος του Αίματος ονομαζόταν ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης γιατί εκεί στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Τούρκοι πήγαιναν τους Έλληνες που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και άφηναν τους Γενίτσαρους να τους σκοτώσουν. Οι Γενίτσαροι ήταν Έλληνες που οι Τούρκοι τους είχαν πάρει από τους γονείς τους όταν ακόμη ήταν παιδιά (παιδομάζωμα) και τους είχαν εκπαιδεύσει για να μισούν και να σκοτώνουν τους Έλληνες.
Ø Η πραγματική ομίχλη ξεκινά από κάποιο ψηλότερο σημείο της πόλης σχολιάζει ο Ιωάννου αλλά η ομίχλη που φέρνει μαζί της τις σκιές των νεκρών ξεκινά από τα όνειρα. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλες αυτές τις μνήμες που για καιρό έμειναν καταπιεσμένες και τώρα με τον καιρό έχουν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια. Όπως το νερό που βράζει και ο ατμός μετακινεί σιγά – σιγά το καπάκι της κατσαρόλας, έτσι και όλες αυτές οι επίπονες αναμνήσεις που χρόνια τώρα προσπαθούσε ο συγγραφέας να κρατήσει μέσα του έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του και να βγαίνουν στην επιφάνεια. Αυτές οι αναμνήσεις του φέρνουν στο μυαλό τις σκιές των νεκρών που βλέπει και ακολουθεί μέσα στην ομίχλη.
Ø Από το σημείο αυτό: «Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα.» ο συγγραφέας αφήνει τον παρατατικό και τον αόριστο, τους χρόνους που χρησιμοποιούμε για γεγονότα του παρελθόντος και αρχίζει να χρησιμοποιεί τον ενεστώτα, μεταφέροντας αυτά που περιγράφει στο παρόν και δίνοντάς τους μεγαλύτερη ζωντάνια. Παρόλο που συνεχίζει να μιλά για όσα συνήθιζε να κάνει με το να χρησιμοποιεί ενεστώτα μας μεταφέρει πιο άμεσα αυτά που αναφέρει και μας παρουσιάζει με περισσότερη ένταση αυτή την επαφή του με τις σκιές του παρελθόντος. (Ακολουθώ... Περπατώ... Φτάνω.... Φεύγω....)
Ø Καθώς η ορατότητα μέσα στην ομίχλη είναι πολύ περιορισμένη κάθε φιγούρα ανθρώπου που βλέπει ο συγγραφέας του φέρνει στο μυαλό κάποιον φίλο ή κάποιον συγγενή που έχει χάσει από καιρό, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων εποχών που πέρασε μεγαλώνοντας. Πόλεμοι, αρρώστιες, κατοχή μετανάστευση, δικτατορία, είναι περίοδοι γεμάτοι θανάτους και αποχωρήσεις που έχουν πληγώσει ανεπανόρθωτα τον συγγραφέα.
Ø Ο συγγραφέας περπατά στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης κοιτάζοντας κάτω αλλά δε βλέπει πια ούτε το χορτάρι που παλιότερα φύτρωνε ανάμεσα στις πέτρες. Ο θάνατος έχει κυριαρχήσει παντού. Θάνατος της φύσης, θάνατος των ανθρώπων που αγαπούσε αλλά και μετανάστευση ένας μόνιμος αποχωρισμός που γίνεται εν ζωή. Κανένας θάνατος δεν είναι καλός
Ø Ο συγγραφέας περπατά μέσα σε μια πορεία γεμάτη θάνατο, θάνατο ανθρώπων αλλά και θάνατο της φύσης και εκφράζει μια ευχή που πολλές φορές έχει στηρίξει τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές «και να ‘ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πώς θα τους ξαναβρούμε όλους». Η ελπίδα για τη μετά θάνατο ζωή είναι μια παρήγορη σκέψη για το συγγραφέα, ο οποίος ελπίζει να είναι αλήθεια και να μπορέσει κάποτε να συναντήσει ξανά όλους όσους έχασε όλα αυτά τα χρόνια.
Ø Ο συγγραφέας κινείται από το λιμάνι προς το Λευκό Πύργο και από εκεί προς την Άνω Πόλη όπου βρίσκεται η Πορτάρα, η μεσαία Πύλη, που οδηγεί στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Σε συμβολικό επίπεδο η Πορτάρα, η πύλη που οδηγεί στην Ακρόπολη, δηλώνει την πύλη του θανάτου, την πύλη που θα του επέτρεπε να περάσει και αυτός στον κόσμο των νεκρών. Οι σκιές του γνέφουν περάσει την πύλη και να τις ακολουθήσει στον κόσμο των νεκρών αλλά εκείνος αρνείται. Μόνο κάποιο αγαπημένο πρόσωπο θα τον πείσει να περάσει αυτή την πόλη, όταν δηλαδή δε θα προσπαθεί να ακολουθήσει σκιές αλλά κάποιον άνθρωπο που να αγαπά πραγματικά.
Ø Ο συγγραφέας απομακρύνεται από την πύλη του θανάτου και επιστρέφει στην κίνηση και τα φώτα της πόλης. Επιστρέφει δηλαδή στην πραγματικότητα, αφήνοντας προς το παρόν τις σκιές πίσω του αλλά το μυαλό του τελικά παραμένει σε αυτές και σε όσα είδε μέσα στην ομίχλη, μέσα στον κόσμο των αναμνήσεων.
Ø Στην προσπάθειά του να ξεχάσει τις μνήμες του παρελθόντος ο συγγραφέας συνηθίζει να περπατά πολύ τις νύχτες που έχει ομίχλη, γιατί νιώθει ότι με το περπάτημα, με τη σωματική άσκηση, τα βάσανα υποχωρούν σιγά – σιγά και περνούν από τα πόδια στο υγρό χώμα, φεύγοντας από πάνω του.

Γιώργος Ιωάννου "Τα περιστέρια" και "Τα λεμόνια ήταν ακριβά" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Τα περιστέρια

Περίληψη του κειμένου: Το διήγημα αναφέρεται στην ιστορία ενός πνευματικά ασταθή νεαρού, ο οποίος αφού απελευθέρωσε τα περιστέρια που φρόντιζε, προσπάθησε να μαχαιρώσει τη μητέρα του. Ο νεαρός θα κλειστεί σε ίδρυμα όπου και θα πεθάνει. 

- Το κείμενο αυτό μας παρουσιάζει ένα ακόμη περιστατικό από τα παιδικά χρόνια του Ιωάννου, ο οποίος επιχειρεί να μας δώσει μια εικόνα από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στα δύσκολα χρόνια που ο ίδιος μεγάλωσε.
- Η οικογένεια του Ιωάννου εκείνη την περίοδο κατοικούσε σ’ ένα οίκημα όπου υπήρχαν κι άλλοι συγκάτοικοι με τους οποίους μοιράζονταν κάποιους κοινόχρηστους χώρους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας που εξαναγκάζει τον συγγραφέα να συνυπάρξει με άτομα που έχουν διάφορα προβλήματα είτε ψυχολογικά, όπως ο καμπούρης του διηγήματος είτε υγείας, όπως ο φθισικός.
- Οι δύσκολες αυτές συνθήκες διαβίωσης προσθέτουν ένα ακόμη κομμάτι στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα που μεγαλώνοντας έζησε άσχημες καταστάσεις και ανυπόφορες δυσκολίες, ικανές να τραυματίσουν ψυχολογικά οποιονδήποτε άνθρωπο.
- Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας – αφηγητής είναι δραματοποιημένος, αποτελεί δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, και ως εκ τούτου μας αφηγείται όσα διαδραματίστηκαν με εσωτερική εστίαση, μέσα από την προσωπική του δηλαδή αντίληψη, όπως ο ίδιος τα έζησε και τα εξέλαβε.
- Η χρονική παράθεση των γεγονότων ακολουθεί μια γραμμική σειρά, καθώς ο Ιωάννου μας δίνει τα γεγονότα με τη σειρά που συνέβησαν, χωρίς να καταφεύγει σε αναδρομές. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η παρέκβαση που γίνεται σχετικά με τον φθισικό, η ιστορία του οποίου δεν σχετίζεται άμεσα με την ιστορία του καμπούρη. Παρατίθεται γιατί ο φθισικός είναι ένα από τους συγκατοίκους της οικογένειας του συγγραφέα και συνεισφέρει δίνοντας ένα ακόμη στοιχείο για τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσε τότε ο Ιωάννου.
- Το ύφος του συγγραφέα είναι, όπως στα περισσότερα κείμενα της συλλογής, λιτό με απλή γλώσσα και αμεσότητα στην απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων. Συναντάμε επίσης και μια ειρωνική διάθεση από τον Ιωάννου στο σημείο που αναφέρεται στην αργοπορημένη επέμβαση της αστυνομίας. Το χιουμοριστικό του σχόλιο, άλλωστε, ότι «έπρεπε να κάνεις αίτηση για να έρθουν να σε συλλάβουν» είναι αρκετά επικριτικό για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια.
- Ο τίτλος του διηγήματος οφείλεται στον πολυσήμαντο ρόλο των περιστεριών σε αυτήν την ιστορία. Τα περιστέρια αποτελούν τη βασική φροντίδα του καμπούρη ο οποίος προχωρά σε μια συμβολική απελευθέρωσή τους λίγο προτού επιχειρήσει και ο ίδιος να απελευθερωθεί από την μητέρα του που τον καταπίεζε. Τα περιστέρια παράλληλα με την αθωότητά τους και τα παιχνιδίσματά τους στον αέρα, δίνουν μια εικόνα γαλήνης και διασκέδασης λίγο προτού τα γεγονότα πάρουν μια άσχημη τροπή με την απόπειρα δολοφονίας.
- Ο Ιωάννου για ακόμη μια φορά, παρά το γεγονός ότι μας διηγείται γεγονότα πολύ δυσάρεστα, επιχειρεί να δώσει μια πιο ευχάριστη νότα σε όσα έχουν συμβεί εστιάζοντας την αφήγησή του σε κάτι το ανάλαφρο, όπως είναι το παιχνίδισμα των περιστεριών. Η αισιοδοξία, άλλωστε, είναι βασικό χαρακτηριστικό του Ιωάννου ο οποίος επιθυμεί να δίνει στα κείμενά του, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο, μια αίσθηση ελπίδας.
- Η αναφορά στην απόπειρα δολοφονίας της μητέρας γίνεται με συνοπτικό τρόπο και η αφήγηση αλλάζει αμέσως τόνο με την ειρωνική αντιμετώπιση της αργοπορημένης αστυνομικής επέμβασης αλλά και της κουτσομπολίστικης διάθεσης με την οποία οι σύνοικοι του καμπούρη αντιμετωπίζουν το γεγονός. Το δραματικό γεγονός της απόπειρας του γιου να σκοτώσει τη μητέρα του, γίνεται για τα γειτονικά πρόσωπα ένα καυτό θέμα συζήτησης, χωρίς όμως μελοδραματισμό και ένταση.
- Οι Αρβανίτες είναι πληθυσμιακή ομάδα της Ελλάδας, τα μέλη της οποίας μιλούν τα Αρβανίτικα, κλάδο της τοσκικής διαλέκτου της αλβανικής γλώσσας. Κατάγονται από αλβανόφωνους πληθυσμούς οι οποίοι μετακινήθηκαν κυρίως στη νότια και κεντρική Ελλάδα από την νότια Αλβανία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ιδίως μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα λόγω διάφορων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής.

