Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποδειλιάω / ἀποδειλιῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ποδειλιάω / ποδειλι»
 
ποδειλι =  είμαι δειλός, δεν τολμώ
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποδειλι, ποδειλις, ποδειλι, ποδειλιμεν, ποδειλιτε, ποδειλισι(ν)
Υποτακτική
ποδειλι, ποδειλις, ποδειλι, ποδειλιμεν, ποδειλιτε, ποδειλισι(ν)
Ευκτική
ποδειλιμι, ποδειλις, ποδειλι ή ποδειλιην, ποδειλιης, ποδειλιη, ποδειλιμεν, ποδειλιτε, ποδειλιεν
Προστακτική
---, ποδειλία, ποδειλιάτω, ---, ποδειλιτε, ποδειλιώντων ή ποδειλιάτωσαν
Απαρέμφατο
ποδειλιν
Μετοχή
ποδειλιν, ποδειλισα, ποδειλιν
 
Παρατατικός
πεδειλίων, πεδειλίας, πεδειλία, πεδειλιμεν, πεδειλιτε, πεδειλίων
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποδειλιάσω, ποδειλιάσεις, ποδειλιάσει, ποδειλιάσομεν, ποδειλιάσετε, ποδειλιάσουσι(ν)
Ευκτική
ποδειλιάσοιμι, ποδειλιάσοις, ποδειλιάσοι, ποδειλιάσοιμεν, ποδειλιάσοιτε, ποδειλιάσοιεν
Απαρέμφατο
ποδειλιάσειν
Μετοχή
ποδειλιάσων, ποδειλιάσουσα, ποδειλισον
 
Αόριστος
Οριστική
πεδειλίασα, πεδειλίασας, πεδειλίασε(ν), πεδειλιάσαμεν, πεδειλιάσατε, πεδειλίασαν
Υποτακτική
ποδειλιάσω, ποδειλιάσς, ποδειλιάσ, ποδειλιάσωμεν, ποδειλιάσητε, ποδειλιάσωσι(ν)
Ευκτική
ποδειλιάσαιμι, ποδειλιάσαις ή ποδειλιάσειας, ποδειλιάσαι ή ποδειλιάσειε(ν), ποδειλιάσαιμεν, ποδειλιάσαιτε, ποδειλιάσαιεν ή ποδειλιάσειαν
Προστακτική
---, ποδειλίασον, ποδειλιασάτω, ---, ποδειλιάσατε, ποδειλιασάντων (ή ποδειλιασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ποδειλισαι
Μετοχή
ποδειλίασας, ποδειλιάσασα, ποδειλισαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ποδεδειλίακα, ποδεδειλίακας, ποδεδειλίακε, ποδεδειλιάκαμεν, ποδεδειλιάκατε, ποδεδειλιάκασι(ν)
 
Υποτακτική
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός ς
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα μεν
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα τε
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα σι(ν)
 
Ευκτική
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός εην
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός εης
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός εη
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα εημεν/ εμεν
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα εητε/ ετε
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός σθι
ποδεδειλιακώς- ποδεδειλιακυα- ποδεδειλιακός στω
---
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα στε
ποδεδειλιακότες- ποδεδειλιακυαι- ποδεδειλιακότα στων
 
Απαρέμφατο
ποδεδειλιακέναι
 
Μετοχή
ποδεδειλιακώς, ποδεδειλιακυα, ποδεδειλιακός

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀλέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λέω-»
 
λ = αλέθω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λ, λες, λε, λομεν, λετε, λοσι(ν)
Υποτακτική
λ, λς, λ, λμεν, λτε, λσι(ν)
Ευκτική
λομι, λος, λο, ή λοίην, λοίης, λοίη, λομεν, λοτε, λοεν
Προστακτική
---, λει, λείτω, ---, λετε, λούντων (ή λείτωσαν)
Απαρέμφατο
λεν
Μετοχή
λν, λοσα, λον
 
