Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωή Καρέλλη «Τα Εικονίσματα III». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωή Καρέλλη «Τα Εικονίσματα III». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ζωή Καρέλλη «Τα Εικονίσματα III»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ζωή Καρέλλη «Τα Εικονίσματα III»
 
Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων.
 
- Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’ απέραντη
χαρά η προσφορά, ανθρώπινη,
δική σου παρηγοριά και διδαχή σου.
 
Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση
του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά
σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα
και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα
δείχνει αλλού να θεωρεί.
 
Οι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε,
το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο,
κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί
σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί
για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα
με πάσαν την υποταγή.
           Όχι πια φοβισμένη,
μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα
που αντελήφθη και ομολογεί.
 
Ζωή Καρέλλη, Τα ποιήματα, Τόμος δεύτερος, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1973
 
Η ποιήτρια προχωρά σε μια σύγκριση ανάμεσα σε δύο καίριες πτυχές του ελληνικού πολιτισμού, την αρχαιοελληνική τέχνη και τη βυζαντινή εικονογραφία, προκειμένου να τονίσει τον πνευματικό και συνάμα ανθρώπινο χαρακτήρα των ιερών μορφών που έχουν αποτυπωθεί στις βυζαντινές εικόνες. Έτσι, παρά την αναμφισβήτητη αρτιότητα των ελληνικών αγαλμάτων, η ίδια θεωρεί πλησιέστερες στην ανθρώπινη ψυχή τις μορφές των αγίων του χριστιανισμού.
 
«Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων.»
 
Ως μέτρο σύγκρισης μεταξύ των δύο μορφών τέχνης λαμβάνει τα μάτια, τα οποία και προτάσσει στην ποιητική της σύνθεση. Τα μάτια των αγίων στις βυζαντινές εικόνες διαφέρουν σημαντικά από εκείνα των αρχαίων αγαλμάτων, καθώς σε αυτά ενυπάρχει το στοιχείο της έκστασης∙ της βαθιάς πνευματικότητας, η οποία προκύπτει τόσο από την ενατένιση του θείου όσο και από την εκούσια απόσπαση του αγίου από τη σωματική διάσταση της ύπαρξής του. Στα μάτια των αγίων είναι ορατή η ευδαιμονία της αιώνιας ζωής, συνδυασμένη, ωστόσο, με την επίγνωση των δυσκολιών που οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό.
 
«- Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’ απέραντη
χαρά η προσφορά, ανθρώπινη,
δική σου παρηγοριά και διδαχή σου.»
 
Με τη χρήση του επιφωνήματος («Ω δόξα»), όπως και της κτητικής αντωνυμίας («μου»), η ποιήτρια εκφράζει την ευγνωμοσύνη που αισθάνεται για την προσφορά των δύο αξιόλογων ιστορικών περιόδων του ελληνικού χώρου∙ της αρχαιοελληνικής, αλλά και της βυζαντινής. Οι δύο αυτές περίοδοι προσέφεραν δόξα στην Ελλάδα και συνιστούν μια διαρκή πηγή χαράς, καθώς αποτέλεσαν πολιτισμικές και πνευματικές κορυφώσεις, οι οποίες βασίστηκαν, η καθεμία με το δικό της τρόπο, στην έννοια της προσφοράς και της διάδοσης σημαντικών αξιών. Τόσο ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός όσο και ο βυζαντινός είχαν ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό, προσφέροντας «διδάγματα», διαχρονικά πνευματικά επιτεύγματα, που υπηρετούν τους ανθρώπους με τον πλέον επωφελή τρόπο. Έννοιες, όπως η δημοκρατία, η φιλοσοφία, η αλληλεγγύη και η άνευ όρων αγάπη, διατρέχουν τη διττή φύση του ελληνικού πνεύματος είτε αυτό ήταν στραμμένο στους θεούς του Ολύμπου είτε στον ένα Θεό. Κατ’ αυτό τον τρόπο ό,τι κι αν συμβαίνει στο παρόν ή ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον η Ελλάδα θα έχει διαρκή παρηγοριά την επίγνωση πως προσέφερε αξεπέραστα πνευματικά και ηθικά διδάγματα σε όλο τον κόσμο.
 
«Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση
του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά
σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα
και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα
δείχνει αλλού να θεωρεί.»
 