Τα λεμόνια ήταν ακριβά

Περίληψη του κειμένου: Με αφορμή τα σημάδια στον τοίχο ενός κτιρίου της πόλης, τα οποία προέκυψαν ύστερα από τη ρίψη χειροβομβίδας κατά των Γερμανών που είχαν εκεί τα γραφεία τους, ο συγγραφέας θυμάται επώδυνες εμπειρίες από τα χρόνια της κατοχής. Η πλέον προσωπική και επίπονη μνήμη για το συγγραφέα είναι εκείνη από την οποία αντλείται και ο τίτλος του διηγήματος. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή της κατοχής ο συγγραφέας, όπως και άλλοι συμπολίτες του, είχαν αναγκαστεί να υποστούν το ταπεινωτικό παιχνίδι των Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι τους πετούσαν λεμόνια από ψηλά για να τους χτυπήσουν και οι Έλληνες αντί να απομακρυνθούν προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μαζέψουν τα πολύτιμα αυτά λεμόνια, μη έχοντας τίποτε άλλο για να τραφούν. 

- Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας – αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας γι’ αυτό και η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Φτάνει μάλιστα σε ιδιαίτερα εξομολογητικό τόνο όταν ο Ιωάννου μιλά για τις ταπεινώσεις που έχει υποστεί στη ζωή του.
- Το ύφος του κειμένου χαρακτηρίζεται από την καθιερωμένη απλότητα της γραφής του Ιωάννου, ο οποίος δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και υπερβολές στην έκφρασή του παρά το γεγονός ότι αυτό το γεγονός που περιγράφει είναι, κατά δική του ομολογία, ένα από τα πλέον ταπεινωτικά της ζωής του.
- Η διήγηση του γεγονότος γίνεται συνειρμικά και με αναδρομές στο χρόνο της αφήγησης μιας και ο Ιωάννου ξεκινά από το παρόν και από την διαπίστωση ότι το σημάδι στον τοίχο (από την έκρηξη της χειροβομβίδας) φαίνεται ελάχιστα. Στη συνέχεια περνά στην αναφορά των στοιχείων που σχετίζονται με την ταυτότητα του κτιρίου κι έπειτα μας αναφέρει τα γεγονότα που οδήγησαν κάποιον Έλληνα να εκδικηθεί τους Γερμανούς πετώντας τους μια χειροβομβίδα. Η όλη αφήγηση του γεγονότος εμπλουτίζεται και μ’ άλλα περιστατικά που βοηθούν τον αναγνώστη να σχηματίσει μια πληρέστερη εικόνα για τη συμπεριφορά των Γερμανών κατακτητών και τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των Ελλήνων.
- Ο συγγραφέας μιλώντας για τον εαυτό του στην αρχή του κειμένου, κάνοντας έτσι ξεκάθαρη την προσωπική του εμπλοκή στα διαδραματιζόμενα γεγονότα, αναφέρει ότι ποτέ δεν ξεχνά όσα συνέβησαν. Η επίμονη ενασχόληση του συγγραφέα με τα γεγονότα του παρελθόντος είναι αφενός εμφανής από το περιεχόμενο των περισσότερων διηγημάτων του, όπου ξανά και ξανά επιστρέφει στο παρελθόν του και αφετέρου είναι απόλυτα δικαιολογημένη μιας και η σκληρότητα όσων έχει ζήσει καθιστά λογική και αναμενόμενη την εμμονή του με το παρελθόν.
- Ο Ιωάννου μας διηγείται σε αυτή την ιστορία ένα από τα περιστατικά που ο ίδιος θεωρεί ως μια από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Η πείνα αναγκάζει τον συγγραφέα μαζί με όσους βρέθηκαν σ’ εκείνο το σημείο να πέσουν στο δρόμο για να μαζέψουν τα λεμόνια που πετούσαν οι Γερμανοί, προσφέροντας στους κατακτητές την ευκαιρία να γελάσουν εις βάρος τους και να τους εξευτελίσουν. Το γεγονός ότι έφτασε στο σημείο να μαζεύει από το δρόμο λεμόνια, με τους Γερμανούς να γελάνε και να διασκεδάζουν με την κατάντια του, με τον ξεπεσμό γενικότερα των Ελλήνων, είναι κάτι που έχει πληγώσει πάρα πολύ τον Ιωάννου.
- Από το Μάιο του 1941 μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή. Οι θάνατοι απ' την πείνα σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ξεπέρασαν, όπως γράφτηκε, τις 260.000. Η πείνα έπληξε κύρια τις λαϊκές τάξεις. Αυτούς, όμως, που κυριολεκτικά θέρισε η πείνα ήταν τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και τους πολύ ηλικιωμένους.
- Ο Ιωάννου ξεκινά τη διήγησή του αναφέροντας ότι θεωρεί σημαντικό να μην ξεχαστούν τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρόκληση ζημιών σ’ ένα κτίριο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου υπήρχαν τα γραφεία Γερμανών αξιωματικών. Οι ζημιές στο κτίριο δεν είναι πλέον ορατές, πέρα από ένα αδιόρατο σημάδι κάτω από το χρώμα του τοίχου κι αυτό ανησυχεί τον συγγραφέα, ο οποίος πιστεύει ότι πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε τι είχε συμβεί τότε.
- Η αναφορά στην περίπτωση του κουρέα που εξαναγκάστηκε από την Γερμανίδα αξιωματικό να την ικανοποιεί ερωτικά, δείχνει την εξουσία που είχαν τότε οι κατακτητές πάνω στους Έλληνες.
- Η αναφορά στα γέλια των Γερμανών όταν οι Έλληνες χριστιανοί έκαναν την περιφορά του επιταφίου έρχεται να ενισχύσει την εικόνα της αλαζονείας που είχαν οι Γερμανοί, που δεν δίσταζαν να χλευάσουν ακόμη και τα ιερά σύμβολα των Ελλήνων.
- Οι ταπεινώσεις που επέβαλαν οι κατακτητές στους Έλληνες ήταν συνεχείς και επέτειναν τον πόνο των Ελλήνων που είχαν χάσει όχι μόνο την ελευθερία τους αλλά και την αξιοπρέπειά τους.
- Το παιχνίδι των Γερμανών που πετούσαν λεμόνια στους πεινασμένους περαστικούς δείχνει σε τι σημείο αποθράσυνσης είχαν φτάσει και πόσο ελάχιστα εκτιμούσαν τη ζωή και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
- Η χειροβομβίδα που πετάχτηκε στα γραφεία των Γερμανών αξιωματικών ήρθε σύμφωνα με το συγγραφέα ως μια δίκαιη τιμωρία για την απαράδεκτη συμπεριφορά τους.
- Ο συγγραφέας, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί πολύ στη ζωή τους, θέλει να πιστεύει ότι υπάρχει μια ανώτερη μορφή δικαιοσύνης που επιβάλλεται από το Θεό και ότι η δικαιοσύνη αυτή δεν θα αφήσει ατιμώρητους τους Γερμανούς και όσους έχουν φερθεί με τόση σκληρότητα σε άλλους ανθρώπους.

