Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποδιδράσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ποδιδράσκω»
 
ποδιδράσκω = δραπετεύω
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποδιδράσκω, ποδιδράσκεις, ποδιδράσκει, ποδιδράσκομεν, ποδιδράσκετε, ποδιδράσκουσι(ν)
Υποτακτική
ποδιδράσκω, ποδιδράσκς, ποδιδράσκ, ποδιδράσκωμεν, ποδιδράσκητε, ποδιδράσκωσι(ν)
Ευκτική
ποδιδράσκοιμι, ποδιδράσκοις, ποδιδράσκοι, ποδιδράσκοιμεν, ποδιδράσκοιτε, ποδιδράσκοιεν
Προστακτική
---, ποδίδρασκε, ποδιδρασκέτω, ---, ποδιδράσκετε, ποδιδρασκόντων (ή ποδιδρασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
ποδιδράσκειν
Μετοχή
ποδιδράσκων, ποδιδράσκουσα, ποδίδρασκον
 
Παρατατικός
Οριστική
πεδίδρασκον, πεδίδρασκες, πεδίδρασκε, πεδιδράσκομεν, πεδιδράσκετε, πεδίδρασκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποδράσομαι, ποδράσ ή ποδράσει, ποδράσεται, ποδρασόμεθα, ποδράσεσθε, ποδράσονται
Ευκτική
ποδρασοίμην, ποδράσοιο, ποδράσοιτο, ποδρασοίμεθα, ποδράσοισθε, ποδράσοιντο
Απαρέμφατο
ποδράσεσθαι
Μετοχή
ποδρασόμενος
ποδρασομένη
ποδρασόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πέδραν, πέδρας, πέδρα, πέδραμεν, πέδρατε, πέδρασαν
Υποτακτική
ποδρ, ποδρς, ποδρ, ποδρμεν, ποδρτε, ποδρσι(ν)
Ευκτική
ποδραίην, ποδραίης, ποδραίη, ποδραμεν, ποδρατε, ποδραεν
Προστακτική
---, πόδραθι, ποδράτω, ---, ποδρτε, ποδράντων (ή ποδράτωσαν)
Απαρέμφατο
ποδρναι
Μετοχή
ποδράς, ποδρσα, ποδράν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ποδέδρακα, ποδέδρακας, ποδέδρακε, ποδεδράκαμεν, ποδεδράκατε, ποδεδράκασι(ν)
 
Υποτακτική
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός ς
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα μεν
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα τε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα σι(ν)
 
Ευκτική
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εην
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εης
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εη
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εημεν/ εμεν
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εητε/ ετε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός σθι
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός στω
---
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα στε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα στων
 
Απαρέμφατο
ποδεδρακέναι
 
Μετοχή
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεδεδράκειν, πεδεδράκεις, πεδεδράκει, πεδεδράκεμεν, πεδεράκετε, πεδεδράκεσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χώννυμι ή χῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χώννυμι ή χ»
 
χώννυμι: φράζω ή σκεπάζω με χώμα, σωρεύω χώμα
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χώννυμι, χώννυς, χώννυσι, χώννυμεν, χώννυτε, χωννύασι(ν)
& χ, χος, χο, χομεν, χοτε, χοσι(ν)
Υποτακτική
χωννύω, χωννύς, χωννύ, χωννύωμεν, χωννύητε, χωννύωσι(ν)
Ευκτική
χωννύοιμι, χωννύοις, χωννύοι, χωννύοιμεν, χωννύοιτε, χωννύοιεν
Προστακτική
---, χώννυ, χωννύτω, ---, χώννυτε, χωννύντων (ή χωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
χωννύναι & χον
Μετοχή
χωννύς, χωννσα, χωννύν
 
Παρατατικός
Οριστική
χουν, χους, χου, χομεν, χοτε, χουν
& χώννυν, χώννυς, χώννυ, χώννυμεν, χώννυτε, χώννυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
χώσω, χώσεις, χώσει, χώσομεν, χώσετε, χώσουσι(ν)
Ευκτική
χώσοιμι, χώσοις, χώσοι, χώσοιμεν, χώσοιτε, χώσοιεν
Απαρέμφατο
χώσειν
Μετοχή
χώσων, χώσουσα, χσον
 