Η ποιήτρια, αν και αναγνωρίζει την ιδιαίτερη αξία των δύο περιόδων του ελληνικού πολιτισμού, επιχειρεί να τεκμηριώσει την αίσθησή της πως η βυζαντινή τέχνη είναι πιο ανθρώπινη, πιο άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματική φύση των ανθρώπων. Τα ελληνικά αγάλματα, τα οποία στέκουν όρθια («όρθωση») για να φαίνεται η τελειότητα κάθε επιμέρους σημείου του σώματός τους («άρθρωση»), παρά την άρτια σμίλευσή τους, μεταδίδουν μια αίσθηση σχεδόν υπεροπτική, σαν να στέκουν ψηλότερα από τον καθημερινό άνθρωπο. Αίσθηση που γίνεται περισσότερο αντιληπτή στο βλέμμα τους, καθώς, αν και η μορφή τους είναι ευγενική και προσηνής, δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει πως φαίνεται να κοιτάζουν μακριά, πέρα από τους ανθρώπους που τα θαυμάζουν και τα παρατηρούν. Λείπει, υπ’ αυτή την έννοια, η προσέγγιση και η επαφή με τον παρατηρητή τους, σαν να δηλώνεται έμμεσα πως εκείνα αποτελούν ένα δύσκολα επιτεύξιμο πρότυπο.
 
«Οι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε,
το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο,
κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί
σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί
για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα
με πάσαν την υποταγή.»
 
Σε αντίθεση με το απλανές βλέμμα των ελληνικών αγαλμάτων, οι άγιοι στις βυζαντινές εικόνες δεν αφήνουν τον παρατηρητή τους μοναχό. Τον παρακολουθούν αδιάκοπα με τα ολάνοιχτα στρογγυλά τους μάτια, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε από όποια μεριά κι αν κοιτάξεις την εικόνα, έχεις την αίσθηση πως το βλέμμα τους είναι στραμμένο σε εσένα. Τα ανοιχτά μάτια των αγίων δημιουργούν την εντύπωση πως κοιτάζουν γύρω τους με έκπληξη, μα εκείνο που τελικά κυριαρχεί είναι η σαφής αίσθηση πως αποσκοπούν στο να οδηγήσουν τον παρατηρητή τους σε μια εσωτερική ενατένιση, σε μια πορεία σχεδόν μυστικιστική, η οποία έχει ως βασικό της προορισμό να γνωρίσει, να κατανοήσει και, εν τέλει, να αποδεχτεί το όραμα που υπαγόρευσε τη δική τους ζωή και δράση. Τα μάτια των αγίων κοιτάζουν επίμονα τον παρατηρητή τους μέχρι εκείνος να «υποταχθεί» στη δική τους οπτική των πραγμάτων, στη δική τους αφοσίωση στις αξίες του χριστιανισμού. Δεν στέκουν, άρα, οι άγιοι με την υπεροψία των ελληνικών αγαλμάτων∙ συμπαραστέκονται στον άνθρωπο που τους κοιτάζει και καθιστούν προφανή τη θέλησή τους να σταθούν συνοδοιπόροι στη διαδικασία της αυτογνωσίας και της κατανόησης πως ο δρόμος της αλληλεγγύης, της αγάπης και της αφοσίωσης σε έναν ανώτερο σκοπό είναι ο σωστός δρόμος.
 
«Όχι πια φοβισμένη,
μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα
που αντελήφθη και ομολογεί.»
 
Η ποιήτρια κοιτάζει το βλέμμα των αγίων, χωρίς να αισθάνεται φόβο, αφού νιώθει την ψυχή της να φωτίζεται, να αντιλαμβάνεται και να συμφωνεί με την επιταγή των αγίων. Το πραγματικό νόημα της ανθρώπινης ψυχής είναι η ανάγκη να προσφέρει στους άλλους, να μη ζει μόνο για τον εαυτό της, δοσμένη σ’ έναν άγονο εγωκεντρισμό, αλλά να θέτει τον εαυτό της στην υπηρεσία των ανθρώπων, οικείων ή μη. Η βασική αξίωση των αγίων είναι σύμφωνη με την εσώτερη επιθυμία της ανθρώπινης ψυχής, αφού βρίσκει τη ζητούμενη πλήρωσή της, όταν αισθάνεται πως δρα επωφελώς για τους άλλους, πως προσφέρει και πως βοηθά εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη. Υπ’ αυτή την έννοια το εξωτερικό κάλλος των ελληνικών αγαλμάτων μοιάζει να υστερεί έναντι της εσωτερικής ομορφιάς και ευδαιμονίας που εκπέμπει το βλέμμα των αγίων.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...