Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λούω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λούω, λούεις, λούει, λοῦμεν, λοῦτε, λοῦσι(ν)
λούω, λούῃς, λούῃ, λούωμεν, λούητε, λούωσι(ν)
λούοιμι, λούοις, λούοι, λούοιμεν, λούοιτε, λούοιεν
Προστακτική
---, λοῦε, λουέτω, ---, λούετε, λουόντων (ή λουέτωσαν)
λούειν
Μετοχή
λούων, λούουσα, λοῦον
Ενεστώτας
Οριστική
λοῦμαι, λοῖ, λοῦται, λούμεθα, λοῦσθε, λοῦνται
λούωμαι, λούῃ, λούηται, λουώμεθα, λούησθε, λούωνται
λουοίμην, λούοιο, λούοιτο, λουοίμεθα, λούοισθε, λούοιντο
Προστακτική
---, λούου, λουέσθω, ---, λούεσθε, λουέσθων ή λουέσθωσαν
Απαρέμφατο
λούεσθαι
Μετοχή
λουόμενος
λουομένη
λουόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλούμην, ἐλοῦ, ἐλοῦτο, ἐλούμεθα, ἐλοῦσθε, ἐλοῦντο
Οριστική
λούσομαι, λούσῃ ή λούσει, λούσεται, λουσόμεθα, λούσεσθε, λούσονται
λουσοίμην, λούσοιο, λούσοιτο, λουσοίμεθα, λούσοισθε, λούσοιντο
Απαρέμφατο
λούσεσθαι
Μετοχή
λουσόμενος
λουσομένη
λουσόμενον
Οριστική
ἐλουσάμην, ἐλούσω, ἐλούσατο, ἐλουσάμεθα, ἐλούσασθε, ἐλούσαντο
λούσωμαι, λούσῃ, λούσηται, λουσώμεθα, λούσησθε, λούσωνται
λουσαίμην, λούσαιο, λούσαιτο, λουσαίμεθα, λούσαισθε, λούσαιντο
Προστακτική
---, λοῦσαι, λουσάσθω, ---, λούσασθε, λουσάσθων ή λουσάσθωσαν
λούσασθαι
Μετοχή
λουσάμενος
λουσαμένη
λουσάμενον
Οριστική
λέλουσμαι, λέλουσαι, λέλουσται, λελούσμεθα, λέλουσθε, λελουσμένοι εἰσί(ν)
λελουσμένος, λελουσμένη, λελουσμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου