Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποδιδράσκω»
ἀποδιδράσκω = δραπετεύω
Ενεστώτας
Οριστική
ἀποδιδράσκω, ἀποδιδράσκεις, ἀποδιδράσκει, ἀποδιδράσκομεν, ἀποδιδράσκετε, ἀποδιδράσκουσι(ν)
Υποτακτική
ἀποδιδράσκω, ἀποδιδράσκῃς, ἀποδιδράσκῃ, ἀποδιδράσκωμεν, ἀποδιδράσκητε, ἀποδιδράσκωσι(ν)
Ευκτική
ἀποδιδράσκοιμι, ἀποδιδράσκοις, ἀποδιδράσκοι, ἀποδιδράσκοιμεν, ἀποδιδράσκοιτε, ἀποδιδράσκοιεν
Προστακτική
---,
ἀποδίδρασκε,
ἀποδιδρασκέτω,
---, ἀποδιδράσκετε,
ἀποδιδρασκόντων
(ή ἀποδιδρασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀποδιδράσκειν
Μετοχή
ἀποδιδράσκων, ἀποδιδράσκουσα, ἀποδίδρασκον
Παρατατικός
Οριστική
ἀπεδίδρασκον, ἀπεδίδρασκες, ἀπεδίδρασκε, ἀπεδιδράσκομεν, ἀπεδιδράσκετε, ἀπεδίδρασκον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀποδράσομαι, ἀποδράσῃ ή ἀποδράσει, ἀποδράσεται, ἀποδρασόμεθα, ἀποδράσεσθε, ἀποδράσονται
Ευκτική
ἀποδρασοίμην, ἀποδράσοιο, ἀποδράσοιτο, ἀποδρασοίμεθα, ἀποδράσοισθε, ἀποδράσοιντο
Απαρέμφατο
ἀποδράσεσθαι
Μετοχή
ἀποδρασόμενος
ἀποδρασομένη
ἀποδρασόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἀπέδραν, ἀπέδρας, ἀπέδρα, ἀπέδραμεν, ἀπέδρατε, ἀπέδρασαν
Υποτακτική
ἀποδρῶ, ἀποδρᾷς, ἀποδρᾷ, ἀποδρῶμεν, ἀποδρᾶτε, ἀποδρῶσι(ν)
Ευκτική
ἀποδραίην, ἀποδραίης, ἀποδραίη, ἀποδραῖμεν, ἀποδραῖτε, ἀποδραῖεν
Προστακτική
---,
ἀπόδραθι,
ἀποδράτω,
---, ἀποδρᾶτε, ἀποδράντων (ή ἀποδράτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀποδρᾶναι
Μετοχή
ἀποδράς, ἀποδρᾶσα, ἀποδράν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀποδέδρακα, ἀποδέδρακας, ἀποδέδρακε, ἀποδεδράκαμεν, ἀποδεδράκατε, ἀποδεδράκασι(ν)
Υποτακτική
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός ὦ
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός ᾖς
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός ᾖ
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα ὦμεν
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα ἦτε
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα ὦσι(ν)
Ευκτική
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός εἴην
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός εἴης
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός εἴη
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα εἴημεν/ εἶμεν
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα εἴητε/ εἶτε
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα εἴησαν/ εἶεν
Προστακτική
---
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός ἴσθι
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός ἔστω
---
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα ἔστε
ἀποδεδρακότες- ἀποδεδρακυῖαι- ἀποδεδρακότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἀποδεδρακέναι
Μετοχή
