Ιστορία
Β΄ Λυκείου: Οι αγρότες-στρατιώτες της βυζαντινής αυτοκρατορίας Συνδυάζοντας
τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας
δίνεται να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Ποιοι
παράγοντες επιβάρυναν οικονομικά τους αγρότες-στρατιώτες της βυζαντινής
αυτοκρατορίας; β. Ποια
οφέλη αποκόμιζε το Βυζαντινό κράτος από τους αγρότες-στρατιώτες; ΚΕΙΜΕΝΟ Ο
πλούτος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στους αγρότες.
[…] Οι αγρότες ήταν οι κύριοι φοροδότες του κράτους και οι προστάτες των
συνόρων του […]. Καθώς η φορολογία ήταν κυρίως σε χρήμα, η σοβαρή έλλειψη
νομισμάτων ανάγκαζε συχνά τους αγρότες να καταφεύγουν σε τοκογλύφους. Οι
φοροσυλλέκτες και οι κατ’ επάγγελμα δανειστές έγιναν έτσι τα πιο μισητά πρόσωπα
στο λαό. Εξάλλου, πολλοί αγρότες παρείχαν στην αυτοκρατορία και τις
στρατιωτικές τους υπηρεσίες[…] καθώς τον κύριο όγκο του πολυάριθμου βυζαντινού
στρατού τον αποτελούσαν οι λεγόμενοι στρατιώται που καθήκον τους ήταν να
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε περιόδους στρατιωτικών εκστρατειών ή εχθρικών
εισβολών, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι να προμηθεύονται τα απαραίτητα όπλα και
άλογα. Σε περιόδους ειρήνης, ωστόσο, οι ίδιοι αυτοί άνδρες καλλιεργούσαν τους
αγρούς και τα αμπέλια τους. Καθώς η ιδιοκτησία τους δεν ήταν αισθητά μεγαλύτερη
από εκείνη ενός απλού αγρότη, τα βάρη που επωμίζονταν γίνονταν δυσβάστακτα. Kazhdan,
A.P. & Epstein, A.W., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο
αιώνα, (μτφρ. Α. Παππάς), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 34-35. Ενδεικτική
απάντηση α. Για
την αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση του κράτους επιδιώχθηκε μια εκτεταμένη
διοικητική μεταρρύθμιση, η δημιουργία των θεμάτων. Τα θέματα αρχικά ήταν
στρατιωτικές μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές
απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές εγκατάστασής τους,
οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Οι στρατιώτες διέθεταν στρατιωτόπια,
δηλαδή κτήματα, από τα έσοδα των οποίων εξασφάλιζαν και συντηρούσαν το άλογο
και τον οπλισμό τους, πληροφορία που επιβεβαιώνεται από το παράθεμα, στο
οποίο επισημαίνεται πως σε περίοδο πολέμου -στρατιωτικής εκστρατείας ή εχθρικής
εισβολής- οι «στρατιώται» προμηθεύονταν μόνοι τους τα αναγκαία όπλα και τα
άλογα. Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία μεταβιβαζόταν από τον
πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Τα πρώτα θέματα οργανώθηκαν στη Μ. Ασία περί τα μέσα
του 7ου αιώνα. Από τα τέλη του 8ου αι., ωστόσο, σημειώνεται μια αποφασιστική
στροφή στην εξέλιξη της αγροτικής κοινότητας. Οι κοινωνικές διαφορές
εντείνονται και ευνοούν τη διαμόρφωση μιας νέας αριστοκρατίας, η οποία
ανέρχεται στη διοικητική κλίμακα και πλουτίζει ταχύτατα. Οι μικροκαλλιεργητές,
υπερφορτωμένοι από φόρους, προτιμούν να παραχωρήσουν τους κλήρους τους και να
γίνουν πάροικοι των δυνατών, παραιτούμενοι εκούσια από μια οδυνηρή ελευθερία. Όπως
συμπληρωματικά επισημαίνεται στο παράθεμα, οι αγρότες-στρατιώτες όφειλαν να
καταβάλουν τους φόρους κυρίως σε χρήματα παρ’ ότι υπήρχε έλλειψη νομισμάτων.
Αυτό τους ανάγκαζε να καταφεύγουν σε τοκογλύφους και να υφίστανται πρόσθετη
επιβάρυνση. Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός πως τα κτήματα των «στρατιωτών»
δεν ήταν ιδιαιτέρως μεγαλύτερα από εκείνα των απλών αγροτών αδυνατούσαν να
ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. β. Τα
νέα διοικητικά μέτρα είχαν σημαντικές συνέπειες για το αμυντικό σύστημα και την
κοινωνική οργάνωση του Βυζαντίου: Οι μισθοφόροι εξέλιπαν, ενώ οι νέοι
στρατιώτες-αγρότες αγωνίζονταν με αυταπάρνηση, επειδή παράλληλα υπερασπίζονταν
την ιδιοκτησία τους. Η βυζαντινή αυτοκρατορία επομένως, όπως τονίζεται στο
παράθεμα, ωφελούνταν διπλά από τους αγρότες-στρατιώτες, καθώς εκείνοι αφενός
αποτελούσαν την πλειονότητα των φοροδοτών του κράτους και αφετέρου προστάτευαν
τα σύνορά του. Οι ίδιοι πολίτες, δηλαδή, καλλιεργούσαν τα χωράφια και τα
αμπέλια σε περίοδο ειρήνης, ενώ σε περίοδο πολέμου καλούνταν να προσφέρουν τις στρατιωτικές
υπηρεσίες τους.
Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ελέγχω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ελέγχω, ελέγχεις,
ελέγχει, ελέγχουμε, ελέγχετε, ελέγχουν (ή ελέγχουνε) Υποτακτική να
ελέγχω, να ελέγχεις, να ελέγχει, να ελέγχουμε, να ελέγχετε, να ελέγχουν Προστακτική β΄
ενικό: έλεγχε – β΄ πληθυντικό: ελέγχετε Μετοχή ελέγχοντας Παρατατικός Οριστική έλεγχα, έλεγχες,
έλεγχε, ελέγχαμε, ελέγχατε, έλεγχαν Σημείωση:
Η χρονική αύξηση του ρήματος μπορεί να διατηρηθεί, όταν τονίζεται. ήλεγχα,
ήλεγχες, ήλεγχε, ελέγχαμε, ελέγχατε, ήλεγχαν Αόριστος Οριστική έλεγξα, έλεγξες,
έλεγξε, ελέγξαμε, ελέγξατε, έλεγξαν &
ήλεγξα, ήλεγξες, ήλεγξε, ελέγξαμε, ελέγξατε, ήλεγξαν Υποτακτική να
ελέγξω, να ελέγξεις, να ελέγξει, να ελέγξουμε, να ελέγξετε, να ελέγξουν Προστακτική β΄
ενικό: έλεγξε – β΄ πληθυντικό: ελέγξτε (ή ελέγξετε) Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
ελέγχω, θα ελέγχεις, θα ελέγχει, θα ελέγχουμε, θα ελέγχετε, θα ελέγχουν Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
ελέγξω, θα ελέγξεις, θα ελέγξει, θα ελέγξουμε, θα ελέγξετε, θα ελέγξουν Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω ελέγξει, θα έχεις ελέγξει, θα έχει ελέγξει, θα έχουμε ελέγξει, θα
έχετε ελέγξει, θα έχουν ελέγξει Παρακείμενος Οριστική έχω
ελέγξει, έχεις ελέγξει, έχει ελέγξει, έχουμε ελέγξει, έχετε ελέγξει,
έχουν ελέγξει Υποτακτική να
έχω ελέγξει, να έχεις ελέγξει, να έχει ελέγξει, να έχουμε ελέγξει, να έχετε ελέγξει,
να έχουν ελέγξει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα
ελέγξει, είχες ελέγξει, είχε ελέγξει, είχαμε ελέγξει, είχατε ελέγξει,
είχαν(ε) ελέγξει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ελέγχομαι, ελέγχεσαι,
ελέγχεται, ελεγχόμαστε, ελέγχεστε, ελέγχονται Υποτακτική να
ελέγχομαι, να ελέγχεσαι, να ελέγχεται, να ελεγχόμαστε, να ελέγχεστε, να ελέγχονται Προστακτική β΄
πληθυντικό: ελέγχεστε Μετοχή ελεγχόμενος,
ελεγχόμενη, ελεγχόμενο Παρατατικός Οριστική ελεγχόμουν, ελεγχόσουν,
ελεγχόταν, ελεγχόμαστε, ελεγχόσαστε, ελέγχονταν (&
ελεγχόμουνα, ελεγχόσουνα, ελεγχότανε) Αόριστος Οριστική ελέγχθηκα, ελέγχθηκες,
ελέγχθηκε, ελεγχθήκαμε, ελεγχθήκατε, ελέγχθηκαν &
ελέγχτηκα, ελέγχτηκες, ελέγχτηκε, ελεγχτήκαμε, ελεγχτήκατε, ελέγχτηκαν Υποτακτική να
ελεγχθώ, να ελεγχθείς, να ελεγχθεί, να ελεγχθούμε, να ελεγχθείτε,
να ελεγχθούν (ή να ελεγχθούνε) &
να ελεγχτώ, να ελεγχτείς, να ελεγχτεί, να ελεγχτούμε, να ελεγχτείτε, να
ελεγχτούν Προστακτική β΄
ενικού: ελέγξου β΄ πληθυντικό: ελεγχθείτε (ελεγχτείτε) Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
ελέγχομαι, θα ελέγχεσαι, θα ελέγχεται, θα ελεγχόμαστε, θα ελέγχεστε,
θα ελέγχονται Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
ελεγχθώ, θα ελεγχθείς, θα ελεγχθεί, θα ελεγχθούμε, θα ελεγχθείτε,
θα ελεγχθούν &
θα ελεγχτώ, θα ελεγχτείς, θα ελεγχτεί, θα ελεγχτούμε, θα ελεγχτείτε, θα
ελεγχτούν Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω ελεγχθεί, θα έχεις ελεγχθεί, θα έχει ελεγχθεί, θα έχουμε ελεγχθεί,
θα έχετε ελεγχθεί, θα έχουν ελεγχθεί &
θα έχω ελεγχτεί, θα έχεις ελεγχτεί, θα έχει ελεγχτεί, θα έχουμε
ελεγχτεί, θα έχετε ελεγχτεί, θα έχουν ελεγχτεί Παρακείμενος Οριστική έχω
ελεγχθεί, έχεις ελεγχθεί, έχει ελεγχθεί, έχουμε ελεγχθεί, έχετε ελεγχθεί,
έχουν ελεγχθεί Υποτακτική να
έχω ελεγχθεί, να έχεις ελεγχθεί, να έχει ελεγχθεί, να έχουμε ελεγχθεί, να έχετε
ελεγχθεί, να έχουν ελεγχθεί Μετοχή ελεγμένος,
ελεγμένη, ελεγμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ελεγχθεί,
