Mario Sanchez Nevado
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θλίβω»
θλίβω: στενοχωρώ, πιέζω, ενοχλώ
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θλίβω,
θλίβεις, θλίβει, θλίβομεν, θλίβετε, θλίβουσι(ν)
Υποτακτική
θλίβω, θλίβῃς, θλίβῃ, θλίβωμεν, θλίβητε, θλίβωσι(ν)
Ευκτική
θλίβοιμι, θλίβοις, θλίβοι, θλίβοιμεν, θλίβοιτε,
θλίβοιεν
Προστακτική
---, βλῖβε, θλιβέτω, ---, θλίβετε, θλιβόντων (ή
θλιβέτωσαν)
Απαρέμφατο
θλίβειν
Μετοχή
θλίβων, θλίβουσα, θλῖβον
Παρατατικός
Οριστική
ἔθλιβον, ἔθλιβες, ἔθλιβε, ἐθλίβομεν, ἐθλίβετε, ἔθλιβον
Μέλλοντας
Οριστική
θλίψω,
θλίψεις, θλίψει, θλίψομεν, θλίψετε, θλίψουσι(ν)
Ευκτική
θλίψοιμι, θλίψοις, θλίψοι, θλίψοιμεν, θλίψοιτε,
θλίψοιεν
Απαρέμφατο
θλίψειν
Μετοχή
θλίψων, θλίψουσα, θλῖψον
Αόριστος
Οριστική
ἔθλιψα, ἔθλιψας, ἔθλιψε(ν), ἐθλίψαμεν, ἐθλίψατε, ἔθλιψαν
Υποτακτική
θλίψω, θλίψῃς, θλίψῃ, θλίψωμεν, θλίψητε, θλίψωσι(ν)
Ευκτική
θλίψαιμι, θλίψαις ή θλίψειας, θλίψαι ή
θλίψειε(ν), θλίψαιμεν, θλίψαιτε, θλίψαιεν ή θλίψειαν
Προστακτική
---, θλῖψον, θλιψάτω, ---, θλίψατε, θλιψάντων
(ή θλιψάτωσαν)
Απαρέμφατο
θλῖψαι
Μετοχή
θλίψας, θλίψασα, θλῖψαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέθλιφα, τέθλιφας, τέθλιφε, τεθλίφαμεν,
τεθλίφατε, τεθλίφασι(ν)
Υποτακτική
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός ὦ
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός ᾖς
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός ᾖ
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα ὦμεν
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα ἦτε
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα ὦσι
Ευκτική
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός εἴην
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός εἴης
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός εἴη
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα εἴημεν (εἶμεν)
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα εἴητε (εἶτε)
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός ἴσθι
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός ἔστω
---
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα ἔστε
τεθλιφότες- τεθλιφυῖαι- τεθλιφότα ἔστων
Απαρέμφατο
τεθλιφέναι
Μετοχή
τεθλιφώς- τεθλιφυῖα- τεθλιφός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτθλίφειν, ἐτεθλίφεις, ἐτεθλίφει, ἐτεθλίφεμεν, ἐτεθλίφετε, ἐτεθλίφεσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θλίβομαι, θλίβῃ ή θλίβει, θλίβεται, θλιβόμεθα, θλίβεσθε,
θλίβονται
Υποτακτική
θλίβωμαι, θλίβῃ, θλίβηται, θλιβώμεθα, θλίβησθε, θλίβωνται
Ευκτική
θλιβοίμην, θλίβοιο, θλίβοιτο,
θλιβοίμεθα, θλίβοισθε, θλίβοιντο
Προστακτική
---, θλίβου, θλιβέσθω, ---, θλίβεσθε,
θλιβέσθων ή θλιβέσθωσαν
Απαρέμφατο
θλίβεσθαι
Μετοχή
θλιβόμενος
θλιβομένη
θλιβόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐθλιβόμην, ἐθλίβου, ἐθλίβετο, ἐθλιβόμεθα, ἐθλίβεσθε, ἐθλίβοντο
Μέλλοντας
Οριστική
θλίψομαι, θλίψῃ ή θλίψει, θλίψεται, θλιψόμεθα,
θλίψεσθε, θλίψονται
Ευκτική
θλιψοίμην, θλίψοιο, θλίψοιτο, θλιψοίμεθα,
θλίψοισθε, θλίψοιντο