ἀποδεδρακώς- ἀποδεδρακυῖα- ἀποδεδρακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἀπεδεδράκειν, ἀπεδεδράκεις, ἀπεδεδράκει, ἀπεδεδράκεμεν, ἀπεδεράκετε, ἀπεδεδράκεσαν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χώννυμι ή χῶ»
χώννυμι:
φράζω ή σκεπάζω με χώμα, σωρεύω χώμα
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χώννυμι, χώννυς,
χώννυσι, χώννυμεν, χώννυτε, χωννύασι(ν)
&
χῶ, χοῖς, χοῖ, χοῦμεν, χοῦτε, χοῦσι(ν)
Υποτακτική
χωννύω,
χωννύῃς, χωννύῃ, χωννύωμεν, χωννύητε, χωννύωσι(ν)
Ευκτική
χωννύοιμι,
χωννύοις, χωννύοι, χωννύοιμεν, χωννύοιτε, χωννύοιεν
Προστακτική
---,
χώννυ, χωννύτω, ---, χώννυτε, χωννύντων (ή χωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
χωννύναι
& χοῦν
Μετοχή
χωννύς,
χωννῦσα, χωννύν
Παρατατικός
Οριστική
ἔχουν, ἔχους, ἔχου, ἐχοῦμεν, ἐχοῦτε, ἔχουν
&
ἐχώννυν, ἐχώννυς, ἐχώννυ, ἐχώννυμεν, ἐχώννυτε, ἐχώννυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
χώσω, χώσεις,
χώσει, χώσομεν, χώσετε, χώσουσι(ν)
Ευκτική
χώσοιμι,
χώσοις, χώσοι, χώσοιμεν, χώσοιτε, χώσοιεν
Απαρέμφατο
χώσειν
Μετοχή
χώσων,
χώσουσα, χῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἔχωσα, ἔχωσας, ἔχωσε(ν), ἐχώσαμεν, ἐχώσατε, ἔχωσαν
Υποτακτική
χώσω,
χώσῃς, χώσῃ, χώσωμεν, χώσητε, χώσωσι(ν)
Ευκτική
χώσαιμι,
χώσαις ή χώσειας, χώσαι ή χώσειε(ν), χώσαιμεν, χώσαιτε, χώσαιεν ή χώσειαν
Προστακτική
---,
χῶσον,
χωσάτω, ---, χώσατε, χωσάντων (ή χωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
χῶσαι
Μετοχή
χώσας,
χώσασα, χῶσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωκα, κέχωκας,
κέχωκε(ν), κεχώκαμεν, κεχώκατε, κεχώκασι(ν)
Υποτακτική
κεχωκώς- κεχωκυῖα- κεχωκός ὦ
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός ᾖς
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός ᾖ
κεχωκότες- κεχωκυῖαι- κεχωκότα ὦμεν
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα ἦτε
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα ὦσι
Ευκτική
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός εἴην
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός εἴης
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός εἴη
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα εἴημεν
(εἶμεν)
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα εἴητε
(εἶτε)
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός ἴσθι
κεχωκώς-
κεχωκυῖα-
κεχωκός ἔστω
---
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα ἔστε
κεχωκότες-
κεχωκυῖαι-
κεχωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεχωκέναι
Μετοχή
κεχωκώς-
κεχωκυῖα- κεχωκός
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χοῦμαι, χοῖ, χοῦται, χούμεθα, χοῦσθε, χοῦνται
Υποτακτική
χῶμαι, χοῖ, χῶται, χώμεθα, χῶσθε, χῶνται
Ευκτική
χοίμην,
χοῖο, χοῖτο, χοίμεθα, χοῖσθε, χοῖντο
Προστακτική
---,
χοῦ, χούσθω,
---, χοῦσθε,
χούσθων ή χούσθωσαν
Απαρέμφατο
χοῦσθαι
Μετοχή
χούμενος
χουμένη
χούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐχούμην (ἐχοῦ, ἐχοῦτο, ἐχούμεθα, ἐχοῦσθε, ἐχοῦντο
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐχώσθην,
ἐχώσθης, ἐχώσθη, ἐχώσθημεν, ἐχώσθητε, ἐχώσθησαν
Υποτακτική
χωσθῶ, χωσθῇς, χωσθῇ, χωσθῶμεν, χωσθῆτε, χωσθῶσι(ν)
Ευκτική
χωσθείην,
χωσθείης, χωσθείη, χωσθείημεν ή χωσθεῖμεν,
χωσθείητε ή χωσθεῖτε, χωσθείησαν
ή χωσθεῖεν
Προστακτική
---,
χώσθητι, χωσθήτω, ---, χώσθητε, χωσθέντων ή χωσθήτωσαν
Απαρέμφατο
χωσθῆναι
Μετοχή
χωσθείς
χωσθεῖσα
χωσθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωσμαι, κέχωσαι,
κέχωσται, κεχώσμεθα, κέχωσθε, κεχωσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον ὦ
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον ᾖς
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον ᾖ
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα ὦμεν
κεχωσμένοι-
κεχωσμέναι- κεχωσμένα ἦτε
κεχωσμένοι-
κεχωσμέναι- κεχωσμένα ὦσι
Ευκτική
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον εἴην
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον εἴης
κεχωσμένος-
κεχωσμένη- κεχωσμένον εἴη
κεχωσμένοι-
κεχωσμέναι- κεχωσμένα εἴημεν
(εἶμεν)
κεχωσμένοι-
κεχωσμέναι- κεχωσμένα εἴητε
(εἶτε)
κεχωσμένοι-
κεχωσμέναι- κεχωσμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---,
κέχωσο, κεχώσθω, --- κέχωσθε, κεχώσθων ή κεχώσθωσαν
Απαρέμφατο
κεχῶσθαι
Μετοχή
κεχωσμένος,
κεχωσμένη,
κεχωσμένον
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθίζω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθίζω, καθίζεις,
καθίζει, καθίζομεν, καθίζετε, καθίζουσι(ν)
Υποτακτική
καθίζω,
καθίζῃς, καθίζῃ, καθίζωμεν, καθίζητε, καθίζωσι(ν)
Ευκτική
καθίζοιμι,
καθίζοις, καθίζοι, καθίζοιμεν, καθίζοιτε, καθίζοιεν
Προστακτική
---,
κάθιζε, καθιζέτω, ---, καθίζετε, καθιζόντων (ή καθιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
καθίζειν
Μετοχή
καθίζων,
καθίζουσα, καθῖζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκάθιζον, ἐκάθιζες, ἐκάθιζε, ἐκαθίζομεν, ἐκαθίζετε, ἐκάθιζον
Μέλλοντας
Οριστική
καθιῶ, καθιεῖς, καθιεῖ, καθιοῦμεν, καθιεῖτε, καθιοῦσι(ν)
Ευκτική
καθιοῖμι, καθιοῖς, καθιοῖ, ή καθιοίην, καθιοίης,
καθιοίη, καθιοῖμεν,
καθιοῖτε, καθιοῖεν
Απαρέμφατο
καθιεῖν
Μετοχή
καθιῶν, καθιοῦσα, καθιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐκάθισα, ἐκάθισας, ἐκάθισε(ν), ἐκαθίσαμεν, ἐκαθίσατε, ἐκάθισαν
Υποτακτική
καθίσω,
καθίσῃς, καθίσῃ, καθίσωμεν, καθίσητε, καθίσωσι(ν)
Ευκτική
καθίσαιμι,
καθίσαις ή καθίσειας, καθίσαι ή καθίσειε(ν), καθίσαιμεν, καθίσαιτε, καθίσαιεν ή
καθίσειαν
Προστακτική
---,
κάθισον, καθισάτω, ---, καθίσατε, καθισάντων (ή καθισάτωσαν)
Απαρέμφατο
καθῖσαι
Μετοχή
καθίσας,
καθίσασα, καθῖσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθίζομαι, καθίζῃ ή καθίζει, καθίζεται, καθιζόμεθα,
καθίζεσθε, καθίζονται
Υποτακτική
καθίζωμαι,
καθίζῃ, καθίζηται,