Δείτε επίσης:

Η πολιτική στα ποιήματα του Καβάφη


Γιώργος Ιωάννου "Η μόνη κληρονομιά"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Piet Mondrian

Η μόνη κληρονομιά



Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό παρακολουθεί την ιστορία των άμεσων προγόνων του και διαπιστώνει ότι όλοι οι άντρες στην οικογένειά του πεθαίνουν λίγο μετά τα πενήντα τους χρόνια. Η συνειδητοποίηση αυτή προκαλεί ανησυχία στο συγγραφέα που θεωρεί ότι ενδέχεται να έχει την ίδια τύχη. 

- Ο συγγραφέας μας λέει ότι όσο ζούσαν οι γιαγιάδες του και μπορούσε να ρωτήσει για την ιστορία της οικογένειάς του δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα, τώρα όμως που ο ίδιος μεγάλωσε και έχουν πεθάνει όλες οι γιαγιάδες του, τώρα έχει πολλές απορίες. Η παραδοχή αυτή του συγγραφέα είναι κοινή για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι περισσότεροι όσο είναι νέοι ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις ρίζες τους και για τους προγόνους τους ενώ όταν μεγαλώσουν και αρχίσουν να έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους θνητότητα, επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τη μοίρα των προγόνων τους.
- Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται στις γιαγιάδες του καθώς όλοι οι άντρες της οικογένειάς του πέθαναν νωρίς.
- Ο συγγραφέας όταν ήταν νεότερος θύμωνε με τις γιαγιάδες του που δεν εκτιμούσαν τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη και αναπολούσαν την Ανατολική Θράκη. Ο Ιωάννου ένιωθε ότι δεν εκτιμούσαν όλα όσα είχαν αποκτήσει στη νέα τους πατρίδα αλλά η αλήθεια είναι ότι απλά ο ίδιος δε γνώριζε πόσο καλύτερη ήταν η ζωή που εκείνες είχαν στη Θράκη και πόσο σπουδαία πράγματα έχασαν με την προσφυγιά.
- Ο Ιωάννου δεν έχει παιδιά και ούτε πρόκειται να αποκτήσει γι’ αυτό και σκέφτεται ότι δε θα μπορέσει να δώσει το όνομά του σε κάποιο εγγόνι.
- Ο ένας προπάππους του συγγραφέα πέθανε από το «κακό σπυρί», κάποιο πυώδες απόστημα δηλαδή που προφανώς μόλυνε το αίμα του προκαλώντας πιθανότατα σηψαιμία.
- Ο άλλος προπάππους του πέθανε από πόνους στην κοιλιά, χωρίς να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η πάθησή του. Το μόνο που παρηγορεί το συγγραφέα είναι ότι και οι δύο πέθαναν στην πατρίδα τους, την Ανατολική Θράκη.
- Οι παππούδες του συγγραφέα πέθαναν στην προσφυγιά. Ο ένας παππούς (ο πατέρας της μητέρας του συγγραφέα) με την οικογένειά του πήγε πρώτα στη Σαμοθράκη, όπου ο τόπος δεν τους φάνηκε κατάλληλος κι έτσι συνέχισαν για την Καβάλα. Εκεί ο παππούς του Ιωάννου δεν μπόρεσε να βρει πουθενά δουλειά και από τον καημό του πέθανε. Αυτό συνέβη περίπου το 1916 όταν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία. Μετά το θάνατο του παππού και όταν πλέον οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί και συνθηκολογήσει (1918), η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους (η μία ήταν η μητέρα του Ιωάννου) και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Τις κόρες τις άφησε να μείνουν κοντά σε συμπατριώτες της και εκείνη ξεκίνησε με τα πόδια για την Ανατολική Θράκη (μάλλον το 1921). Ένα χρόνο περίπου έμεινε στην Ανατολική Θράκη στο παλιό τους σπίτι, καλλιέργησε τα κτήματα, έκανε όλες τις δουλειές που συνήθιζε να κάνει αλλά αναγκάστηκε να φύγει πάλι γιατί είχε γίνει η Καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Τη γιαγιά αυτή την έλεγαν Μόσχω και την είχε βαφτίσει κάποιος Ρώσος αξιωματικός το 1878, όταν είχε γίνει η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Δεν μας λέει πότε πέθανε αλλά σχολιάζει ότι πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία.
- Ο δεύτερος παππούς (ο πατέρας του πατέρα του) έχοντας εγκατασταθεί από το 1913 (ίσως και νωρίτερα) στη Θεσσαλονίκη είχε ανοίξει ένα μαγαζί που έφτιαχνε γιαούρτι, το οποίο πήγαινε πολύ καλά. Όταν όμως το 1917 ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, κάηκε και το μαγαζί. Ο παππούς για λίγο καιρό πουλούσε γιαούρτι ως πλανόδιος πωλητής αλλά τελικά πέθανε από τη στεναχώρια του για το μαγαζί.
- Η γυναίκα εκείνου του παππού έζησε αρκετά χρόνια ακόμη και στο μεταξύ πέθαναν τα τέσσερα αγόρια της. Η γιαγιά αυτή ήταν, όπως λέει ο συγγραφέας, πολύ όμορφη και ο άντρας της είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο για χάρη της.
- Από τους τέσσερις γιους της πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος λίγο μετά το 1936 από φυματίωση. Ο Ιωάννου μας διηγείται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπημένος με αυτόν το θείο του και ότι είχαν πάει να παρακολουθήσουν από κοντά την επιστροφή του βασιλιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β είχε εξοριστεί μετά την καταστροφή της Σμύρνης γιατί λίγο πριν τις εκλογές του 1923 στρατιωτικοί που ανήκαν στον κύκλο του είχαν επιχειρήσει δια της βίας να καταλάβουν την εξουσία. Το 1936 πάντως μετά από ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα αποφασίστηκε να επιστρέψει ο βασιλιάς στην Ελλάδα. Με το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ο Γεώργιος Β θα φύγει ξανά από την Ελλάδα και θα επιστρέψει το 1946 ύστερα από ένα ακόμη δημοψήφισμα.
- Ο άλλος θείος του συγγραφέα πέθανε, επίσης, κάποια στιγμή μετά το 1936 εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι. Αυτός ο θείος ήταν κομμουνιστής και οι γονείς του Ιωάννου δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις μαζί του γι’ αυτό και ο συγγραφέας τον έβλεπε σπάνια. Τον είδε για τελευταία φορά όταν τον είχαν συλλάβει και τον πέρασαν οι αστυνομικοί με τις χειροπέδες μπροστά από το σπίτι της οικογένειάς του. Ο θείος αυτός μοίραζε κομμουνιστικά φυλλάδια στους εργάτες και όταν οι καπνεργάτες το Μάη του 1936 ξεσηκώθηκαν συμμετείχε στις διαδηλώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από τον Αύγουστο του 1936 στην Ελλάδα ξεκινά η δικτατορία του Μεταξά και οι κομμουνιστές βρίσκονται πλέον υπό διωγμό.
- Ο τρίτος γιος που πέθανε ήταν από πολλά χρόνια μετανάστης στον Παναμά όπου εκεί γίνονταν τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας. Ο θείος αυτός του Ιωάννου πέθανε έγκλειστος σε τρελάδικο αλλά ο συγγραφέας δε γνωρίζει λεπτομέρειες για την ασθένεια του θείου του.
- Ο τέταρτος γιος που πέθανε ήταν ο πατέρας του συγγραφέα. Ο Ιωάννου μη θέλοντας να εκφράσει τη συγκίνησή του αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του με συντομία. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί όταν καθιερώθηκε το δημοκρατικό σύνταγμα στην Τουρκία από τους Νεότουρκους, στις 29 Οκτωβρίου 1908 και πέθανε (όπως γνωρίζουμε από τους βιογράφους του συγγραφέα) στις 26 Μαΐου 1962.
- Ο συγγραφέας έχοντας εξετάσει την ιστορία της οικογένειάς του συνειδητοποιεί ότι όλοι οι άντρες πέθαναν ανάμεσα στα 50 με 60 τους χρόνια από κάποια ασθένεια, γεγονός που τον κάνει να φοβάται ότι και ο ίδιος θα έχει την ίδια τύχη. (Πραγματικά ο συγγραφέας πεθαίνει στα 58 του χρόνια). Ένας γιατρός που ρώτησε ο Ιωάννου του είπε ότι τα αγόρια ζουν όσο και ο πατέρας τους και αυτό του προκάλεσε θυμό και απογοήτευση αλλά κλείνοντας το διήγημα επιχειρεί να διασκεδάσει το φόβο του λέγοντας ότι γίνονται καμιά φορά και θαύματα.

