Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θλίβω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Mario Sanchez Nevado

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θλίβω»
 
θλίβω: στενοχωρώ, πιέζω, ενοχλώ
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θλίβω, θλίβεις, θλίβει, θλίβομεν, θλίβετε, θλίβουσι(ν)
Υποτακτική
θλίβω, θλίβς, θλίβ, θλίβωμεν, θλίβητε, θλίβωσι(ν)
Ευκτική
θλίβοιμι, θλίβοις, θλίβοι, θλίβοιμεν, θλίβοιτε, θλίβοιεν
Προστακτική
---, βλβε, θλιβέτω, ---, θλίβετε, θλιβόντων (ή θλιβέτωσαν)
Απαρέμφατο
θλίβειν
Μετοχή
θλίβων, θλίβουσα, θλβον
 
Παρατατικός
Οριστική
θλιβον, θλιβες, θλιβε, θλίβομεν, θλίβετε, θλιβον
 
Μέλλοντας
Οριστική
θλίψω, θλίψεις, θλίψει, θλίψομεν, θλίψετε, θλίψουσι(ν)
Ευκτική
θλίψοιμι, θλίψοις, θλίψοι, θλίψοιμεν, θλίψοιτε, θλίψοιεν
Απαρέμφατο
θλίψειν
Μετοχή
θλίψων, θλίψουσα, θλψον
 
Αόριστος
Οριστική
θλιψα, θλιψας, θλιψε(ν), θλίψαμεν, θλίψατε, θλιψαν
Υποτακτική
θλίψω, θλίψς, θλίψ, θλίψωμεν, θλίψητε, θλίψωσι(ν)
Ευκτική
θλίψαιμι, θλίψαις ή θλίψειας, θλίψαι ή θλίψειε(ν), θλίψαιμεν, θλίψαιτε, θλίψαιεν ή θλίψειαν
Προστακτική
---, θλψον, θλιψάτω, ---, θλίψατε, θλιψάντων (ή θλιψάτωσαν)
Απαρέμφατο
θλψαι
Μετοχή
θλίψας, θλίψασα, θλψαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέθλιφα, τέθλιφας, τέθλιφε, τεθλίφαμεν, τεθλίφατε, τεθλίφασι(ν)
 
Υποτακτική
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός ς
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα μεν
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα τε
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα σι
 
Ευκτική
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός εην
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός εης
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός εη
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα εημεν (εμεν)
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα εητε (ετε)
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός σθι
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός στω
---
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα στε
τεθλιφότες- τεθλιφυαι- τεθλιφότα στων
 
Απαρέμφατο
τεθλιφέναι
Μετοχή
τεθλιφώς- τεθλιφυα- τεθλιφός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τθλίφειν, τεθλίφεις, τεθλίφει, τεθλίφεμεν, τεθλίφετε, τεθλίφεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θλίβομαι, θλίβ ή θλίβει, θλίβεται, θλιβόμεθα, θλίβεσθε, θλίβονται
Υποτακτική
θλίβωμαι, θλίβ, θλίβηται, θλιβώμεθα, θλίβησθε, θλίβωνται
Ευκτική
θλιβοίμην, θλίβοιο, θλίβοιτο, θλιβοίμεθα, θλίβοισθε, θλίβοιντο
Προστακτική
---, θλίβου, θλιβέσθω, ---, θλίβεσθε, θλιβέσθων ή θλιβέσθωσαν
Απαρέμφατο
θλίβεσθαι
Μετοχή
θλιβόμενος
θλιβομένη
θλιβόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
θλιβόμην, θλίβου, θλίβετο, θλιβόμεθα, θλίβεσθε, θλίβοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
θλίψομαι, θλίψ ή θλίψει, θλίψεται, θλιψόμεθα, θλίψεσθε, θλίψονται
Ευκτική
θλιψοίμην, θλίψοιο, θλίψοιτο, θλιψοίμεθα, θλίψοισθε, θλίψοιντο
Απαρέμφατο
θλίψεσθαι
Μετοχή
θλιψόμενος
θλιψομένη
θλιψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θλιβήσομαι, θλιβήσ ή θλιβήσει, θλιβήσεται, θλιβησόμεθα, θλιβήσεσθε, θλιβήσονται
Ευκτική
θλιβησοίμην, θλιβήσοιο, θλιβήσοιτο, θλιβησοίμεθα, θλιβήσοισθε, θλιβήσοιντο
Απαρέμφατο
θλιβήσεσθαι
Μετοχή
θλιβησόμενος
θλιβησομένη
θλιβησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
θλίφθην, θλίφθης, θλίφθη, θλίφθημεν, θλίφθητε, θλίφθησαν
Υποτακτική
θλιφθ, θλιφθς, θλιφθ, θλιφθμεν, θλιφθτε, θλιφθσι(ν)
Ευκτική
θλιφθείην, θλιφθείης, θλιφθείη, θλιφθείημεν ή θλιφθεμεν, θλιφθείητε ή θλιφθετε, θλιφθείησαν ή θλιφθεεν
Προστακτική
---, θλίφθητι, θλιφθήτω, ---, θλίφθητε, θλιφθέντων ή θλιφθήτωσαν
Απαρέμφατο
θλιφθναι
Μετοχή
θλιφθείς
θλιφθεσα
θλιφθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
θλίβην, θλίβης, θλίβη, θλίβημεν, θλίβητε, θλίβησαν
Υποτακτική
θλιβ, θλιβς, θλιβ, θλιβμεν, θλιβτε, θλιβσι(ν)
Ευκτική
θλιβείην, θλιβείης, θλιβείη, θλιβείημεν ή θλιβεμεν, θλιβείητε ή θλιβετε, θλιβείησαν ή θλιβεεν
Προστακτική
---, θλίβηθι, θλιβήτω, ---, θλίβητε, θλιβέντων ή θλιβήτωσαν
Απαρέμφατο
θλιβναι
Μετοχή
θλιβείς
θλιβεσα
θλιβέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέθλιμμαι, τέθλιψαι, τέθλιπται, τεθλίμμεθα, τέθλιφθε, τεθλιμμένοι εσί
 
