Αρχαία
Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποδειλιάω
/ ἀποδειλιῶ»
ἀποδειλιῶ = είμαι δειλός, δεν τολμώ
Ενεστώτας
Οριστική
ἀποδειλιῶ, ἀποδειλιᾷς, ἀποδειλιᾷ, ἀποδειλιῶμεν, ἀποδειλιᾶτε, ἀποδειλιῶσι(ν)
Υποτακτική
ἀποδειλιῶ, ἀποδειλιᾷς, ἀποδειλιᾷ, ἀποδειλιῶμεν, ἀποδειλιᾶτε, ἀποδειλιῶσι(ν)
Ευκτική
ἀποδειλιῷμι, ἀποδειλιῷς, ἀποδειλιῷ ή ἀποδειλιῴην, ἀποδειλιῴης, ἀποδειλιῴη, ἀποδειλιῷμεν, ἀποδειλιῷτε, ἀποδειλιῷεν
Προστακτική
---,
ἀποδειλία,
ἀποδειλιάτω,
---, ἀποδειλιᾶτε, ἀποδειλιώντων ή ἀποδειλιάτωσαν
Απαρέμφατο
ἀποδειλιᾶν
Μετοχή
ἀποδειλιῶν, ἀποδειλιῶσα, ἀποδειλιῶν
Παρατατικός
ἀπεδειλίων, ἀπεδειλίας, ἀπεδειλία, ἀπεδειλιῶμεν, ἀπεδειλιᾶτε, ἀπεδειλίων
Μέλλοντας
Οριστική
ἀποδειλιάσω, ἀποδειλιάσεις, ἀποδειλιάσει, ἀποδειλιάσομεν, ἀποδειλιάσετε, ἀποδειλιάσουσι(ν)
Ευκτική
ἀποδειλιάσοιμι, ἀποδειλιάσοις, ἀποδειλιάσοι, ἀποδειλιάσοιμεν, ἀποδειλιάσοιτε, ἀποδειλιάσοιεν
Απαρέμφατο
ἀποδειλιάσειν
Μετοχή
ἀποδειλιάσων, ἀποδειλιάσουσα, ἀποδειλιᾶσον
Αόριστος
Οριστική
ἀπεδειλίασα, ἀπεδειλίασας, ἀπεδειλίασε(ν), ἀπεδειλιάσαμεν, ἀπεδειλιάσατε, ἀπεδειλίασαν
Υποτακτική
ἀποδειλιάσω, ἀποδειλιάσῃς, ἀποδειλιάσῃ, ἀποδειλιάσωμεν, ἀποδειλιάσητε, ἀποδειλιάσωσι(ν)
Ευκτική
ἀποδειλιάσαιμι, ἀποδειλιάσαις ή ἀποδειλιάσειας, ἀποδειλιάσαι ή ἀποδειλιάσειε(ν), ἀποδειλιάσαιμεν, ἀποδειλιάσαιτε, ἀποδειλιάσαιεν ή ἀποδειλιάσειαν
Προστακτική
---,
ἀποδειλίασον,
ἀποδειλιασάτω,
---, ἀποδειλιάσατε,
ἀποδειλιασάντων
(ή ἀποδειλιασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀποδειλιᾶσαι
Μετοχή
ἀποδειλίασας, ἀποδειλιάσασα, ἀποδειλιᾶσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀποδεδειλίακα, ἀποδεδειλίακας, ἀποδεδειλίακε, ἀποδεδειλιάκαμεν, ἀποδεδειλιάκατε, ἀποδεδειλιάκασι(ν)
Υποτακτική
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός ὦ
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός ᾖς
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός ᾖ
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα ὦμεν
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα ἦτε
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα ὦσι(ν)
Ευκτική
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός εἴην
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός εἴης
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός εἴη
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα εἴημεν/ εἶμεν
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα εἴητε/ εἶτε
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα εἴησαν/ εἶεν
Προστακτική
---
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός ἴσθι
ἀποδεδειλιακώς- ἀποδεδειλιακυῖα- ἀποδεδειλιακός ἔστω
---
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα ἔστε
ἀποδεδειλιακότες- ἀποδεδειλιακυῖαι- ἀποδεδειλιακότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἀποδεδειλιακέναι
Μετοχή
ἀποδεδειλιακώς, ἀποδεδειλιακυῖα, ἀποδεδειλιακός
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀλέω-ῶ»
ἀλῶ = αλέθω
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀλῶ, ἀλεῖς, ἀλεῖ, ἀλοῦμεν, ἀλεῖτε, ἀλοῦσι(ν)
Υποτακτική
ἀλῶ, ἀλῇς, ἀλῇ, ἀλῶμεν, ἀλῆτε, ἀλῶσι(ν)
Ευκτική
ἀλοῖμι, ἀλοῖς, ἀλοῖ, ή ἀλοίην, ἀλοίης, ἀλοίη, ἀλοῖμεν, ἀλοῖτε, ἀλοῖεν
Προστακτική
---,
ἄλει,
ἀλείτω,
---, ἀλεῖτε, ἀλούντων (ή ἀλείτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀλεῖν
Μετοχή
ἀλῶν, ἀλοῦσα, ἀλοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἤλουν, ἤλεις, ἤλει, ἠλοῦμεν, ἠλεῖτε, ἤλουν
Αόριστος
Οριστική
ἤλεσα, ἤλεσας, ἤλεσε(ν), ἠλέσαμεν, ἠλέσατε, ἤλεσαν
Υποτακτική
ἀλέσω, ἀλέσῃς, ἀλέσῃ, ἀλέσωμεν, ἀλέσητε, ἀλέσωσι(ν)
Ευκτική
ἀλέσαιμι, ἀλέσαις ή ἀλέσειας, ἀλέσαι ή ἀλέσαιε(ν) ἀλέσαιμεν, ἀλέσαιτε, ἀλέσαιεν ή ἀλέσειαν
Προστακτική
---,
ἄλεσον,
ἀλεσάτω,
---, ἀλέσατε,
ἀλεσάντων
(ή ἀλεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀλέσαι
Μετοχή
ἀλέσας, ἀλέσασα, ἀλέσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀλήλεκα, ἀλήλεκας, ἀλήλεκε, ἀληλέκαμεν, ἀληλέκατε, ἀληλέκασι(ν)