καθιζώμεθα, καθίζησθε, καθίζωνται
Ευκτική
καθιζοίμην,
καθίζοιο, καθίζοιτο, καθιζοίμεθα, καθίζοισθε, καθίζοιντο
Προστακτική
---,
καθίζου, καθιζέσθω, ---, καθίζεσθε, καθιζέσθων ή καθιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
καθίζεσθαι
Μετοχή
καθιζόμενος
καθιζομένη
καθιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκαθιζόμην, ἐκαθίζου, ἐκαθίζετο, ἐκαθιζόμεθα, ἐκαθίζεσθε, ἐκαθίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
καθιζήσομαι, καθιζήσῃ ή καθιζήσει, καθιζήσεται,
καθιζησόμεθα, καθιζήσεσθε, καθιζήσονται
Ευκτική
καθιζησοίμην,
καθιζήσοιο, καθιζήσοιτο, καθιζησοίμεθα, καθιζήσοισθε, καθιζήσοιντο
Απαρέμφατο
καθιζήσεσθαι
Μετοχή
καθιζησόμενος
καθιζησομένη
καθιζησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκαθισάμην, ἐκαθίσω, ἐκαθίσατο, ἐκαθισάμεθα, ἐκαθίσασθε, ἐκαθίσαντο
Υποτακτική
καθίσωμαι,
καθίσῃ,
καθίσηται, καθισώμεθα, καθίσησθε, καθίσωνται
Ευκτική
καθισαίμην,
καθίσαιο, καθίσαιτο, καθισαίμεθα, καθίσαισθε, καθίσαιντο
Προστακτική
---,
κάθισαι, καθισάσθω, ---, καθίσασθε, καθισάσθων ή καθισάσθωσαν
Απαρέμφατο
καθίσασθαι
Μετοχή
καθισάμενος
καθισαμένη
καθισάμενον
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λούω»
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λούω, λούεις,
λούει, λοῦμεν,
λοῦτε, λοῦσι(ν)
Υποτακτική
λούω,
λούῃς, λούῃ, λούωμεν, λούητε, λούωσι(ν)
Ευκτική
λούοιμι,
λούοις, λούοι, λούοιμεν, λούοιτε, λούοιεν
Προστακτική
---,
λοῦε, λουέτω,
---, λούετε, λουόντων (ή λουέτωσαν)
Απαρέμφατο
λούειν
Μετοχή
λούων,
λούουσα, λοῦον
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λοῦμαι, λοῖ, λοῦται, λούμεθα, λοῦσθε, λοῦνται
Υποτακτική
λούωμαι,
λούῃ, λούηται,
λουώμεθα, λούησθε, λούωνται
Ευκτική
λουοίμην,
λούοιο, λούοιτο, λουοίμεθα, λούοισθε, λούοιντο
Προστακτική
---,
λούου, λουέσθω, ---, λούεσθε, λουέσθων ή λουέσθωσαν
Απαρέμφατο
λούεσθαι
Μετοχή
λουόμενος
λουομένη
λουόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλούμην, ἐλοῦ, ἐλοῦτο, ἐλούμεθα, ἐλοῦσθε, ἐλοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
λούσομαι, λούσῃ ή λούσει, λούσεται, λουσόμεθα,
λούσεσθε, λούσονται
Ευκτική
λουσοίμην,
λούσοιο, λούσοιτο, λουσοίμεθα, λούσοισθε, λούσοιντο
Απαρέμφατο
λούσεσθαι
Μετοχή
λουσόμενος
λουσομένη
λουσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐλουσάμην, ἐλούσω, ἐλούσατο, ἐλουσάμεθα, ἐλούσασθε, ἐλούσαντο
Υποτακτική
λούσωμαι,
λούσῃ, λούσηται,
λουσώμεθα, λούσησθε, λούσωνται
Ευκτική
λουσαίμην,
λούσαιο, λούσαιτο, λουσαίμεθα, λούσαισθε, λούσαιντο
Προστακτική
---,
λοῦσαι,
λουσάσθω, ---, λούσασθε, λουσάσθων ή λουσάσθωσαν
Απαρέμφατο
λούσασθαι
Μετοχή
λουσάμενος
λουσαμένη
λουσάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
λέλουσμαι,
λέλουσαι, λέλουσται, λελούσμεθα, λέλουσθε, λελουσμένοι εἰσί(ν)
Μετοχή
λελουσμένος,
λελουσμένη, λελουσμένον