Δείτε επίσης:

Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά (Modern Greek A Level)


Γιώργος Ιωάννου "Το Βουγγάρι" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου

Το Βουγγάρι

Περίληψη του κειμένου: Η κεντρική ηρωίδα του κειμένου θα γνωρίσει έναν άντρα με τον οποίο θα συνάψει ερωτική σχέση, προτού όμως κατορθώσει να τον παντρευτεί εκείνος θα καταταγεί στο στρατό καθώς θα έχει ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος. Η κοπέλα που στο μεταξύ έχει μείνει έγκυος θα καταφύγει στην Αθήνα, ώστε να μείνει κρυφή η εγκυμοσύνη της. Εκείνη την εποχή το να μείνει μια γυναίκα έγκυος, χωρίς να έχει παντρευτεί, αποτελούσε μεγάλη ντροπή όχι μόνο για την κοπέλα αλλά και για ολόκληρη την οικογένειά της. Όταν μετά από κάποιο διάστημα η κοπέλα εντοπίσει τα ίχνη του πατέρα του παιδιού της στη Φλώρινα, θα σπεύσει να τον βρει για να μπορέσει να τον παντρευτεί. Παρόλο που θα γίνει ο γάμος, ο άντρας θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς και η κοπέλα θα αναγκαστεί να μεγαλώσει μόνη της και με πολλούς αγώνες το παιδί της. 

- Το κείμενο αυτό ασχολείται με τις περιπέτειες μιας γυναίκας που έχασε τον άντρα της στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Με αφορμή την ιστορία αυτής της κοπέλας ο Ιωάννου βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για μερικά ακόμη ζευγάρια και να μας δώσει έτσι μια εικόνα για την κατάσταση που επικράτησε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ελλάδα αλλά και στα χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε.
- Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας κι επομένως αφηγείται με εσωτερική εστίαση.
- Η αφήγηση δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική σειρά, αλλά καταφεύγει σε διαρκείς αναχρονίες, ξεκινά από ένα χρονικό σημείο που αποτελεί το παρόν του αφηγητή, κατόπιν γυρίζει στο παρελθόν για να μας διηγηθεί όσα είχαν προηγηθεί και ύστερα επιστρέφει στο παρόν για να μας αναφέρει όσα ακολούθησαν.
- Με τις αναχρονίες στη διήγηση ο συγγραφέας κατορθώνει να ενισχύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη που αυξάνει την προσοχή του για να μπορέσει να παρακολουθήσει τις εναλλαγές στο χρόνο της αφήγησης.
- Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας δημιουργεί με την αφήγησή του σχήμα κύκλου, καθώς ξεκινά με την αναφορά στον άντρα της κοπέλας, τον μηχανικό, που τον κρέμασαν μαζί με άλλους δέκα και κλείνει την αφήγησή του με την αναφορά στο γάμο της κόρης του, όπου οι πολυέλαιοι στην εκκλησία του θυμίζουν τον κρεμασμένο πατέρα της μαζί με τους άλλους δέκα. Με το σχήμα κύκλου ο αφηγητής δημιουργεί στον αναγνώστη μια αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας ενώ παράλληλα υπενθυμίζει το σημείο από το οποίο όλα ξεκίνησαν.
- Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 1941 από τα σύνορα της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία και ολοκληρώθηκε στις 23 Απριλίου με την παράδοση του ελληνικού στρατού στον γερμανικό. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η γερμανική κατοχή η οποία τελείωσε τον Οκτώβρη του 1944.
- Η οικογένεια του Ιωάννου αισθάνεται υπεύθυνη κατά κάποιο τρόπο για την κατάσταση της κοπέλας που έμεινε χήρα, μιας κι εκείνοι είχαν κάνει το προξενιό το καλοκαίρι του 1940, που, όπως συνήθιζαν, έκαναν τις διακοπές τους στη Φλώρινα. Στις 28 Οκτώβρη 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και ξεκίνησε γενική επιστράτευση στη χώρα. Η επιστράτευση στάθηκε η αφορμή για να φύγει ο μηχανικός προτού γίνει ο γάμος του με την κοπέλα.
- Ο μηχανικός ήταν παντρεμένος παλιότερα με μια γυναίκα που κατέληξε στην πορνεία και με την οποία είχε αποκτήσει ένα αγοράκι.
- Λίγες μέρες μετά τη γνωριμία του ζευγαριού οι γονείς του Ιωάννου οργάνωσαν μια εκδρομή σ’ ένα μακρινό χωριό για να βρεθούν στο πανηγύρι που γινόταν προς τιμή των Αγίων Πάντων. Η γιορτή των Αγίων Πάντων είναι κινητή και γιορτάζεται μετά το τέλος της πεντηκοστής, πενήντα ημέρες δηλαδή μετά το Πάσχα. Ο Ιωάννου επομένως αναφέρεται σε μια εκδρομή που έγινε στις 23 Ιουνίου 1940.
- Το δεύτερο ζευγάρι για το οποίο μας μιλά ο συγγραφέας είναι ένας κουρέας και η κοπέλα που αγαπούσε. Η κοπέλα αυτή πάντως θα παντρευτεί τελικά έναν Αμερικάνο που είχε έρθει να γνωρίσει μια γυναίκα που του προξένευαν.
- Ο μηχανικός παρά το γεγονός ότι είχε κανονιστεί το προξενιό του με τη φίλη της οικογένειας του Ιωάννου, συνέχιζε να πηγαίνει στις Λουκανίκες μιας και είχε δεσμό με τη μία από τις τρεις.
- Η αναφορά στις Λουκανίκες δίνει την ευκαιρία στον Ιωάννου να μας αναφέρει και τη δική τους ιστορία. Από τις τρεις η μία είχε παντρευτεί, χάρη στην επέμβαση του μηχανικού, μ’ έναν βαθμοφόρο του στρατού ο οποίος την είχε αφήσει έγκυο. Για τις άλλες δύο δε μαθαίνουμε αν είχαν κάποια σταθερή σχέση παρά μόνο ότι η μία βρισκόταν περιστασιακά με το μηχανικό και ότι γενικώς και οι δύο ήταν πάντοτε πρόθυμες να φλερτάρουν με τους φαντάρους.
- Ο γάμος της κοπέλας με το μηχανικό είχε οριστεί για το Νοέμβρη του 1940 αλλά δεν έγινε καθώς ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η κοπέλα πάντως ήταν ήδη έγκυος από τον Ιούνιο.
- Η οικογένεια του Ιωάννου καταφεύγει στην Αθήνα για να γλιτώσει από τις έντονες επιθέσεις των Ιταλών. Εγκαταστάθηκαν σε μια γιαγιά στη συνοικία των Αέρηδων στην Πλάκα. Η συνοικία αυτή είναι η περιοχή που βρίσκεται γύρω από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου.
- Το μνημείο αυτό του οποίου το επίσημο όνομα είναι Ωρολόγιο του Κυρρήστου, θεωρείται πως το ανήγειρε τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Ανδρόνικος ο Κύρρηστος ή Κυρρήστης, εξ ου και το όνομα. Πρόκειται για οκταγωνικό μαρμάρινο κτίριο, χωρίς κίονες, όπου στις ισάριθμες μετώπες του φέρονται ανάγλυφοι οι οκτώ κύριοι άνεμοι, εξ ου και αέρηδες. Φέρει δύο θύρες, μία προς το Βορρά και μία προς τη Δύση.
Στην περιοχή αυτή συνάντησε ο Ιωάννου την κοπέλα του μηχανικού το Πάσχα του 1941, τον Απρίλη του 1941 δηλαδή, όταν είχε ξεκινήσει και η γερμανική επίθεση.
- Με την παράδοση του ελληνικού στρατού, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν οι στρατιώτες από τα δύο βασικά μέτωπα του πολέμου, δηλαδή από την Ήπειρο και από τη Μακεδονία.
- Η κοπέλα αρχικά ακολουθεί τις άλλες γυναίκες που πηγαίνουν στου Ρέντη για να υποδεχτούν τους φαντάρους που έρχονται με το τρένο αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποιεί ότι μάταια ελπίζει και σταματά να πηγαίνει.
- Ο δήμος του Αγίου Ιωάννη Ρέντη αποσπάστηκε από την πόλη του Πειραιά ως κοινότητα το 1925. Είκοσι χρόνια μετά, το 1946, ανακηρύχθηκε σε ομώνυμο Δήμο. Το όνομά του οφείλεται στην ομώνυμη εκκλησία στην κεντρική πλατεία της πόλης που ανήκε κτητορικά στην οικογένεια των Ρέντη. Η οικογένεια αυτή φέρεται από τον 14ο αιώνα όταν ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ρέντη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και βοήθησε τους Καταλανούς κατά του Νέριου Ατζαγιόλι. Για τη βοήθειά του εκείνη έλαβε ως ανταμοιβή μεγάλη έκταση κτημάτων στη σημερινή περιοχή που πήρε το όνομα Ρέντης.
- Ο μηχανικός, παρά τους φόβους της κοπέλας, είναι ζωντανός και βρίσκεται στη Φλώρινα, όπου και πηγαίνει αμέσως η κοπέλα με την κορούλα της, για να μπορέσει έστω και καθυστερημένα να τον παντρευτεί και να μπορέσει έτσι να αποκαλύψει στους δικούς της το γεγονός ότι έχει αποκτήσει παιδί.
Μετά τον απαγχονισμό του μηχανικού η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να ζήσει στην Αθήνα κι επέστρεψε στη Φλώρινα όπου αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά και να υπομείνει πολλές ταπεινώσεις για να κατορθώσει να μεγαλώσει το παιδί της.