Υποτακτική
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ὦ
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ᾖς
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ᾖ
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ὦμεν
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ἦτε
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ὦσι
Ευκτική
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός εἴην
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός εἴης
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός εἴη
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα εἴητε (εἶτε)
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ἴσθι
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός ἔστω
---
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ἔστε
ἀληλεκότες- ἀληλεκυῖαι- ἀληλεκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἀληλεκέναι
Μετοχή
ἀληλεκώς- ἀληλεκυῖα- ἀληλεκός
Μέση
Φωνή
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἠλέσθην, ἠλέσθης, ἠλέσθη, ἠλέσθημεν, ἠλέσθητε, ἠλέσθησαν
Υποτακτική
ἀλεσθῶ, ἀλεσθῇς, ἀλεσθῇ, ἀλεσθῶμεν, ἀλεσθῆτε, ἀλεσθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀλεσθείην, ἀλεσθείης, ἀλεσθείη, ἀλεσθείημεν ή ἀλεσθεῖμεν, ἀλεσθείητε ή ἀλεσθεῖτε, ἀλεσθείησαν ή ἀλεσθεῖεν
Προστακτική
---,
ἀλέσθητι,
ἀλεσθήτω,
---, ἀλέσθητε,
ἀλεσθέντων
ή ἀλεσθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀλεσθῆναι
Μετοχή
ἀλεσθείς
ἀλεσθεῖσα
ἀλεσθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀλήλεσμαι, ἀλήλεσαι, ἀλήλεσται, ἀληλέσμεθα, ἀλήλεσθε, ἀληλεσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον ὦ
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον ᾖς
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον ᾖ
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα ὦμεν
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα ἦτε
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα ὦσι
Ευκτική
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον εἴην
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον εἴης
ἀληλεσμένος- ἀληλεσμένη- ἀληλεσμένον εἴη
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα εἴητε (εἶτε)
ἀληλεσμένοι- ἀληλεσμέναι- ἀληλεσμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---,
ἀλήλεσο,
ἀληλέσθω,
--- ἀλήλεσθε,
ἀληλέσθων
ή ἀληλέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀληλέσθαι
Μετοχή
ἀληλεσμένος,
ἀληλεσμένη,
ἀληλεσμένον
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
πέτομαι, πέτῃ ή πέτει, πέτεται, πετόμεθα,
πέτεσθε, πέτονται
Υποτακτική
πέτωμαι,
πέτῃ, πέτηται,
πετώμεθα, πέτησθε, πέτωνται
Ευκτική
πετοίμην,
πέτοιο, πέτοιτο, πετοίμεθα, πέτοισθε, πέτοιντο
Προστακτική
---,
πέτου, πετέσθω, ---, πέτεσθε, πετέσθων ή πετέσθωσαν
Απαρέμφατο
πέτεσθαι
Μετοχή
πετόμενος
πετομένη
πετόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπετόμην, ἐπέτου, ἐπέτετο, ἐπετόμεθα, ἐπέτεσθε, ἐπέτοντο
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
πτήσομαι, πτήσῃ ή πτήσει, πτήσεται, πτησόμεθα,
πτήσεσθε, πτήσονται
Ευκτική
πτησοίμην,
πτήσοιο, πτήσοιτο, πτησοίμεθα, πτήσοισθε, πτήσοιντο
Απαρέμφατο
πτήσεσθαι
Μετοχή
πτησόμενος
πτησομένη
πτησόμενον
Αόριστος
Β΄
Οριστική
ἐπτόμην, ἔπτου, ἔπτετο, ἐπτόμεθα, ἔπτεσθε, ἔπτοντο
Υποτακτική
---,
---, πήται, ---, ---, ----
Ευκτική
---,
---, πτῆτο, ---,
---, ---
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
πτέσθαι
Μετοχή
πτόμενος,
πτομένη, πτόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐπετάσθην, ἐπετάσθης, ἐπετάσθη, ἐπετάσθημεν, ἐπετάσθητε, ἐπετάσθησαν
Υποτακτική
πετασθῶ, πετασθῇς, πετασθῇ, πετασθῶμεν, πετασθῆτε, πετασθῶσι(ν)
Ευκτική
πετασθείην,
πετασθείης, πετασθείη, πετασθείημεν ή πετασθεῖμεν, πετασθείητε ή πετασθεῖτε, πετασθείησαν ή πετασθεῖεν
Προστακτική
---,
πετάσθητι, πετασθήτω, ---, πετάσθητε, πετασθέντων ή πετασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πετασθῆναι
Μετοχή
πετασθείς
πετασθεῖσα
πετασθέν