είχες ελεγχθεί, είχε ελεγχθεί, είχαμε ελεγχθεί, είχατε ελεγχθεί, είχαν(ε) ελεγχθεί &
είχα ελεγχτεί, είχες ελεγχτεί, είχε
ελεγχτεί, είχαμε ελεγχτεί, είχατε ελεγχτεί, είχαν(ε) ελεγχτεί
Οδυσσέας
Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [Ζ΄] Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που
αθωώνεται γράφοντας
τ’ αρχικά της στο σκοτάδι Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών
βλεφάρων προνομιούχο Πιο κοντά στην κλειδαριά Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει
προς τη λύτρωση Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή
που υπάρχει σ’ άλλη
ζωή Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις
πράξεις των ηρώων του
(άστρο εχέμυθο) Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου,
υψώνεται ως τα χρώματα
του θυρεού της λήθης Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα
ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
καθάριου. Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου,
έτοιμος είμαι
στο προσκάλεσμά σου Είμαστε δυο, και παρακάτω η
ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το
σκοτάδι με χρωστάει στο φως Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη
γαλήνη Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής
που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους
της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες
της κι αποκτάει τη μέρα Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των
ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του
Έρωτα. Στην 7η ενότητα από τις Κλεψύδρες
του Αγνώστου ο Οδυσσέας Ελύτης προσεγγίζει τον «άγνωστο» κόσμο των ονείρων,
όταν σε μια μη συνειδητή κατάσταση ο νους αποκαλύπτει τις πραγματικές του
επιθυμίες, επαναφέρει επώδυνα ψυχικά τραύματα ή προσφέρει στο άτομο την κάποτε
αναγκαία παραμυθία. Μια άγνωστη πτυχή της ζωής τα όνειρα, η οποία, όπως κι
αυτές της μοίρας, του έρωτα, της μοναξιάς, αποκαλύπτεται σιγά σιγά στο άτομο,
καθώς ο χρόνος που περνά του φανερώνει όλο και περισσότερα μυστικά της ζωής και
του εαυτού του. «Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που
αθωώνεται γράφοντας τ’ αρχικά της στο σκοτάδι Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών
βλεφάρων προνομιούχο» Η στιγμή που ο άνθρωπος αφήνεται στον
ύπνο, είναι η στιγμή που περνά σ’ έναν άλλον κόσμο απαλλαγμένο από τις επιταγές
της πραγματικής ζωής. Αφήνεται για να ξεκουραστεί, με την ίδια αίσθηση
εμπιστοσύνης που ακόμη κι ο ουρανός αναζητά τη δική του ξεκούραση στην
«άγνοια», στην προσωρινή αποκοπή από τα τρέχοντα ή τα επικείμενα, ίσα μέχρι να
υπάρξει μια ανανέωση δυνάμεων για την υποδοχή της νέας ημέρας. Καθώς ακουμπά
στην «κουπαστή του ύπνου» -εικόνα ενδεικτική της δύναμης του ύπνου να οδηγεί
τον άνθρωπο σε άγνωστα, μα ασφαλή ταξίδια- περνά στη δικαιοδοσία μιας
διαφορετικής μορφής ζωής και συνείδησης. Καθίσταται ο «τυχερός αιχμάλωτος» μιας
«φλόγας», μιας πνευματικής λειτουργίας, η οποία είναι απαλλαγμένη από το
αίσθημα ενοχής, εφόσον τα όσα γράφει και αποκαλύπτει προσφέρονται στο
προνομιούχο εκείνο σκοτάδι που έχει την επικράτειά του στον άλλο εκείνο κόσμο
που ξεκινά πέρα από τα κλειστά βλέφαρα του ανθρώπου. Ένα σκοτάδι αντιφατικής
λειτουργίας υπό την έννοια πως εντός του ο άνθρωπος «αφανίζεται» μεν, αλλά
χωρίς να παύει να υπάρχει, να ζει και να δρα πνευματικά. «Πιο κοντά στην κλειδαριά Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει
προς τη λύτρωση Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή
που υπάρχει σ’ άλλη ζωή» Μόλις ο άνθρωπος περνά στη δικαιοδοσία
του ύπνου βρίσκεται αμέσως πλησιέστερα στην κλειδαριά εκείνη που μπορεί να του
αποκαλύψει ένα «μεγάλο μυστικό», το οποίο εν αγνοία του κινείται πλέον προς την
απελευθέρωσή του. Ο ύπνος, άλλωστε, επιτρέπει στις πραγματικές επιθυμίες και
στους πόθους του ατόμου να δημιουργήσουν ελεύθερα τις δικές τους εικόνες -με τη
μορφή των ονείρων- διαμορφώνοντας μια εντελώς διαφορετική «ζωή» για τον
άνθρωπο∙ μια ζωή αβίωτη υπό κανονικές συνθήκες, μα αληθινή με τον δικό της
τρόπο, που αποκτά υπόσταση πια εντός της ζωής του ανθρώπου. «Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις
πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο) Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου,
υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα
ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού καθάριου.» Ο ποιητής περνά αίφνης στη χρήση πρώτου
προσώπου προσδίδοντας πιο προσωπική χροιά στο περιεχόμενο του κειμένου, καθώς
συναισθάνεται τη σημασία των όσων αντικρίζει στον ύπνο του ο «άλλος» άνθρωπος∙
η άλλη πλευρά του εαυτού του. Τα οράματα που προκύπτουν τη στιγμή του ύπνου
εμπεριέχουν βαθύτατη αλήθεια, όπως το υποδηλώνει η εμφατική μεταφορά «αίμα που
τρέχει από τα μάτια μου». Τα όνειρα δεν είναι πάντοτε απλές παραστάσεις μιας μη
συνειδητής ζωής, είναι κάποτε το φανέρωμα μιας πληγής βαθιά ριζωμένης στην ψυχή
του ατόμου. Ο ποιητής αισθάνεται πως το αίμα του είναι αφιερωμένο στις πράξεις,
στις θυσίες και στα κατορθώματα των ηρώων της ζωής του. Το αίμα αυτό, ωστόσο,
είναι ένα «εχέμυθο άστρο», εφόσον δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο την ώρα του
ύπνου, όταν οι σκέψεις του ποιητή ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο. Την ώρα
εκείνη, μάλιστα, ο ποιητής βιώνει εκ νέου και με ένταση τον κόπο που έχει
καταβάλει, ώστε να μην ξεχαστούν οι ήρωές του, οι άνθρωποι που τόσο πολύ έχει
θαυμάσει. Ο προσωποποιημένος μόχθος των χεριών του υψώνεται και φτάνει μέχρι τα
χρώματα του οικοσήμου της λήθης. Μια ασύνειδη κίνηση ενδεικτική της θέλησής του
να αντιστρέψει το σαρωτικό έργο της λησμονιάς. Ο ποιητής, παράλληλα, έχει τη
δυνατότητα στον υπερβατικό και άχρονο κόσμο του ύπνου να αντικρίσει κι άλλες
πτυχές του εαυτού και της ζωής του. Μπορεί να αντικρίσει το «γέλιο» εκείνο -την
περιπαικτική διάθεση- που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του, τη μοίρα της ζωής
του, αλλά και το χέρι εκείνο -του γονιού, με την έννοια του γεννήτορα ή του
πνευματικού καθοδηγητή- που του μετέδωσε τον ενθουσιασμό και την επιθυμία για
ζωή. Αντικρίζει την αρχή της ζωής του, τις πληγές της ψυχής του και νιώθει να
τυλίγεται μέσα σε σύννεφα, τα οποία όμως δεν είναι απειλητικά ούτε μόνιμα,
εφόσον μπορούν γρήγορα να διαλυθούν με μια «φτυαριά ουρανού καθάριου»∙ με μια
σκέψη αισιόδοξη ή με μια πρόσκαιρη αφύπνιση που τον επαναφέρει στην
πραγματικότητα και τον αποδεσμεύει εύκολα από τον δαιδαλώδη κόσμο των ονείρων. «Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου,
έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου Είμαστε δυο, και παρακάτω η
ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων» Η επαναφορά του ποιητικού υποκειμένου στην
ονειρώδη κατάσταση, μετά τον τερματισμό της περιδιάβασής του στις οδυνηρές ή πιο
θλιβερές πτυχές του εσωτερικού του κόσμου, αποκτά μια πιο θετική όψη. Το
έμπιστο και γαλήνιο φως της ήρεμης πια ψυχής του γεμίζει εκ νέου τον «κήπο» των
ονείρων και ο ποιητής είναι έτοιμος να το ακολουθήσει στο κάλεσμά του, έχοντας
τη βεβαιότητα πως θα κινηθούν πλέον σε πιο οικείες και ασφαλείς περιοχές του
εσωτερικού του κόσμου. Τώρα το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι μόνο του έχει πλάι
του κάποιο αγαπημένο πρόσωπο και ήδη γνωρίζει τον χώρο στον οποίο βρίσκεται∙
λίγο πιο κάτω βρίσκεται η ακροθαλασσιά που πλαισιώνεται από τους γνώριμους
ήχους των γλάρων. Βρίσκεται, έτσι, στο οικείο νησιώτικο περιβάλλον της γέννησης
και των παιδικών του χρόνων. «Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το
σκοτάδι με χρωστάει στο φως Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη
γαλήνη» Ο ποιητής, άλλωστε, γνωρίζει πως οι
διαδρομές που ακολουθεί στον ύπνο του, όπως και στη ζωή του, έχουν σταθερά
κοινή κατάληξη. Για όπου κι αν ξεκινήσει το ταξίδι του -ονειρικό ή αληθινό-,
ξέρει πως το σκοτάδι των επώδυνων αναμνήσεων ή των δυσάρεστων σκέψεων θα τον
επιστρέψει στο φως της ελπίδας και της ψυχικής ηρεμίας, όπως, αντιστοίχως, οι
περιπλανήσεις του στη στεριά θα τον οδηγήσουν κατ’ ανάγκη στη θάλασσα, κι αν
εκεί βρεθεί σε φουρτούνες, θα επιστρέψει πάλι στη γαλήνη. Μια αισιόδοξη οπτική,
η οποία ισχύει πρωτίστως βέβαια για τον κόσμο των ονείρων, αλλά εν μέρει και
για την πραγματική του ζωή, εφόσον ο ποιητής γνωρίζει πως ό,τι αγαπά
περισσότερο είναι ο κόσμος της θάλασσας και των νησιών, όπως ακριβώς υπήρξε
περισσότερο ταγμένος στις φωτεινές και θετικές σκέψεις απ’ ό,τι στο σκοτάδι της
απαισιοδοξίας. «Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής
που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους
της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες
της κι αποκτάει τη μέρα Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των
ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του
Έρωτα.» Καθώς η νέα μέρα ξεκινά, το ποιητικό
υποκείμενο βρίσκει τον εαυτό του να «κρέμεται» από τα «κρόσσια», από τα
πολύχρωμα στολίδια του ξημερώματος, το οποίο με τον ερχομό του προσφέρει τον
αναγκαίο εξαγνισμό σε όσα περασμένα έφερε μαζί της η περιδιάβαση στον κόσμο των
ονείρων. Έτσι, μ’ ένα αίσθημα εσωτερικής κάθαρσης ο ποιητής έχει την ευκαιρία
να γευτεί τους ήχους της νέας ημέρας, όπως αυτοί προκύπτουν από τις σταγόνες της
δροσιάς που εμπιστεύτηκαν τα δέντρα και πλέον χάρη σε αυτές εκείνα μεγαλώνουν, ανθίζουν
και αναδεύονται. Μια νέα, χλωρή ακόμη παρουσία, ενισχυμένη από τη δροσιά του
πρωϊνού, κάνει τη δική της κίνηση ανάδυσης και βιώνει την καινούρια μέρα με την
αίσθηση της ανακούφισης που αισθάνεται μια καρδιά, η οποία επανέρχεται στη θέση
της μετά από στιγμές αγωνίας και ανασφάλειας∙ μια νέα ζωή αναδύεται από το
εσωτερικό της γης με τη δυναμική και την αυτοπεποίθηση εκείνη που αποκτά μια
γυναίκα, όταν πια συνειδητοποιεί πλήρως τα δώρα της νεότητάς της και είναι σε
θέση με το άνοιγμα των ώριμων πλέον ματιών της να φανερώσει τον εσωτερικό της κόσμο
και να προσφέρει σε εκείνους που την αντικρίζουν μια δίχως τέλος αίσθηση ηδονής
και ευχαρίστησης. Μετά τις εσωτερικές περιπέτειες του
νυχτερινού ύπνου ό,τι έρχεται για να ανταμείψει τους ανθρώπους, τον ποιητή,
αλλά ακόμη και τον ίδιο τον ήλιο, όπως και τον θεϊκό Έρωτα είναι μια νέα μέρα∙
μια μέρα ανάλογης ομορφιάς με μιας ξανθής γυναίκας που έχει στη διάθεσή της όλα
τα θέλγητρα που απαιτούνται για να δελεάσει κάθε άνθρωπο γύρω της.
ΟδυσσέαςΕλύτης«Επέτειος» ...even the weariest river winds somewhere safe to sea! Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Στο
σημάδι ετούτο που παλεύει Πάντα
κοντά στη θάλασσα Νιάτα
στα βράχια επάνω, στήθος Με
στήθος προς τον άνεμο Που
να πηγαίνει ένας άνθρωπος Που
δεν είναι άλλο από άνθρωπος Λογαριάζοντας
με τις δροσιές τις πράσινες Στιγμές
του, με νερά τα οράματα Της
ακοής του, με φτερά τις τύψεις του Α,
Ζωή Παιδιού
που γίνεται άντρας Πάντα
κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος Τον
μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται Η
σκιά ενός γλάρου. Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Άσπρο
μέτρημα μελανό άθροισμα Λίγα
δέντρα και λίγα Βρεμένα
χαλίκια Δάχτυλα
ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο Ποιο
μέτωπο Κλάψαν
όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς
δεν είναι Ν’
ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο Ν’
ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη Στο
μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας Όνομα
πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους Λίγα
χρόνια λίγα κύματα Κωπηλασία
ευαίσθητη Στους
όρμους γύρω απ’ την αγάπη. Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Χαρακιά
πικρή στην άμμο που θα σβήσει ‐Όποιος είδε
δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του Κι
έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους Ας
θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους Πιο
κοντά στο φως Υπάρχει
ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐ Μα
εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται Σε
μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη Μαδά
η επιτυχία Στρόβιλοι
φτερών Και
στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα
σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα Πέλματα,
χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο
νεκρό. Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα
ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο
πέρα απ’ τα νησιά Πιο
χαμηλά απ’ το κύμα Γειτονιά
στις άγκυρες ‐Όταν περνάν
καρίνες σκίζοντας με πάθος Ένα
καινούριο εμπόδιο και το νικάνε Και
μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα Κέρδος
του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά ‐ Τα
δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε Μια
μορφή από αλάτι Λαξεμένη
με κόπο Αδιάφορη
άσπρη Που
γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της Στηρίζοντας
το άπειρο. Ο
Οδυσσέας Ελύτης συνέδεε σταθερά την ποίησή του με το ελληνικό θαλασσινό τοπίο,
αναγνωρίζοντας στη δυναμική της θάλασσας τη ζητούμενη ελευθερία από τους
περιορισμούς της θνητότητας και των εγκόσμιων δεσμεύσεων. Στο ποίημά του
«Επέτειος» καταγράφει την πορεία προς την ενηλικίωση άμεσα συνδεδεμένη με τη
νησιώτικη ζωή -γεννημένος ο ίδιος στην Κρήτη και με καταγωγή από τη Μυτιλήνη-
επιτρέποντας να γίνει εμφανής η αγάπη του για την ελληνική φύση, έστω κι αν
μεγάλωσε κυρίως στον αστικό χώρο της Αθήνας. Ο ποιητής, άλλωστε, ουδέποτε έπαψε
να ταξιδεύει στη νησιωτική Ελλάδα, και κυρίως στα νησιά της καταγωγής και της
γέννησής του. Ο
τίτλος του ποιήματος («Επέτειος»)
παραπέμπει στη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου από κάποιο σημαντικό -για το
ποιητικό υποκείμενο- γεγονός, το οποίο λειτουργεί ως έναυσμα για το πέρασμα σε
μια διαδικασία απολογισμού. Ο ποιητής κάνει μια αξιολογική ανασκόπηση των όσων
έχουν ήδη συμβεί και αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την πορεία που
ακολούθησε η ζωή του, όπως αυτό εμφατικά τονίζεται μέσα από τον στίχο-μοτίβο
του ποιήματος «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ». Ο ποιητής αντικρίζει τη ζωή του
απαλλαγμένος από τη μοιρολατρική -και κατ’ επέκταση ανεύθυνη- εκείνη αντίληψη
που θα τον ωθούσε να δηλώσει πως υπήρξε έρμαιο συγκυριών και τυχαίων
γεγονότων. Η
επιγραφή κάτω από τον τίτλο παραπέμπει στο ποίημα του Άγγλου ποιητή Algernon
Charles Swinburne (1837-1909) «The Garden of Proserpine». «Ο κήπος της Προσέρπινας»
αναφέρεται σε μια θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας, η οποία αντιστοιχεί στην
Περσεφόνη της ελληνικής μυθολογίας, κι έχει ως θέμα του τον «θάνατο» των θεών
της αρχαιότητας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Οισυγκεκριμένοιστίχοι «...even the weariest river / winds somewhere safe to
sea!» (… ακόμη και το πιο εξαντλημένο/κουρασμένο ποτάμι καταλήγει με
ασφάλεια κάπου στη θάλασσα!) υποδηλώνουν μεταφορικά το ταξίδι της ζωής, το
οποίο καταλήγει πάντοτε αναπόφευκτα στον θάνατο. Όπως το νερό του ποταμιού φτάνοντας
στη θάλασσα εκπληρώνει τον σκοπό του και χάνεται μέσα στον αρχικό πυρήνα της
γένεσής του, έτσι και οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους οδηγούνται στη διάλυση
της σωματικής τους υπόστασης. Εν προκειμένω, ωστόσο, ο Οδυσσέας Ελύτης
αποκόπτοντας τους συγκεκριμένους στίχους επιδιώκει να τονίσει πως το τέλος ενός
προορισμού είναι πάντοτε η θάλασσα, όχι ως τερματισμός της ζωής, αλλά ως
διαρκής ανάγκη σύνδεσης με τη ζωοποιό θάλασσα. «Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Στο
σημάδι ετούτο που παλεύει Πάντα
κοντά στη θάλασσα Νιάτα
στα βράχια επάνω, στήθος Με
στήθος προς τον άνεμο» Ο
Οδυσσέας Ελύτης ξεκινά την ποιητική του σύνθεση με τη σαφή δήλωση πως συνειδητά
και με δική του βούληση έχει καθοδηγήσει τη ζωή του ως «εδώ» -τοπικός
προσδιορισμός-, ώστε να διαφανεί πως οι προκλήσεις που καλείται να
αντιμετωπίσει αποτελούν απότοκο δικής του επιλογής. Το ποιητικό υποκείμενο έχει
φέρει τη ζωή του σ’ ένα «σημάδι»∙ σ’ ένα χώρο κοντά στη θάλασσα, με την οποία
οφείλει να αναμετράται συνεχώς. Η πάλη με τη θάλασσα -με το υγρό στοιχείο- που
έχει τη δυνατότητα να σμιλεύει -ή και να φθείρει- ακόμη και τους βράχους
λειτουργεί συμβολικά και υποδηλώνει την εκούσια πρόθεση του ποιητικού
υποκειμένου να βιώσει τις απαιτήσεις μιας δύσκολης, ασκητικής ζωής, όπως είναι
η ζωή των νησιωτών. Δεν επιχείρησε να αποφύγει τις δυσκολίες και τις ποικίλες
αντιξοότητες, αντιθέτως στάθηκε αυτοβούλως πάνω στα βαλλόμενα από τη θάλασσα
βράχια, προτάσσοντας το στήθος του στον ισχυρό άνεμο, έτοιμος να παλέψει με τα
στοιχεία της φύσης -με τις όποιες προκλήσεις της ζωής- χωρίς να φοβηθεί∙ με
μόνο του σύμμαχο τη ζωτική δυναμικότητα της νιότης του. «Που
να πηγαίνει ένας άνθρωπος Που
δεν είναι άλλο από άνθρωπος Λογαριάζοντας
με τις δροσιές τις πράσινες Στιγμές
του, με νερά τα οράματα Της
ακοής του, με φτερά τις τύψεις του» Με
τη χρήση ενός ερωτήματος ο ποιητής θέτει το ζήτημα του προορισμού κάθε απλού,
καθημερινού ανθρώπου -όπως αντικρίζει τον εαυτό του-∙ διαπιστώνοντας πως η
πορεία του δεν μπορεί παρά να είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση, η οποία έχει
τη δυνατότητα, όχι μόνο να δίνει νόημα στην ύπαρξή του, αλλά και να του
προβάλλει διαρκώς ένα πρότυπο αγνότητας, αρμονίας και ουσιαστικής διαβίωσης. Ο
άνθρωπος που δεν έχει αλλοιωθεί από υλικές βλέψεις και φιλοδοξίες μπορεί να
βρει τη ζητούμενη ευδαιμονία μετρώντας τις στιγμές και τη ζωή του με τον ρυθμό
και τα μέσα της φύσης. Με τη δροσιά των πρωϊνών ή της νύχτας μπορεί να μετρά
τις «πράσινες», τις γόνιμες, ζωντανές και δημιουργικές στιγμές της νόησής του∙
με τον ήχο του νερού της θάλασσας μπορεί να αναγνωρίζει τα ηχητικά «οράματα»
της ακοής του, τους ήχους εκείνους που είτε προσδοκά να ακούσει είτε συνιστούν
αφορμές ψυχικής απόλαυσης∙ με το φτερούγισμα των πουλιών μπορεί να αποχαιρετά
τις τύψεις του ή να προετοιμάζεται να απαλλαγεί από αυτές, αφού θα αποδέχεται πως
ως άνθρωπος έχει περιορισμένες μόνο δυνατότητες και δεν είναι παρά αναγκαίο
γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης οι αστοχίες, τα λάθη και οι παραλείψεις. «Α,
Ζωή Παιδιού
που γίνεται άντρας Πάντα
κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος Τον
μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται Η
σκιά ενός γλάρου.» Η
ζωή κοντά στη φύση -με τα καίρια διδάγματα της φύσης- διασφαλίζει πως η άνδρωση
του παιδιού, η ωρίμανσή του, θα επιτευχθεί με άρτιο τρόπο, καθώς μόνο η φύση
μπορεί να μεταδώσει στον άνθρωπο το μάθημα της ταπεινότητας που του αρμόζει. Ο
ήλιος μαθαίνει στον άνθρωπο να κοιτάζει χαμηλά -αν δεν θέλει να χάσει το φως
του- και να ανασαίνει, να ζει, βλέποντας μόνο τη σκιά του γλάρου. Η ταπεινοσύνη
αυτή του ανθρώπου που δεν τολμά να κοιτάξει ψηλά τον γλάρο που πετά στο φως του
ήλιου ταυτίζεται με τη διαχρονική διδαχή πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεπερνά
τα όριά του και να παρασύρεται σε σκέψεις ή επιδιώξεις που δεν ταιριάζουν στη
θνητή του φύση. «Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Άσπρο
μέτρημα μελανό άθροισμα Λίγα
δέντρα και λίγα Βρεμένα
χαλίκια» Ο
ποιητής, με τον στίχο μοτίβο, αναλαμβάνει ευθύνη για την πορεία και τον
προορισμό της ζωής του, έστω κι αν μέσω μιας σαφούς αντίθεσης δηλώνει πως παρά
την αισιόδοξη καταμέτρηση των ευλογιών του το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Λίγα
δέντρα και λίγα μόλις βρεγμένα χαλίκια συνιστούν το σύνολο της μέχρι τώρα
πορείας του∙ λίγα έργα και λίγες εμπειρίες. «Δάχτυλα
ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο Ποιο
μέτωπο Κλάψαν
όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς
δεν είναι Ν’
ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο Ν’
ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη Στο
μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας Όνομα
πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους» Η
ζωή του ποιητικού υποκειμένου είναι όχι μόνο λιτή σε ό,τι αφορά τα υλικά μέσα
και αγαθά, αλλά και σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές ή και ερωτικές επαφές. Παρά
την τρυφερότητα που ενυπάρχει μέσα του και τη διάθεσή του να δώσει αγάπη σε ένα
άλλο πρόσωπο, δεν βρίσκεται κανείς να γίνει αποδέκτης της αγάπης αυτής.