Παρατατικός
Οριστική
λουν, λεις, λει, λομεν, λετε, λουν
 
Αόριστος
Οριστική
λεσα, λεσας, λεσε(ν), λέσαμεν, λέσατε, λεσαν
Υποτακτική
λέσω, λέσς, λέσ, λέσωμεν, λέσητε, λέσωσι(ν)
Ευκτική
λέσαιμι, λέσαις ή λέσειας, λέσαι ή λέσαιε(ν) λέσαιμεν, λέσαιτε, λέσαιεν ή λέσειαν
Προστακτική
---, λεσον, λεσάτω, ---, λέσατε, λεσάντων (ή λεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
λέσαι
Μετοχή
λέσας, λέσασα, λέσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλεκα, λήλεκας, λήλεκε, ληλέκαμεν, ληλέκατε, ληλέκασι(ν)
 
Υποτακτική
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός ς
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα μεν
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα τε
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα σι
 
Ευκτική
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εην
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εης
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός εη
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εημεν (εμεν)
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εητε (ετε)
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός σθι
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός στω
---
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα στε
ληλεκότες- ληλεκυαι- ληλεκότα στων
 
Απαρέμφατο
ληλεκέναι
Μετοχή
ληλεκώς- ληλεκυα- ληλεκός
 
Μέση Φωνή
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λέσθην, λέσθης, λέσθη, λέσθημεν, λέσθητε, λέσθησαν
Υποτακτική
λεσθ, λεσθς, λεσθ, λεσθμεν, λεσθτε, λεσθσι(ν)
Ευκτική
λεσθείην, λεσθείης, λεσθείη, λεσθείημεν ή λεσθεμεν, λεσθείητε ή λεσθετε, λεσθείησαν ή λεσθεεν
Προστακτική
---, λέσθητι, λεσθήτω, ---, λέσθητε, λεσθέντων ή λεσθήτωσαν
Απαρέμφατο
λεσθναι
Μετοχή
λεσθείς
λεσθεσα
λεσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λήλεσμαι, λήλεσαι, λήλεσται, ληλέσμεθα, λήλεσθε, ληλεσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον ς
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα μεν
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα τε
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα σι
 
Ευκτική
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εην
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εης
ληλεσμένος- ληλεσμένη- ληλεσμένον εη
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εημεν (εμεν)
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εητε (ετε)
ληλεσμένοι- ληλεσμέναι- ληλεσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λήλεσο, ληλέσθω, --- λήλεσθε, ληλέσθων ή ληλέσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ληλέσθαι
Μετοχή
ληλεσμένος,
ληλεσμένη,
ληλεσμένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
πέτομαι, πέτ ή πέτει, πέτεται, πετόμεθα, πέτεσθε, πέτονται
Υποτακτική
πέτωμαι, πέτ, πέτηται, πετώμεθα, πέτησθε, πέτωνται
Ευκτική
πετοίμην, πέτοιο, πέτοιτο, πετοίμεθα, πέτοισθε, πέτοιντο
Προστακτική
---, πέτου, πετέσθω, ---, πέτεσθε, πετέσθων ή πετέσθωσαν
Απαρέμφατο
πέτεσθαι
Μετοχή
πετόμενος
πετομένη
πετόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πετόμην, πέτου, πέτετο, πετόμεθα, πέτεσθε, πέτοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πτήσομαι, πτήσ ή πτήσει, πτήσεται, πτησόμεθα, πτήσεσθε, πτήσονται
Ευκτική
πτησοίμην, πτήσοιο, πτήσοιτο, πτησοίμεθα, πτήσοισθε, πτήσοιντο
Απαρέμφατο
πτήσεσθαι
Μετοχή
πτησόμενος
πτησομένη
πτησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
πτόμην, πτου, πτετο, πτόμεθα, πτεσθε, πτοντο
Υποτακτική
---, ---, πήται, ---, ---, ----
Ευκτική
---, ---, πττο, ---, ---, ---
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
πτέσθαι
Μετοχή
πτόμενος, πτομένη, πτόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πετάσθην, πετάσθης, πετάσθη, πετάσθημεν, πετάσθητε, πετάσθησαν
Υποτακτική
πετασθ, πετασθς, πετασθ, πετασθμεν, πετασθτε, πετασθσι(ν)
Ευκτική
πετασθείην, πετασθείης, πετασθείη, πετασθείημεν ή πετασθεμεν, πετασθείητε ή πετασθετε, πετασθείησαν ή πετασθεεν
Προστακτική
---, πετάσθητι, πετασθήτω, ---, πετάσθητε, πετασθέντων ή πετασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πετασθναι
Μετοχή
πετασθείς
πετασθεσα
πετασθέν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...