Γιώργος Ιωάννου "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Τα τείχη της Θεσσαλονίκης 

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ

Περίληψη κειμένου: Το διήγημα ασχολείται με την πορεία δύο οικογενειών που προέκυψαν από το γάμο προσφύγων από τη Θράκη. Δύο νεαρές προσφυγοπούλες αναγκάζονται από την οικογένειά τους να παντρευτούν εσπευσμένα (με έναν μαραγκό κι έναν χτίστη, αντίστοιχα) ώστε να μπορέσουν να πάρουν κάποιο από τα οικόπεδα που μοίραζε το κράτος στους πρόσφυγες. Στο γλέντι του γάμου θα σημειωθούν πολλά ευτράπελα, τα οποία θα προξενήσουν ιδιαίτερη ενόχληση στην κουμπάρα, η οποία ανήκε στις αρχοντικές οικογένειες της Θράκης.
Λίγες μέρες μετά το γάμο τα δύο αντρόγυνα θα παρουσιαστούν στην επιτροπή για να διαλέξουν το οικόπεδο που τους αναλογούσε. Από τις διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης εκείνοι θα προτιμήσουν την περιοχή του Εσκί Ντελίκ, ψηλά στα κάστρα της πόλης, όπου και θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Λίγα χρόνια μετά το γάμο οι δύο οικογένειες θα αρχίσουν να μετρούν τις απώλειές τους. Η σύζυγος του μαραγκού, η οποία ήταν αλαφροΐσκιωτη, όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, θα πεθάνει πρώτη, από εχινόκοκκο. Μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει από πνευμονία και ο χτίστης, με αποτέλεσμα να απομείνουν ένας από κάθε ζευγάρι και από κοινού να έχουν την ευθύνη των αγοριών του ξυλουργού και της κόρης του χτίστη. Οι θάνατοι αυτοί θα επηρεάσουν ιδιαίτερα το χτίστη, ο οποίος θα αρχίσει να πίνει για να ξεχάσει τόσο το χαμό της γυναίκας του όσο και το χαμό του φίλου του.
Ο συγγραφέας αναφέρει, επίσης, πως την περίοδο των σεισμών της Ιερισσού εκείνος μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο σπίτι των προσφύγων αυτών, μιας και ήταν πιο ασφαλές και σταθερό από το δικό τους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας συγγένειας του Ιωάννου με τις δύο οικογένειες των προσφύγων.

Στα χρόνια της Κατοχής τα παιδιά των προσφύγων θα βγαίνουν στους δρόμους και θα πωλούν διάφορα μικροαντικείμενα, συντηρώντας έτσι τις οικογένειές τους, ενώ στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, θα συμμετάσχουν στις πολεμικές αναμετρήσεις, έχοντας πεισθεί ότι θα έχουν κάποιο όφελος. Το τέλος, όμως, του εμφυλίου θα βρει τα αγόρια του ξυλουργού θα βρεθούν άνεργα και θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία.
Με τα αρσενικά της οικογένειας να έχουν φύγει όλα στη Γερμανία, απομένουν μόνο ο ξυλουργός με τη γυναίκα και την κόρη του χτίστη. Ενώ, σύντομα, θα έρθει από τη Γερμανία κι ένας νεαρός, φίλος των αγοριών, ο οποίος θα διεκδικήσει την κόρη του χτίστη και παρά τη μεγάλη της ηλικία θα την παντρευτεί και θα αρχίσει να αποκτά μαζί της παιδιά, δίνοντας και πάλι ζωή στο σπίτι που είχε αρχίσει να ερημώνει. 


Στοιχεία τεχνικής

1. Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση

Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική. (Αντίθετη της μονοεστιακής είναι η πολυμερής αφήγηση, όπου τα γεγονότα μας δίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο τα ζουν διάφορα πρόσωπα, από ένα «παντογνώστη» αφηγητή).

2. Διάσπαση του αφηγηματικού θέματος

Το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές συνάφειες. Ο, τι συνδέει τις θεματικές ψηφίδες δεν είναι η χωρική ή χρονική αλληλουχία, αλλά η αλληλεγγύη τους προς την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής την ώρα που αφηγείται. Με άλλα λόγια, στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, που κυριαρχεί στην πεζογραφία του Ιωάννου, δεν έχουμε την κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος, με δέση, κορύφωση και λύση αλλά τα γεγονότα εκτίθενται με τη σειρά που παίρνουν συνειρμικά στη συνείδηση του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα.

3. Σύνθεση του χρόνου

Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν αποτελεί την αφετηρία μιας αφήγησης που προχωρεί γραμμικά προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής, παρακολουθώντας τη συνειρμική ροή της σκέψης και την ψυχική κατάσταση του αφηγητή.

Η αφήγηση στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»: Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του τριτοπρόσωπα χωρίς να υποδηλώνεται η δική του παρουσία σε όσα διαδραματίζονται. Μέχρι τη μέση σχεδόν του διηγήματος ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται άμεσα με τον αφηγητή, όπως γίνεται συνήθως στα κείμενα του Ιωάννου, κι αυτό γιατί τα γεγονότα που μας παρουσιάζει έγιναν προτού ο ίδιος γεννηθεί ή όταν ήταν πολύ μικρός για να μπορεί να έχει αναμνήσεις από αυτά. Επομένως, αρκετά από τα γεγονότα που μας αναφέρει, ειδικά όσα σχετίζονται με το γάμο των δύο ζευγαριών, θα πρέπει να είναι πληροφορίες που αποκόμισε από διηγήσεις των δικών του ανθρώπων. Η πρώτη αυτοπρόσωπη παρουσία του συγγραφέα στα γεγονότα γίνεται στην κηδεία του χτίστη. Διαβάζουμε έτσι στην 6η σελίδα: «Πήγαμε και στη νέα κηδεία». Δεν έχουμε κάποια χρονολογική αναφορά για το πότε έγινε η κηδεία του χτίστη ώστε να γνωρίζουμε την ηλικία που είχε ο συγγραφέας σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή. Η μόνη έμμεση χρονολογική αναφορά που έχουμε είναι αμέσως μετά όταν αναφέρεται στους σεισμούς της Ιερισσού, που ανάγκασαν την οικογένεια του συγγραφέα να μεταφερθεί στο σπίτι των δύο οικογενειών. Οι σεισμοί αυτή έγιναν το 1932 οπότε ο Ιωάννου που γεννήθηκε το 1927 θα ήταν τότε 5 χρονών. Προφανώς οι στιγμές που πέρασε ο συγγραφέας μαζί με τα παιδιά των δύο οικογενειών του ήταν πολύ δυσάρεστες γι’ αυτό και παρά την μικρή του ηλικία έχει ακόμη αναμνήσεις από τη σύντομη παραμονή του εκεί.
Ο συγγραφέας παρουσιάζεται ξανά όταν αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής (1941-1944). «Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα.» Δεν κάνει εμφανή την παρουσία του στα χρόνια του Εμφυλίου (1946-1949) και παρουσιάζεται ξανά όταν γίνεται η μετανάστευση του δεύτερου γιου του μαραγκού, κάποια στιγμή από το 1950 και μετά. «Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδήσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγαν αστεία...» Από την αναφορά του αφηγητή ότι ήταν όλο το σόι εκεί έχουμε μια ακόμη επιβεβαίωση ότι τα πρόσωπα για τα οποία μιλά ο συγγραφέας είναι συγγενείς του, έστω κι αν δε γνωρίζουμε το βαθμό της συγγένειας. Ξέρουμε ήδη ότι η οικογένειά του πήγε στις κηδείες που έκαναν οι δύο οικογένειες αλλά και το γεγονός ότι κατέλυσαν στο δικό τους σπίτι όταν γίνονταν οι σεισμοί.
Από το σημείο αυτό έχουμε μερικές ακόμη εμφανίσεις του συγγραφέα, μέχρι που στην τελευταία παράγραφο το κείμενο περνά ολοκληρωτικά στο πρώτο πρόσωπο και η κατάληξη του διηγήματος αφορά αποκλειστικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ίδιου του συγγραφέα. «Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο από την πρωτεύουσα....»

Οι «ανώνυμοι» ήρωες του διηγήματος: Σε όλο το διήγημα ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα των πρωταγωνιστών και μας μιλά γι’ αυτούς χαρακτηρίζοντάς τους με βάση το επάγγελμά τους ή το χαρακτήρα τους. Ο χτίστης, ο μαραγκός, η αλαφροΐσκιωτη. Μας διηγείται τη ζωή τους, μας μιλά για τη ζωή των παιδιών τους αλλά ποτέ δεν μας λέει τα ονόματά τους, ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν όλα αυτά που καταγράφει. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας δεν μας δίνει αυτές τις πληροφορίες είναι γιατί δεν έχει την πρόθεση να διηγηθεί την ιστορία των συγκεκριμένων προσώπων. Θέλει να μας μιλήσει γενικά για το πώς ήταν η ζωή των ανθρώπων τις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν τα χρόνια της προσφυγιάς και γι’ αυτό δεν ονοματίζει τους ήρωές του. Οι βιαστικοί γάμοι, ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών μετά την προσφυγιά, οι αρρώστιες, οι θάνατοι, οι οικονομικές δυσκολίες αλλά και η μάστιγα της μετανάστευσης δεν αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή πολλών ανθρώπων. Αφήνοντας, επομένως, ανώνυμους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, μας επιτρέπει ο συγγραφέας να εκλάβουμε τη ζωή των προσώπων αυτών σαν ένα παράδειγμα, με γενικότερη εφαρμογή, για το πώς ήταν η ζωή στα ταραγμένα εκείνα χρόνια.

