Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταλεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταλεύω»
 
(καταλεύω = λιθοβολώ)
 
Ενεστώτας
Οριστική
καταλεύω, καταλεύεις, καταλεύει, καταλεύομεν, καταλεύετε, καταλεύουσι(ν)
Υποτακτική
καταλεύω, καταλεύς, καταλεύ, καταλεύωμεν, καταλεύητε, καταλεύωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύοιμι, καταλεύοις, καταλεύοι, καταλεύοιμεν, καταλεύοιτε, καταλεύοιεν
Προστακτική
---, κατάλευε, καταλευέτω, ---, καταλεύετε, καταλευόντων (ή καταλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεύειν
Μετοχή
καταλεύων, καταλεύουσα, καταλεον
 
Παρατατικός
Οριστική
κατέλευον, κατέλευες, κατέλευε, κατελεύομεν, κατελεύετε, κατέλευον
 
Αόριστος
Οριστική
κατέλευσα, κατέλευσας, κατέλευσε(ν), κατελεύσαμεν, κατελεύσατε, κατέλευσαν
Υποτακτική
καταλεύσω, καταλεύσς, καταλεύσ, καταλεύσωμεν, καταλεύσητε, καταλεύσωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύσαιμι, καταλεύσαις ή καταλεύσειας, καταλεύσαι ή καταλεύσειε(ν), καταλεύσαιμεν, καταλεύσαιτε, καταλεύσαιεν ή καταλεύσειαν
Προστακτική
---, κατάλευσον, καταλευσάτω, ---, καταλεύσατε, καταλευσάντων (ή καταλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεσαι
Μετοχή
καταλεύσας, καταλεύσασα, καταλεσαν
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
καταλευσθήσομαι, καταλευσθήσ ή καταλευσθήσει, καταλευσθήσεται, καταλευσθησόμεθα, καταλευσθήσεσθε, καταλευσθήσονται
Ευκτική
καταλευσθησοίμην, καταλευσθήσοιο, καταλευσθήσοιτο, καταλευσθησοίμεθα, καταλευσθήσοισθε, καταλευσθήσοιντο
Απαρέμφατο
καταλευσθήσεσθαι
Μετοχή
καταλευσθησόμενος
καταλευσθησομένη
καταλευσθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κατελεύσθην, κατελεύσθης, κατελεύσθη, κατελεύσθημεν, κατελεύσθητε, κατελεύσθησαν
Υποτακτική
καταλευσθ, καταλευσθς, καταλευσθ, καταλευσθμεν, καταλευσθτε, καταλευσθσι(ν)
Ευκτική
καταλευσθείην, καταλευσθείης, καταλευσθείη, καταλευσθείημεν ή καταλευσθεμεν, καταλευσθείητε ή καταλευσθετε, καταλευσθείησαν ή καταλευσθεεν
Προστακτική
---, καταλεύσθητι, καταλευσθήτω, ---, καταλεύσθητε, καταλευσθέντων ή καταλευσθήτωσαν
Απαρέμφατο
καταλευσθναι
Μετοχή
καταλευσθείς
καταλευσθεσα
καταλευσθέν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»
 
νεωτερίζω: κάνω μεταρρυθμίσεις, καινοτομώ, στασιάζω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζω, νεωτερίζεις, νεωτερίζει, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτερίζουσι(ν)
Υποτακτική
νεωτερίζω, νεωτερίζς, νεωτερίζ, νεωτερίζωμεν, νεωτερίζητε, νεωτερίζωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίζοιμι, νεωτερίζοις, νεωτερίζοι, νεωτερίζοιμεν, νεωτερίζοιτε, νεωτερίζοιεν
Προστακτική
---, νεωτέριζε, νεωτεριζέτω, ---, νεωτερίζετε, νεωτεριζόντων (ή νεωτεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίζειν
Μετοχή
νεωτερίζων, νεωτερίζουσα, νεωτερίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
νεωτέριζον, νεωτέριζες, νεωτέριζε, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτέριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
νεωτερι, νεωτεριες, νεωτεριε, νεωτεριομεν, νεωτεριετε, νεωτεριοσι(ν)
Ευκτική
νεωτεριομι, νεωτεριος, νεωτεριο, ή νεωτεριοίην, νεωτεριοίης, νεωτεριοίη, νεωτεριομεν, νεωτεριοτε, νεωτεριοεν
Απαρέμφατο
νεωτεριεν
Μετοχή
νεωτεριν, νεωτεριοσα, νεωτεριον
 
Αόριστος
Οριστική
νεωτέρισα, νεωτέρισας, νεωτέρισε(ν), νεωτερίσαμεν, νεωτερίσατε, νεωτέρισαν
Υποτακτική
νεωτερίσω, νεωτερίσς, νεωτερίσ, νεωτερίσωμεν, νεωτερίσητε, νεωτερίσωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίσαιμι, νεωτερίσαις ή νεωτερίσειας, νεωτερίσαι ή νεωτερίσειε(ν), νεωτερίσαιμεν, νεωτερίσαιτε, νεωτερίσαιεν ή νεωτερίσειαν
Προστακτική
---, νεωτέρισον, νεωτερισάτω, ---, νεωτερίσατε, νεωτερισάντων (ή νεωτερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίσαι
Μετοχή
νεωτερίσας, νεωτερίσασα, νεωτερίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζομαι, νεωτερίζ ή νεωτερίζει, νεωτερίζεται, νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζονται
Υποτακτική
νεωτερίζωμαι, νεωτερίζ, νεωτερίζηται, νεωτεριζώμεθα, νεωτερίζησθε, νεωτερίζωνται
Ευκτική
νεωτεριζοίμην, νεωτερίζοιο, νεωτερίζοιτο, νεωτεριζοίμεθα, νεωτερίζοισθε, νεωτερίζοιντο
Προστακτική
---, νεωτερίζου, νεωτεριζέσθω, ---, νεωτερίζεσθε, νεωτεριζέσθων ή νεωτεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερίζεσθαι
Μετοχή
νεωτεριζόμενος
νεωτεριζομένη
νεωτεριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νεωτεριζόμην, νεωτερίζου, νεωτερίζετο, νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νεωτερίσθην, νεωτερίσθης, νεωτερίσθη, νεωτερίσθημεν, νεωτερίσθητε, νεωτερίσθησαν
Υποτακτική
νεωτερισθ, νεωτερισθς, νεωτερισθ, νεωτερισθμεν, νεωτερισθτε, νεωτερισθσι(ν)
Ευκτική
νεωτερισθείην, νεωτερισθείης, νεωτερισθείη, νεωτερισθείημεν ή νεωτερισθεμεν, νεωτερισθείητε ή νεωτερισθετε, νεωτερισθείησαν ή νεωτερισθεεν
Προστακτική
---, νεωτερίσθητι, νεωτερισθήτω, ---, νεωτερίσθητε, νεωτερισθέντων ή νεωτερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερισθναι
Μετοχή
νεωτερισθείς
νεωτερισθεσα
νεωτερισθέν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυσιτελέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυσιτελέω-»
 
λυσιτελῶ = ωφελώ
 
Ενεστώτας
Οριστική
λυσιτελ, λυσιτελες, λυσιτελε, λυσιτελομεν, λυσιτελετε, λυσιτελοσι(ν)
Υποτακτική
λυσιτελ, λυσιτελς, λυσιτελ, λυσιτελμεν, λυσιτελτε, λυσιτελσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελομι, λυσιτελος, λυσιτελο, ή λυσιτελοίην, λυσιτελοίης, λυσιτελοίη, λυσιτελομεν, λυσιτελοτε, λυσιτελοεν
Προστακτική
---, λυσιτέλει, λυσιτελείτω, ---, λυσιτελετε, λυσιτελούντων (ή λυσιτελείτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελεν
Μετοχή
λυσιτελν, λυσιτελοσα, λυσιτελον
 
Παρατατικός
Οριστική
λυσιτέλουν, λυσιτέλεις, λυσιτέλει, λυσιτελομεν, λυσιτελετε, λυσιτέλουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
λυσιτελήσω, λυσιτελήσεις, λυσιτελήσει, λυσιτελήσομεν, λυσιτελήσετε, λυσιτελήσουσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσοιμι, λυσιτελήσοις, λυσιτελήσοι, λυσιτελήσοιμεν, λυσιτελήσοιτε, λυσιτελήσοιεν
Απαρέμφατο
λυσιτελήσειν
Μετοχή
λυσιτελήσων, λυσιτελήσουσα, λυσιτελσον
 