Αόριστος
Οριστική
χωσα, χωσας, χωσε(ν), χώσαμεν, χώσατε, χωσαν
Υποτακτική
χώσω, χώσς, χώσ, χώσωμεν, χώσητε, χώσωσι(ν)
Ευκτική
χώσαιμι, χώσαις ή χώσειας, χώσαι ή χώσειε(ν), χώσαιμεν, χώσαιτε, χώσαιεν ή χώσειαν
Προστακτική
---, χσον, χωσάτω, ---, χώσατε, χωσάντων (ή χωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
χσαι
Μετοχή
χώσας, χώσασα, χσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωκα, κέχωκας, κέχωκε(ν), κεχώκαμεν, κεχώκατε, κεχώκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός ς
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα μεν
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα τε
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα σι
 
Ευκτική
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εην
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εης
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εη
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εημεν (εμεν)
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εητε (ετε)
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός σθι
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός στω
---
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα στε
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεχωκέναι
Μετοχή
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χομαι, χο, χοται, χούμεθα, χοσθε, χονται
Υποτακτική
χμαι, χο, χται, χώμεθα, χσθε, χνται
Ευκτική
χοίμην, χοο, χοτο, χοίμεθα, χοσθε, χοντο
Προστακτική
---, χο, χούσθω, ---, χοσθε, χούσθων ή χούσθωσαν
Απαρέμφατο
χοσθαι
Μετοχή
χούμενος
χουμένη
χούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
χούμην (χο, χοτο, χούμεθα, χοσθε, χοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χώσθην, χώσθης, χώσθη, χώσθημεν, χώσθητε, χώσθησαν
Υποτακτική
χωσθ, χωσθς, χωσθ, χωσθμεν, χωσθτε, χωσθσι(ν)
Ευκτική
χωσθείην, χωσθείης, χωσθείη, χωσθείημεν ή χωσθεμεν, χωσθείητε ή χωσθετε, χωσθείησαν ή χωσθεεν
Προστακτική
---, χώσθητι, χωσθήτω, ---, χώσθητε, χωσθέντων ή χωσθήτωσαν
Απαρέμφατο
χωσθναι
Μετοχή
χωσθείς
χωσθεσα
χωσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωσμαι, κέχωσαι, κέχωσται, κεχώσμεθα, κέχωσθε, κεχωσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον ς
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα μεν
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα τε
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα σι
 
Ευκτική
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εην
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εης
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εη
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εημεν (εμεν)
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εητε (ετε)
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέχωσο, κεχώσθω, --- κέχωσθε, κεχώσθων ή κεχώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεχσθαι
Μετοχή
κεχωσμένος,
κεχωσμένη,
κεχωσμένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθίζω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
καθίζω, καθίζεις, καθίζει, καθίζομεν, καθίζετε, καθίζουσι(ν)
Υποτακτική
καθίζω, καθίζς, καθίζ, καθίζωμεν, καθίζητε, καθίζωσι(ν)
Ευκτική
καθίζοιμι, καθίζοις, καθίζοι, καθίζοιμεν, καθίζοιτε, καθίζοιεν
Προστακτική
---, κάθιζε, καθιζέτω, ---, καθίζετε, καθιζόντων (ή καθιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
καθίζειν
Μετοχή
καθίζων, καθίζουσα, καθζον
 
Παρατατικός
Οριστική
κάθιζον, κάθιζες, κάθιζε, καθίζομεν, καθίζετε, κάθιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
καθι, καθιες, καθιε, καθιομεν, καθιετε, καθιοσι(ν)
Ευκτική
καθιομι, καθιος, καθιο, ή καθιοίην, καθιοίης, καθιοίη, καθιομεν, καθιοτε, καθιοεν
Απαρέμφατο
καθιεν
Μετοχή
καθιν, καθιοσα, καθιον
 
Αόριστος
Οριστική
κάθισα, κάθισας, κάθισε(ν), καθίσαμεν, καθίσατε, κάθισαν
Υποτακτική
καθίσω, καθίσς, καθίσ, καθίσωμεν, καθίσητε, καθίσωσι(ν)
Ευκτική
καθίσαιμι, καθίσαις ή καθίσειας, καθίσαι ή καθίσειε(ν), καθίσαιμεν, καθίσαιτε, καθίσαιεν ή καθίσειαν
Προστακτική
---, κάθισον, καθισάτω, ---, καθίσατε, καθισάντων (ή καθισάτωσαν)
Απαρέμφατο
καθσαι
Μετοχή
καθίσας, καθίσασα, καθσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
καθίζομαι, καθίζ ή καθίζει, καθίζεται, καθιζόμεθα, καθίζεσθε, καθίζονται
Υποτακτική
καθίζωμαι, καθίζ, καθίζηται, καθιζώμεθα, καθίζησθε, καθίζωνται
Ευκτική
καθιζοίμην, καθίζοιο, καθίζοιτο, καθιζοίμεθα, καθίζοισθε, καθίζοιντο
Προστακτική
---, καθίζου, καθιζέσθω, ---, καθίζεσθε, καθιζέσθων ή καθιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
καθίζεσθαι
Μετοχή
καθιζόμενος
καθιζομένη
καθιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
καθιζόμην, καθίζου, καθίζετο, καθιζόμεθα, καθίζεσθε, καθίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
καθιζήσομαι, καθιζήσ ή καθιζήσει, καθιζήσεται, καθιζησόμεθα, καθιζήσεσθε, καθιζήσονται
Ευκτική
καθιζησοίμην, καθιζήσοιο, καθιζήσοιτο, καθιζησοίμεθα, καθιζήσοισθε, καθιζήσοιντο
Απαρέμφατο
καθιζήσεσθαι
Μετοχή
καθιζησόμενος
καθιζησομένη
καθιζησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
καθισάμην, καθίσω, καθίσατο, καθισάμεθα, καθίσασθε, καθίσαντο
Υποτακτική
καθίσωμαι, καθίσ, καθίσηται, καθισώμεθα, καθίσησθε, καθίσωνται
Ευκτική
καθισαίμην, καθίσαιο, καθίσαιτο, καθισαίμεθα, καθίσαισθε, καθίσαιντο
Προστακτική
---, κάθισαι, καθισάσθω, ---, καθίσασθε, καθισάσθων ή καθισάσθωσαν
Απαρέμφατο
καθίσασθαι
Μετοχή
καθισάμενος
καθισαμένη
καθισάμενον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λούω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λούω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λούω, λούεις, λούει, λομεν, λοτε, λοσι(ν)
Υποτακτική
λούω, λούς, λού, λούωμεν, λούητε, λούωσι(ν)
Ευκτική
λούοιμι, λούοις, λούοι, λούοιμεν, λούοιτε, λούοιεν
Προστακτική
---, λοε, λουέτω, ---, λούετε, λουόντων (ή λουέτωσαν)
Απαρέμφατο
λούειν
Μετοχή
λούων, λούουσα, λοον
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λομαι, λο, λοται, λούμεθα, λοσθε, λονται
Υποτακτική
λούωμαι, λού, λούηται, λουώμεθα, λούησθε, λούωνται
Ευκτική
λουοίμην, λούοιο, λούοιτο, λουοίμεθα, λούοισθε, λούοιντο
Προστακτική
---, λούου, λουέσθω, ---, λούεσθε, λουέσθων ή λουέσθωσαν
Απαρέμφατο
λούεσθαι
Μετοχή
λουόμενος
λουομένη
λουόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λούμην, λο, λοτο, λούμεθα, λοσθε, λοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
λούσομαι, λούσ ή λούσει, λούσεται, λουσόμεθα, λούσεσθε, λούσονται
Ευκτική
λουσοίμην, λούσοιο, λούσοιτο, λουσοίμεθα, λούσοισθε, λούσοιντο
Απαρέμφατο
λούσεσθαι
Μετοχή
λουσόμενος
λουσομένη
λουσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
λουσάμην, λούσω, λούσατο, λουσάμεθα, λούσασθε, λούσαντο
Υποτακτική
λούσωμαι, λούσ, λούσηται, λουσώμεθα, λούσησθε, λούσωνται
Ευκτική
λουσαίμην, λούσαιο, λούσαιτο, λουσαίμεθα, λούσαισθε, λούσαιντο
Προστακτική
---, λοσαι, λουσάσθω, ---, λούσασθε, λουσάσθων ή λουσάσθωσαν
Απαρέμφατο
λούσασθαι
Μετοχή
λουσάμενος
λουσαμένη
λουσάμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
λέλουσμαι, λέλουσαι, λέλουσται, λελούσμεθα, λέλουσθε, λελουσμένοι εσί(ν)
Μετοχή
λελουσμένος, λελουσμένη, λελουσμένον
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...