Υποτακτική
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον ς
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα μεν
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα τε
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα σι
 
Ευκτική
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εην
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εης
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εη
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εημεν (εμεν)
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εητε (ετε)
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέθλιψο, τεθλίφθω, --- τέθλιφθε, τεθλίφθων ή τεθλίφθωσαν
 
Απαρέμφατο
τεθλίφθαι
Μετοχή
τεθλιμμένος,
τεθλιμμένη,
τεθλιμμένον
 
Υπερσυντέλικος
τεθλίμμην, τέθλιψο, τέθλιπτο, τεθλίμμεθα, τέθλιφθε, τεθλιμμένοι σαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζώννυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Kim Lockman 
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζώννυμι»
 
ζώννυμι = ζώνω
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζώννυμι, ζώννυς, ζώννυσι, ζώννυμεν, ζώννυτε, ζωννύασι(ν)
Υποτακτική
ζωννύω, ζωννύς, ζωννύ, ζωννύωμεν, ζωννύητε, ζωννύωσι(ν)
Ευκτική
ζωννύοιμι, ζωννύοις, ζωννύοι, ζωννύοιμεν, ζωννύοιτε, ζωννύοιεν
Προστακτική
---, ζώννυ, ζωννύτω, ---, ζώννυτε, ζωννύντων (ή ζωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζωννύναι
Μετοχή
ζωννύς, ζωννσα, ζωννύν
 
Αόριστος
Οριστική
ζωσα, ζωσας, ζωσε(ν), ζώσαμεν, ζώσατε, ζωσαν
Υποτακτική
ζώσω, ζώσς, ζώσ, ζώσωμεν, ζώσητε, ζώσωσι(ν)
Ευκτική
ζώσαιμι, ζώσαις ή ζώσειας, ζώσαι ή ζώσειε(ν), ζώσαιμεν, ζώσαιτε, ζώσαιεν ή ζώσειαν
Προστακτική
---, ζσον, ζωσάτω, ---, ζώσατε, ζωσάντων (ή ζωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ζσαι
Μετοχή
ζώσας, ζώσασα, ζσαν
 
Παθητικός Παρακείμενος
Οριστική
ζωσμαιζωμαι), ζωσαι, ζωσται, ζώσμεθα, ζωσθε, ζωσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον ς
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα μεν
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα τε
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα σι
 
Ευκτική
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον εην
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον εης
ζωσμένος- ζωσμένη- ζωσμένον εη
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα εημεν (εμεν)
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα εητε (ετε)
ζωσμένοι- ζωσμέναι- ζωσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ζωσο, ζώσθω, --- ζωσθε, ζώσθων ή ζώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ζσθαι
Μετοχή
ζωσμένος,
ζωσμένη,
ζωσμένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέδοικα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Knartis

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέδοικα»
 
δέδοικα: φοβάμαι
 
Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα
Οριστική
δέδοικα, δέδοικας, δέδοικε, δεδοίκαμεν, δεδοίκατε, δεδοίκασι(ν)
 
Υποτακτική
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός ς
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα μεν
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα τε
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα σι
 
Ευκτική
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός εην
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός εης
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός εη
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα εημεν (εμεν)
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα εητε (ετε)
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός σθι
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός στω
---
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα στε
δεδοικότες- δεδοικυαι- δεδοικότα στων
 
Απαρέμφατο
δεδοικέναι
Μετοχή
δεδοικώς- δεδοικυα- δεδοικός
 
Υπερσυντέλικος με σημασία Παρατατικού
Οριστική
δεδοίκειν, δεδοίκεις, δεδοίκει, δεδοίκεμεν, δεδοίκετε, δεδοίκεσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
δείσομαι, δείσ ή δείσει, δείσεται, δεισόμεθα, δείσεσθε, δείσονται
Ευκτική
δεισοίμην, δείσοιο, δείσοιτο, δεισοίμεθα, δείσοισθε, δείσοιντο
Απαρέμφατο
δείσεσθαι
Μετοχή
δεισόμενος
δεισομένη
δεισόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δεισα, δεισας, δεισε(ν), δείσαμεν, δείσατε, δεισαν
Υποτακτική
δείσω, δείσς, δείσ, δείσωμεν, δείσητε, δείσωσι(ν)
Ευκτική
δείσαιμι, δείσαις ή δείσειας, δείσαι ή δείσειε(ν), δείσαιμεν, δείσαιτε, δείσαιεν ή δείσειαν
Προστακτική
---, δεσον, δεισάτω, ---, δείσατε, δεισάντων (ή δεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
δεσαι
Μετοχή
δείσας, δείσασα, δεσαν
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...