Αόριστος
Οριστική
λυσιτέλησα, λυσιτέλησας, λυσιτέλησε(ν), λυσιτελήσαμεν, λυσιτελήσατε, λυσιτέλησαν
Υποτακτική
λυσιτελήσω, λυσιτελήσς, λυσιτελήσ, λυσιτελήσωμεν, λυσιτελήσητε, λυσιτελήσωσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσαιμι, λυσιτελήσαις ή λυσιτελήσειας, λυσιτελήσαι ή λυσιτελήσειε(ν), λυσιτελήσαιμεν, λυσιτελήσαιτε, λυσιτελήσαιεν ή λυσιτελήσειαν
Προστακτική
---, λυσιτέλησον, λυσιτελησάτω, ---, λυσιτελήσατε, λυσιτελησάντων (ή λυσιτελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελσαι
Μετοχή
λυσιτελήσας, λυσιτελήσασα, λυσιτελσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»
 
θραύω = σπάω, συντρίβω  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θραύω, θραύεις, θραύει, θραύομεν, θραύετε, θραύουσι(ν)
Υποτακτική
θραύω, θραύς, θραύ, θραύωμεν, θραύητε, θραύωσι(ν)
Ευκτική
θραύοιμι, θραύοις, θραύοι, θραύοιμεν, θραύοιτε, θραύοιεν
Προστακτική
---, θραε, θραυέτω, ---, θραύετε, θραυόντων (ή θραυέτωσαν)
Απαρέμφατο
θραύειν
Μετοχή
θραύων, θραύουσα, θραον
 
Αόριστος
Οριστική
θραυσα, θραυσας, θραυσε(ν), θραύσαμεν, θραύσατε, θραυσαν
Υποτακτική
θραύσω, θραύσς, θραύσ, θραύσωμεν, θραύσητε, θραύσωσι(ν)
Ευκτική
θραύσαιμι, θραύσαις ή θραύσειας, θραύσαι ή θραύσειε(ν), θραύσαιμεν, θραύσαιτε, θραύσαιεν ή θραύσειαν
Προστακτική
---, θρασον, θραυσάτω, ---, θραύσατε, θραυσάντων (ή θραυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
θρασαι
Μετοχή
θραύσας, θραύσασα, θρασαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θραύομαι, θραύ ή θραύει, θραύεται, θραυόμεθα, θραύεσθε, θραύονται
Υποτακτική
θραύωμαι, θραύ, θραύηται, θραυώμεθα, θραύησθε, θραύωνται
Ευκτική
θραυοίμην, θραύοιο, θραύοιτο, θραυοίμεθα, θραύοισθε, θραύοιντο
Προστακτική
---, θραύου, θραυέσθω, ---, θραύεσθε, θραυέσθων ή θραυέσθωσαν
Απαρέμφατο
θραύεσθαι
Μετοχή
θραυόμενος
θραυομένη
θραυόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
θραύσθην, θραύσθης, θραύσθη, θραύσθημεν, θραύσθητε, θραύσθησαν
Υποτακτική
θραυσθ, θραυσθς, θραυσθ, θραυσθμεν, θραυσθτε, θραυσθσι(ν)
Ευκτική
θραυσθείην, θραυσθείης, θραυσθείη, θραυσθείημεν ή θραυσθεμεν, θραυσθείητε ή θραυσθετε, θραυσθείησαν ή θραυσθεεν
Προστακτική
---, θραύσθητι, θραυσθήτω, ---, θραύσθητε, θραυσθέντων ή θραυσθήτωσαν
Απαρέμφατο
θραυσθναι
Μετοχή
θραυσθείς
θραυσθεσα
θραυσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραυσμαι, τέθραυσαι, τέθραυσται, τεθραύσμεθα, τέθραυσθε, τεθραυσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ς
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα μεν
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα τε
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα σι
 
Ευκτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εην
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εης
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εη
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εημεν (εμεν)
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εητε (ετε)
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέθραυσο, τεθραύσθω, --- τέθραυσθε, τεθραύσθων ή τεθραύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τεθρασθαι
Μετοχή
τεθραυσμένος,
τεθραυσμένη,
τεθραυσμένον
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...