Οι θεματικές του διηγήματος: Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου καταπιάνεται με μερικές προσφιλείς θεματικές του που τις συναντάμε σε πολλά από τα κείμενά του. Αναλυτικότερα έχουμε:
1. Το θέμα των γάμων που γίνονται μεταξύ των προσφύγων βιαστικά και χωρίς να προϋπάρχει έρωτας ή αγάπη ανάμεσα στα ζευγάρια, για να μπορέσουν ως οικογένειες πλέον να διεκδικήσουν τούρκικα κτήματα από την επιτροπή εποικισμού.
2. Ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών της Ανατολικής Θράκης που προκλήθηκε από την προσφυγιά. Άνθρωποι που είχαν μεγάλες περιουσίες στην πατρίδα τους, ερχόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται ξαφνικά χωρίς χρήματα και χωρίς τις πηγές των εσόδων τους. Η ξαφνική αυτή αλλαγή τους προκαλεί μεγάλη στενοχώρια και τους αναγκάζει να συναναστραφούν με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
3. Οι αρρώστιες και οι συχνοί θάνατοι. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τις δύσκολες συνθήκες ζωής των ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ακόμη και απλές ασθένειες και πέθαιναν συχνά πολύ νέοι.
4. Εμφύλιος. Ο συγγραφέας μη θέλοντας να πάρει θέση για τα γεγονότα του εμφυλίου προσπερνά τα χρόνια αυτά γράφοντας απλώς «έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους....». Αν και η περίοδος του εμφυλίου πολέμου είναι παρούσα στη ζωή των ηρώων του διηγήματος, ο συγγραφέας αρνείται να ταχθεί με το μέρος των με ή των δε και με μια μικρή αναφορά προσπερνά αυτό το επίπονο κομμάτι της ιστορίας.
5. Μετανάστευση. Η περίοδος που ξεκίνησε για την Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου απασχολεί ιδιαίτερα το συγγραφέα και του προκαλεί μεγάλη αγανάκτηση. Πάρα πολλοί νέοι κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έφυγαν από τη φτωχή Ελλάδα για να μπορέσουν να επιβιώσουν και πήγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γερμανία αλλά και ακόμη μακρύτερα (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Το ξεγύμνωμα της Ελλάδας από τη νεολαία της είναι μια πληγή που ενοχλεί πολύ το συγγραφέα γι’ αυτό και κλείνοντας το διήγημα αυτό, λέει πώς θα ήθελε να δει τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση να πληρώσουν. Σκέφτεται ότι η πλέον ταιριαστή τιμωρία θα ήταν ο θάνατος και κοιτώντας έναν πλάτανο σχολιάζει σαρκαστικά «Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες...» Στα κλαδιά του πλατάνου δηλαδή θα μπορούσαν να κρεμάσουν πολλούς από τους υπεύθυνους αυτής της εθνικής συμφοράς.

Προσφυγιά – Μετανάστευση

Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης τερματίζει τον πόλεμο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής είναι να βρεθούν χιλιάδες ελληνόφωνοι της Ανατολικής Θράκης πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι γονείς του συγγραφέα, ο οποίος έκτοτε μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που συχνά – πυκνά θυμάται την ιδανική ζωή της προγονικής πατρίδας και διαμαρτύρεται για τη ζωή στην Ελλάδα. Στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ο συγγραφέας ξεκινά με τις επιπτώσεις της προσφυγιάς και καταλήγει στις επιπτώσεις της μετανάστευσης.
Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι φεύγουν από την πατρίδα τους για να ζήσουν σε μια άλλη χώρα αλλά ενώ στην πρώτη περίπτωση κυριαρχεί το στοιχείο του εξαναγκασμού στη δεύτερη κυριαρχεί το στοιχείο της επιλογής. Τα άτομα που μεταναστεύουν κατά κάποιο τρόπο το επιλέγουν καθώς προτιμούν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε μια άλλη χώρα από το να μείνουν και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην πατρίδα τους. Για τον Ιωάννου όμως ακόμη και η μετανάστευση γίνεται εξαναγκαστικά γι’ αυτό και θεωρεί ότι υπάρχουν υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση που πρέπει να πληρώσουν.

Η στάση του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα: Ο Ιωάννου στα διηγήματά του δεν επιχειρεί να δημιουργήσει συγκίνηση στον αναγνώστη δραματοποιώντας τις καταστάσεις και χρησιμοποιώντας συγκινησιακή γλώσσα. Καταγράφει όσα έχουν συμβεί με τρόπο λιτό και ρεαλιστικό, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν στον αναγνώστη. Αρρώστιες, θάνατοι και βίαιοι αποχωρισμοί δίνονται με λίγες λέξεις, συνοπτικά και χωρίς περιττές συναισθηματολογίες. Ο συγγραφέας παραμένει αποστασιοποιημένος και παρατηρεί σαν θεατής τα διαδραματιζόμενα.
Στο συγκεκριμένο διήγημα διακρίνουμε κάποτε τη συγκίνηση του συγγραφέα μέσα από τα σχόλια που κάνει καθώς διηγείται. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε την ιδιαίτερη συγκίνηση του συγγραφέα την ημέρα της αναχώρησης για τη Γερμανία του γιου του μαραγκού, καθώς γράφει: «Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναξε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πώς άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.»
Και πάλι, στο τέλος του διηγήματος, εκεί που ο συγγραφέας κοιτά τον πλάτανο και σκέφτεται ότι θα μπορούσαν στα κλαδιά του να κρεμάσουν τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση, είναι εμφανής η αγανάκτηση που αισθάνεται για τη φυγή τόσων νέων ανθρώπων.

Η ειρωνεία του συγγραφέα: Ο συγγραφέας αν και καταγράφει τα γεγονότα αυτά γιατί τον απασχόλησαν πολύ και κατά κάποιο τρόπο διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή του, διατηρεί την ανεξαρτησία του απέναντι στα πρόσωπα της ιστορίας. Καταφέρνει, δηλαδή, να παραμείνει συναισθηματικά ανεξάρτητος ώστε να μπορεί να ειρωνεύεται ανά διαστήματα συμπεριφορές που του φαίνονταν υπερβολικές, καθώς και κάποια πρόσωπα που δεν τα ενέκρινε.
Η ειρωνεία του συγγραφέα χρωματίζει την αφήγηση των γεγονότων του γάμου, καθώς θεωρεί υπερβολική τη στάση της νεαρής κουμπάρας, «αλαζονική και ολοφάνερα μουτρωμένη» αλλά και το μεγάλο μεθύσι των γαμπρών. «... οι παρεξηγήσεις, και ιδίως το επεισόδιο με την κουμπάρα, είχαν προκαλέσει στους νιόγαμπρους τραύματα ψυχικά, που σήκωναν πολύ κρασί».
Ειρωνική είναι και η στάση του συγγραφέα απέναντι στη γεροντοκόρη που απορούσε με τη γρήγορη γονιμοποίηση των γυναικών: «Μα, με το πρώτο πια, με το πρώτο.... Αυτηνής ο νους όλο στο κεχρί έτρεχε».
Έντονος είναι ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα όταν αναφέρεται στην παραμονή του με τις οικογένειες των ηρώων του διηγήματος: «Ήμουν σαν ένα κλωσσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κολοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας.»
Ο συγγραφέας διατηρεί μιαν αρνητική στάση απέναντι στις γυναίκες, η οποία είναι ιδιαίτερα έκδηλη όταν σχολιάζει τις ξένες νύφες που έφερναν τα παιδιά από τη Γερμανία: «κάθε τόσο όμως κουβαλούν κι από καμιά ξελιγωμένη ξένη, κολλημένη σα βέλα πάνω τους». Και λίγο μετά σχολιάζει: «Τους άλλους τους κατάπιαν οι ακόρεστες ξένες.»
Όλα τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και αυτό στενοχωρεί το συγγραφέα: «Τα παιδιά του χασικλή και της χαζούλας θα συνεχίσουν την οικογένεια.»

Τα πρόσωπα του κειμένου: Το ένα ζευγάρι ήταν ο μαραγκός με την κοπέλα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «αλαφροΐσκιωτη» και οι οποία πέθανε πρώτη απ’ όλους από εχινόκοκκο. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε τρία αγόρια, από το οποία το δεύτερο έφυγε πρώτο για τη Γερμανία και μετά κατάφερε να πάρει και τ’ αδέρφια του κοντά του.
Το δεύτερο ζευγάρι ήταν ο χτίστης με τη γυναίκα του. Από το ζευγάρι αυτό πέθανε ο άντρας, ο χτίστης δηλαδή. Στο κείμενο δεν αναφέρεται ακριβώς πόσα παιδιά απέκτησε αυτό το ζευγάρι αλλά ξέρουμε ότι στο τέλος επέζησαν η κόρη, που ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους, καθώς και δύο αγόρια. Ένα ή δύο αγόρια πέθαναν από εχινόκοκκο.
Τελευταίο ζευγάρι, είναι η μεγαλύτερη κόρη του χτίστη που παντρεύτηκε έναν φίλο του μεγάλου της αδερφού.

Οι χρονολογίες της ιστορίας: Η ιστορία ξεκινά λίγο μετά την προσφυγιά που δημιούργησε η ανταλλαγή πληθυσμών, δηλαδή λίγο μετά το 1923.
Οι σεισμοί της Ιερισσού έγιναν το 1932.
Η Κατοχή το 1941 – 1944.
Ο Εμφύλιος κορυφώθηκε το 1946 μέχρι το 1949.
Η μετανάστευση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960.

Ο Γιώργος Ιωάννου μπαίνει στο χώρο της πεζογραφίας και καταξιώνεται με ένα του δημιούργημα, το Πεζογράφημα. Πρόκειται για πρόζες που εμπεριέχουν ανάμεικτα τα χαρακτηριστικά του χρονικού, του δοκιμίου και του διηγήματος και που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα. Είναι, όπως λέει, κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο ή το ευρύτερο και μάλλον άγνωστο από αλλού είδος, που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος. Κατορθώνει μ' αυτό το είδος να πει αυτά που θέλει να πει και συγχρόνως να κάνει τέχνη. Αναμειγνύοντας τα στοιχεία του δοκιμιακού λόγου με τις φαντασιώσεις του, που πηγάζουν από την ποιητική του φλέβα, σε μια λογοτεχνική απόδοση, δημιουργεί συνειδητά ένα κείμενο που δεν είναι μόνο διήγημα ή δοκίμιο, χρονικό ή ιστορία, αλλά μέσα του συνυφαίνονται στοιχεία από τα είδη που προαναφέραμε. Πολλά από τα έργα του δεν είναι παρά μια αλυσίδα συνειρμών, ενώ υπάρχουν στοιχεία δοκιμιακής γραφής, όπως η ταξινόμηση και τα σχόλια στο τέλος κάθε κομματιού.
Ακόμα και τα κείμενα της Μόνης Κληρονομιάς, που ο ίδιος χαρακτηρίζει διηγήματα, δεν έχουν τα βασικά στοιχεία του είδους, πχ. κεντρικό ήρωα, πλοκή, μύθο, ενότητα τόπου και χρόνου (βλ. τα Περιμένοντας το λογαριασμό, Ο παλιός αέρας) και ελάχιστα, όπως Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, πλησιάζουν περισσότερο τις παραδοσιακές φόρμες .
Σε ό,τι αφορά το θάνατο, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα που βασανίζουν κάθε άνθρωπο, όπως το ερώτημα τι μπορεί να μας στηρίξει, ώστε να ζούμε ξεχνώντας την ύπαρξη του τέλους. Συχνά επισημαίνει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά ανακαλύπτει τον τρόπο να δώσει νόημα στη ζωή του, ανακαλύπτει τη λογοτεχνία. Δίνει σ' αυτήν τον εαυτό του και βρίσκει σ' αυτήν το στήριγμα και την ελπίδα που θα καταξιώσουν την ύπαρξή του και θα απογυμνώσουν το θάνατο αφήνοντάς του μόνο το βιολογικό του ένδυμα. Η αρχική του ανησυχία και ο φόβος για το θάνατο θα μεταβληθούν σε αγωνία για την επιτυχία του έργου του. Γνωρίζοντας ότι δεν είναι αθάνατος, θα επιδιώξει την αθανασία μέσα από αυτό.
Η Θεσσαλονίκη περισσότερο, η Αθήνα λιγότερο, οι άνθρωποι της πόλης, οι πρόσφυγες, οι αναφορές στα παιδικά του χρόνια και την Κατοχή είναι τα κυριότερα θέματα που θα συναντήσουμε στο έργο του. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του το αφιερώνει, όπως είναι γνωστό, στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τον γοητεύει και τον συγκινεί. Η Μόνη Κληρονομιά έχει εξολοκλήρου γραφτεί με σκηνικό τη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει βιωματική την πεζογραφία του. "Νομίζω ότι το κλειδί της δουλειάς μου, είναι η βιωματικότητα", λέει σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία. "Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα …αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις κατά κάποιο τρόπο ζήσει". Και αλλού, στο περιοδικό Η λέξη, αντιδιαστέλλει τους όρους βιωματικό - αυτοβιογραφικό: "Τα κείμενά μου στηρίζονται στα βιώματά μου …αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικά, δεν έχουν πρώτα-πρώτα το βασικό χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφίας το αδιάσπαστο". Οπωσδήποτε θεωρεί το βίωμα ως ένα σημαντικό στοιχείο της καλής λογοτεχνίας και χρησιμοποιώντας το πρώτο γραμματικό πρόσωπο δίνει στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι αυτοβιογραφείται.
Αξιοπρόσεκτος στα κείμενά του είναι και ο συνειρμός. Ένα όνομα, ένα περιστατικό, μια εικόνα, τα τοπωνύμια, οι χώροι, οι πλατείες μπορεί να γίνουν αφορμή για μια επιστροφή στο παρελθόν με μια σειρά από συνειρμούς.
Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.