Απαρέμφατο
θλίψεσθαι
Μετοχή
θλιψόμενος
θλιψομένη
θλιψόμενον
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θλιβήσομαι, θλιβήσῃ ή θλιβήσει, θλιβήσεται, θλιβησόμεθα,
θλιβήσεσθε, θλιβήσονται
Ευκτική
θλιβησοίμην, θλιβήσοιο, θλιβήσοιτο,
θλιβησοίμεθα, θλιβήσοισθε, θλιβήσοιντο
Απαρέμφατο
θλιβήσεσθαι
Μετοχή
θλιβησόμενος
θλιβησομένη
θλιβησόμενον
Παθητικός
Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐθλίφθην, ἐθλίφθης, ἐθλίφθη, ἐθλίφθημεν, ἐθλίφθητε, ἐθλίφθησαν
Υποτακτική
θλιφθῶ, θλιφθῇς, θλιφθῇ, θλιφθῶμεν, θλιφθῆτε, θλιφθῶσι(ν)
Ευκτική
θλιφθείην, θλιφθείης, θλιφθείη, θλιφθείημεν
ή θλιφθεῖμεν, θλιφθείητε ή θλιφθεῖτε, θλιφθείησαν ή θλιφθεῖεν
Προστακτική
---, θλίφθητι, θλιφθήτω, ---, θλίφθητε,
θλιφθέντων ή θλιφθήτωσαν
Απαρέμφατο
θλιφθῆναι
Μετοχή
θλιφθείς
θλιφθεῖσα
θλιφθέν
Παθητικός
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐθλίβην, ἐθλίβης, ἐθλίβη, ἐθλίβημεν, ἐθλίβητε, ἐθλίβησαν
Υποτακτική
θλιβῶ, θλιβῇς, θλιβῇ, θλιβῶμεν, θλιβῆτε, θλιβῶσι(ν)
Ευκτική
θλιβείην, θλιβείης, θλιβείη, θλιβείημεν
ή θλιβεῖμεν, θλιβείητε ή θλιβεῖτε, θλιβείησαν ή θλιβεῖεν
Προστακτική
---, θλίβηθι, θλιβήτω, ---, θλίβητε,
θλιβέντων ή θλιβήτωσαν
Απαρέμφατο
θλιβῆναι
Μετοχή
θλιβείς
θλιβεῖσα
θλιβέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέθλιμμαι, τέθλιψαι, τέθλιπται, τεθλίμμεθα,
τέθλιφθε, τεθλιμμένοι εἰσί
Υποτακτική
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον ὦ
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον ᾖς
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον ᾖ
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα ὦμεν
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα ἦτε
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα ὦσι
Ευκτική
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εἴην
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εἴης
τεθλιμμένος- τεθλιμμένη- τεθλιμμένον εἴη
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εἴημεν (εἶμεν)
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εἴητε (εἶτε)
τεθλιμμένοι- τεθλιμμέναι- τεθλιμμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, τέθλιψο, τεθλίφθω, --- τέθλιφθε,
τεθλίφθων ή τεθλίφθωσαν
Απαρέμφατο
τεθλίφθαι
Μετοχή
τεθλιμμένος,
τεθλιμμένη,
τεθλιμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτεθλίμμην, ἐτέθλιψο, ἐτέθλιπτο, ἐτεθλίμμεθα, ἐτέθλιφθε, τεθλιμμένοι ἦσαν
Kim Lockman Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «ζώννυμι»
ζώννυμι = ζώνω
Ενεστώτας
Οριστική
ζώννυμι, ζώννυς, ζώννυσι, ζώννυμεν, ζώννυτε, ζωννύασι(ν)
Υποτακτική
ζωννύω, ζωννύῃς, ζωννύῃ, ζωννύωμεν, ζωννύητε, ζωννύωσι(ν)
Ευκτική
ζωννύοιμι, ζωννύοις, ζωννύοι, ζωννύοιμεν,
ζωννύοιτε, ζωννύοιεν
Προστακτική
---, ζώννυ, ζωννύτω, ---, ζώννυτε, ζωννύντων
(ή ζωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζωννύναι
Μετοχή
ζωννύς, ζωννῦσα, ζωννύν
Αόριστος
Οριστική
ἔζωσα,
ἔζωσας, ἔζωσε(ν), ἐζώσαμεν, ἐζώσατε, ἔζωσαν
Υποτακτική
ζώσω, ζώσῃς, ζώσῃ, ζώσωμεν, ζώσητε, ζώσωσι(ν)
Ευκτική
ζώσαιμι, ζώσαις ή ζώσειας, ζώσαι ή ζώσειε(ν),
ζώσαιμεν, ζώσαιτε, ζώσαιεν ή ζώσειαν
Προστακτική
---, ζῶσον, ζωσάτω, ---, ζώσατε, ζωσάντων (ή ζωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ζῶσαι
Μετοχή
ζώσας, ζώσασα, ζῶσαν
Παθητικός Παρακείμενος
Οριστική
ἔζωσμαι (ή ἔζωμαι), ἔζωσαι, ἔζωσται, ἐζώσμεθα, ἔζωσθε, ἐζωσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη-
ἐζωσμένον
ὦ
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον ᾖς
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον ᾖ
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι-
ἐζωσμένα
ὦμεν
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα ἦτε
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα ὦσι
Ευκτική
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον εἴην
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον εἴης
ἐζωσμένος- ἐζωσμένη- ἐζωσμένον εἴη
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα εἴητε (εἶτε)
ἐζωσμένοι- ἐζωσμέναι- ἐζωσμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἔζωσο, ἐζώσθω, --- ἔζωσθε, ἐζώσθων ή ἐζώσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐζῶσθαι
Μετοχή
ἐζωσμένος,
ἐζωσμένη,
ἐζωσμένον
Knartis
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέδοικα»
δέδοικα: φοβάμαι
Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα
Οριστική
δέδοικα, δέδοικας, δέδοικε, δεδοίκαμεν, δεδοίκατε,
δεδοίκασι(ν)
Υποτακτική
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός
ὦ
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ᾖς
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ᾖ
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα
ὦμεν
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ἦτε
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ὦσι
Ευκτική
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός εἴην
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός εἴης
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός εἴη
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα εἴημεν (εἶμεν)
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα εἴητε (εἶτε)
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ἴσθι
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός ἔστω
---
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ἔστε
δεδοικότες- δεδοικυῖαι- δεδοικότα ἔστων
Απαρέμφατο
δεδοικέναι
Μετοχή
δεδοικώς- δεδοικυῖα- δεδοικός
Υπερσυντέλικος με σημασία Παρατατικού
Οριστική
ἐδεδοίκειν, ἐδεδοίκεις, ἐδεδοίκει, ἐδεδοίκεμεν, ἐδεδοίκετε, ἐδεδοίκεσαν
Μέλλοντας
Οριστική
δείσομαι, δείσῃ ή δείσει, δείσεται, δεισόμεθα, δείσεσθε,
δείσονται
Ευκτική
δεισοίμην, δείσοιο, δείσοιτο, δεισοίμεθα,
δείσοισθε, δείσοιντο
Απαρέμφατο
δείσεσθαι
Μετοχή
δεισόμενος
δεισομένη
δεισόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἔδεισα,
ἔδεισας, ἔδεισε(ν), ἐδείσαμεν, ἐδείσατε, ἔδεισαν
Υποτακτική
δείσω, δείσῃς, δείσῃ, δείσωμεν, δείσητε, δείσωσι(ν)
Ευκτική
δείσαιμι, δείσαις ή δείσειας, δείσαι ή δείσειε(ν),
δείσαιμεν, δείσαιτε, δείσαιεν ή δείσειαν
Προστακτική
---, δεῖσον, δεισάτω, ---, δείσατε, δεισάντων
(ή δεισάτωσαν)
Απαρέμφατο
δεῖσαι
Μετοχή
δείσας, δείσασα, δεῖσαν