Γιώργος Ιωάννου "Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ


Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου με αφορμή τους ήχους που ακούει από το διαμέρισμα που διαμένει μόνος του, αρχίζει συνειρμικά να θυμάται ήχους που άκουγε σε παλαιότερες εποχές. Με το παιχνίδι αυτό των συνειρμών ο συγγραφέας θα θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια και τη δύσκολη περίοδο της κατοχής. Τα σκυλιά που αναφέρονται στον τίτλο του διηγήματος είναι αυτά που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ-σου και τα χρησιμοποιούσαν για να καταδιώκουν όσους τολμούσαν να παραβιάζουν την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Το διήγημα στρέφεται έμμεσα στις παρόμοιες τακτικές απαγόρευσης που ακολουθούσε η δικτατορία, μιας και την εποχή που γράφονται τα διηγήματα της συλλογής στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η χούντα των ταγματαρχών. 
  • Σέιχ - σοῦ (το νερό του Σεΐχη), δάσος ανάμεσα στους δήμους Θεσσαλονίκης, Ασβεστοχωρίου και Πανοράματος. Γνωστό επίσης και ως Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης.
  • Κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945) η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική – ιταλική και βουλγαρική κατοχή, από το 1941 μέχρι το 1944. Οι Γερμανοί ήλεγχαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Έβρο, την Κρήτη καθώς και τη Λήμνο, τη Λέσβο και τη Χίο. Οι Βούλγαροι τη Θράκη και ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ οι Ιταλοί όλοι την υπόλοιπη χώρα. Τον Ιούλιο του 1943 ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρας Εμμανουήλ καθαίρεσε τον Μουσολίνι και δύο μήνες μετά η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους συμμάχους της Ελλάδας και απομάκρυνε το στρατό της από τα ελληνικά εδάφη. Τότε η Γερμανία αναγκάστηκε να διαθέσει στρατό για να ελέγξει τα μέρη που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί.
  • Όταν ο συγγραφέας έγγραφε αυτό το διήγημα έμενε ακόμα στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. Στις 21 Απριλίου 1967 οι συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος καθώς και ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός κατέλαβαν δια της βίας την εξουσία της χώρας.
  • Το διήγημα γράφεται προτού τερματιστεί η χούντα στην Ελλάδα. Η χούντα κατέρρευσε στις 24 Ιουλίου 1974, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο που έγινε τέσσερις μέρες πριν στις 20 Ιουλίου 1974
  • Οι αναφορές για τους Γερμανούς είναι μια έμμεση διαμαρτυρία του συγγραφέα για τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι δικτάτορες.
  • Ο Ιωάννου στην αρχή του διηγήματος μιλά για τους θορύβους που ακούει από το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί. Ο ήχος από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά τον ενοχλεί και συνειρμικά αρχίζει να θυμάται ήχους που άκουγε από το πατρικό του σπίτι όταν ήταν μικρός. Ένας από τους χαρακτηριστικούς ήχους ήταν αυτός των πετεινών, ο οποίος τον γυρνά πίσω στα χρόνια της κατοχής.
  • Η Σύβαρη στην αρχαιότητα ήταν ελληνική αποικία στη Νότια Ιταλία. Οι κάτοικοι της πόλης αυτής ήταν γνωστοί για την αγάπη τους στην πολυτέλεια, τη διασκέδαση και τη σπατάλη, γι’ αυτό και τους θεωρούσαν ιδιαίτερα μαλθακούς.
  • Την περίοδο της κατοχής οι Γερμανοί είχαν επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών από την ώρα που νύχτωνε μέχρι το πρωί, για να μπορούν έτσι να τους ελέγχουν καλύτερα. Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι αν οι πολίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα τις νυχτερινές ώρες θα μπορούσαν να συναντιούνται κρυφά για να οργανώσουν την αντίστασή τους και θα μπορούσαν να καταφέρουν αιφνιδιαστικά χτυπήματα σε γερμανικούς στόχους.
  • Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανάγκαζε τους πολίτες να παραμένουν στα σπίτια τους και στην πόλη δεν υπήρχε κίνηση και θόρυβοι. Επικρατούσε ησυχία και όλοι μπορούσαν να ακούσουν από τα σπίτια τους ακόμη και ήχους από μακρινές περιοχές της πόλης. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, φωνές, μετακινήσεις Γερμανών στρατιωτών ήταν από τους ήχους που ξεχώριζαν μέσα στην ησυχία της νύχτας. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι συμβαίνει τις νυχτερινές ώρες στην πόλη τους άκουγαν με προσοχή τους ήχους γύρω τους και είχαν μάθει ξεχωρίζουν τους διαφορετικούς ήχους και να καταλαβαίνουν αν αυτός που πλησιάζει στο σπίτι τους είναι φίλος ή εχθρός.
  • Χαφιές είναι αυτός που συνεργάζεται με τους εχθρούς και προδίδει τις κινήσεις και τα σχέδια αυτών που αγωνίζονταν υπέρ της πατρίδας. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν κοινός εχθρός για όλους τους Έλληνες υπήρχαν και Έλληνες που δε δίστασαν να συνεργαστούν μαζί τους για να μπορέσουν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
  • Νεαρά παιδιά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας και παρά το γεγονός ότι αν τους έπιαναν οι Γερμανοί θα τους εκτελούσαν, έγραφαν κατά τη διάρκεια της νύχτας συνθήματα στους τοίχους συνθήματα υπέρ της ελευθερίας. Με την πράξη τους αυτή ήθελαν να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων της πόλης και να περάσουν το μήνυμα ότι ο αγώνας για την ελευθερία συνεχιζόταν.
  • Ο Ιωάννου μετά τον ήχο από τους πετεινούς που λαλούσαν διαδοχικά σε διάφορες περιοχές της πόλης, θυμάται τον ήχο από τα άγρια σκυλιά που οι Γερμανοί κατακτητές είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ, για να τα εκπαιδεύσουν να καταδιώκουν Έλληνες αντάρτες ή και πολίτες που δεν συμμορφώνονταν στους κανόνες των Γερμανών.
  • Ο ήχος από τους σκύλους ανησυχεί πολύ τον συγγραφέα ο οποίος συνειρμικά θυμάται εποχές που από το παράθυρό του άκουγε ήχους πιο ευχάριστους και αγαπημένους, όπως τα συνθηματικά σφυρίγματα που έκανε για εκείνον ο πατέρας του που ήταν μηχανοδηγός στο σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης.
  • Τα γαυγίσματα από τα σκυλιά δεν ήταν ο μόνος ήχος που συνόδευε τις βραδιές των Θεσσαλονικέων. Ο Ιωάννου θυμάται και τις βραδιές που έβγαιναν στα μπαλκόνια και τραγουδούσαν, για να περάσουν πιο ευχάριστα οι ώρες που αναγκαστικά έμεναν στα σπίτια τους.
  • Ο συγγραφέας στα χρόνια της κατοχής πήγαινε ακόμη στο σχολείο και μάλιστα ανήκε και στην οργάνωση που είχαν φτιάξει οι μαθητές για να παρακολουθούν τις κινήσεις των εχθρών. Για το λόγο αυτό ο Ιωάννου είχε επιλεγεί να πηγαίνει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ για να μάθει περισσότερα πράγματα για τα σκυλιά που τόσο τρόμαζαν τους κατοίκους της πόλης.
  • Ο Απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή μεταξύ 49 και 52 μ.Χ. Στη Θεσσαλονίκη παρέμεινε μόνο για τρεις εβδομάδες, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Απόστολου Ιάσονα, αλλά αναγκάστηκε να φύγει λόγω των διωγμών κατά των Χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη μετάδοση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα.
  • Τα παιδιά εκείνη την εποχή πήγαιναν στο δάσος όχι μόνο για να παρακολουθήσουν τα σκυλιά αλλά και για να δουν τα ζευγάρια που κατέφευγαν εκεί για να κάνουν έρωτα. Λόγω της γερμανικής κατοχής οι νόμοι περί προσβολής της δημοσίας αιδούς είχαν ατονήσει και τα ζευγάρια έβρισκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την ανοχή των αρχών. Ο συγγραφέας τονίζει ότι δεν τον ενδιέφερε να παρακολουθεί τις ερωτοδουλειές ξένων ανθρώπων και ότι τον απασχολούσαν μόνο οι δικές του δραστηριότητες.
  • Τα σκυλιά δεν παρέμειναν καθόλη της διάρκεια της κατοχής στην πόλη, καθώς οι Γερμανοί τα ανέβασαν στα βουνά για να καταδιώξουν τους αντάρτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια από τους ντόπιους καθώς ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί είχαν υποτιμήσει την αγριότητα των Μακεδόνων ανταρτών.
  • Από τη στιγμή που έφυγαν τα σκυλιά, στην πόλη άρχισαν να επικρατούν και πάλι οι ήχοι που ακούγονταν και παλιότερα, ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας αναφέρει και τα παγόνια. Η αναφορά στα παγόνια επαναφέρει το συγγραφέα στο σήμερα και η διήγησή του περνά στην παρούσα κατάσταση, δηλαδή στην περίοδο της δικτατορίας.
  • Τη δεκαετία του 1960 στο δάσος του Σέιχ - σοῦ κυκλοφορούσε ένας άντρας ο οποίος βίαζε και σκότωνε τις γυναίκες. Είχε γίνει γνωστός ως ο δράκος του Σέιχ - σοῦ και είχε προκαλέσει τρόμο στους κατοίκους της πόλης. Λόγω της παρουσίας αυτού του ανθρώπου η αστυνομία έκανε διαρκώς έρευνες στην περιοχή και οδηγούσε για ανάκριση όποιον νέο άντρα έβλεπε να κυκλοφορεί εκεί. Το 1968 οι αρχές συνέλαβαν και εκτέλεσαν έναν Θεσσαλονικιό για την ενοχή του οποίου όμως δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία.
  • Την περίοδο της δικτατορίας ο συγγραφέας επιχειρεί να ανέβει ξανά στο δάσος αλλά του το απαγορεύουν οι αστυνομικοί που εργάζονταν για το καθεστώς της δικτατορίας. Αυτή η απαγόρευση προκαλεί αγανάκτηση στο συγγραφέα και του θυμίζει εκ νέου την περίοδο που εκεί υπήρχαν τα σκυλιά των Γερμανών και συχνά οι κατακτητές εμπόδιζαν τους πολίτες να πάνε στο δάσος λέγοντάς τους Verboten (απαγορεύεται).
  • Τη δεύτερη φορά που επιχείρησε να πάει στο δάσος ήταν μαζί με έναν φίλο του Γερμανό, ο οποίος βρίσκει απαράδεκτη την απαγόρευση των αστυνομικών. Η αντίδραση αυτή του Γερμανού φίλου του προκαλεί αρνητική εντύπωση στον Ιωάννου καθώς μόλις πριν από τριάντα χρόνια οι Γερμανοί ήταν αυτοί που είχαν γεμίσει με απαγορεύσεις τη ζωή των ανθρώπων και είχαν σκοτώσει πολλούς Έλληνες. Παρόλα αυτά δικαιολογεί το φίλο του γιατί ήταν νέος και δεν γνώριζε για τη δράση των ομοεθνών του στα χρόνια της κατοχής. Άλλωστε η πλειοψηφία των Γερμανών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ένιωθε ντροπή για τον πόλεμο και προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα έκανε ο στρατός τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
  • Κλείνοντας το διήγημα ο Ιωάννου αφήνει υπονοούμενα για την παρούσα κατάσταση, για τη δικτατορία δηλαδή. Όταν γράφει αυτό το κείμενο δε γνωρίζει πότε θα λήξει η περίοδος της χούντας και σχολιάζει ότι “όλα είναι μουλωχτά και σκοτεινιασμένα.” Επειδή εκείνη την περίοδο υπήρχε λογοκρισία ο συγγραφέας δεν μπορούσε να εκφράσει ανοιχτά την αγανάκτησή του για το καθεστώς γι’ αυτό και μιλά για τη γερμανική κατοχή. Όπως οι Γερμανοί στην κατοχή είχαν στερήσει την ελευθερία των Ελλήνων, έτσι και οι δικτάτορες με παρόμοιες μεθόδους (απαγόρευση κυκλοφορίας, λογοκρισία και με χαφιέδες) είχαν στερήσει από τους πολίτες την ελευθερία τους. Πολλά από τα σχόλια για τη γερμανική κατοχή απευθύνονται στην πραγματικότητα για των καθεστώς της δικτατορίας και εκφράζουν έτσι έμμεσα την αγανάκτηση του συγγραφέα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...