Πρόκειται για μια έλλειψη που προκαλεί οδύνη στον ποιητή, όπως αυτό το τονίζει
με σχήμα προσωποποίησης «Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες». Πέραν, άλλωστε,
από την απουσία ερωτικού συντρόφου, το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκει καν έναν
συνοδοιπόρο ή έναν συνομιλητή με ελευθερία σκέψης, ανεπηρέαστο από τον μόχθο
της ζωής και τις καθημερινές απαιτήσεις. Ελλείπει, μάλιστα, ακόμη και η
προοπτική να φανεί ένα τέτοιο πρόσωπο μελλοντικά στη ζωή του, αφού με βάση τις
υπάρχουσες συνθήκες ζωής στον απροσδιόριστο νησιωτικό χώρο, όπου διαβιεί, δεν
είναι εφικτό να διαμορφωθεί μια προσωπικότητα με τα επιθυμητά χαρίσματα. Οι
πρύμνες του νησιωτικού τόπου δεν πρόκειται να χαράξουν το «γαλάζιο» όνομα που
προσδοκά ο ποιητής∙ ο τόπος δεν είναι κατάλληλος για να γεννηθεί εκεί ένα
τέτοιο πρόσωπο. «Λίγα
χρόνια λίγα κύματα Κωπηλασία
ευαίσθητη Στους
όρμους γύρω απ’ την αγάπη.» Η
γνωριμία, πάντως, του ποιητικού υποκειμένου με τις δοκιμασίες του έρωτα είναι
πρόσφατη -δηλωτική ένδειξη πως πρόκειται για ανασκόπηση των νεανικών του
χρόνων-, όπως αυτό προκύπτει από τη μετωνυμία στον στίχο «Λίγα χρόνια λίγα
κύματα». Το ποιητικό υποκείμενο μόλις μαθαίνει τις δυσκολίες του ερωτικού
παιχνιδιού, γι’ αυτό και κινείται διστακτικά («Κωπηλασία ευαίσθητη») γύρω από
την αγάπη. Επιχειρεί με διακριτικότητα, φόβο και ανασφάλεια να γευτεί τους πικρούς
καρπούς του έρωτα, χωρίς να έχει αποκτήσει ακόμη τη σιγουριά και την εμπειρία
του ώριμου άντρα. «Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Χαρακιά
πικρή στην άμμο που θα σβήσει» Ο
ποιητής έχει πλήρη επίγνωση πως κάθε επιλογή του, κάθε πράξη, όπως και κάθε
προσδοκία του που συνιστούν τη μέχρι τώρα ζωή του δεν είναι τίποτε περισσότερο
από μια γραμμή χαραγμένη με πόνο πάνω στην άμμο καταδικασμένη εκ των προτέρων
να σβηστεί και να χαθεί οριστικά. Όσο κι αν για το κάθε άτομο η ζωή του συνιστά
μια απαιτητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας ακόμη και το ελάχιστο αποκτά
στη σκέψη του μεγάλη σημασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παροδική
προσωπική εμπειρία που δεν πρόκειται να αφήσει ίχνη στον χρόνο. «‐Όποιοςείδεδυομάτιαν’αγγίζουντησιωπήτου Κι
έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους Ας
θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους Πιο
κοντά στο φως Υπάρχει
ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐» Το
μη διηνεκές της ανθρώπινης ζωής, ωστόσο, δεν συνδέεται με την απουσία στιγμών
πληρότητας και ευδαιμονίας. Η βαθύτερη, μάλιστα, αίσθηση ευτυχίας προκύπτει από
την κατανόηση και την επαφή με τον άλλον άνθρωπο, καθώς, παρά τη θνητότητά τους
οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να βιώσουν σε όλη του την έκταση το συναίσθημα της
αγάπης και να αντλήσουν ουσιαστική χαρά από αυτό. Ο ποιητής προτρέπει, έτσι, τους
ανθρώπους που είχαν την τύχη να βρουν εκείνο το πρόσωπο που τους αποδέχτηκε
πλήρως και αγκάλιασε τις σιωπές και τον πόνο τους με τρυφερότητα και αγάπη να
μεταδώσουν αυτό το μήνυμα πληρότητας. Μέσα στα μάτια του αγαπημένου προσώπου το
κάθε άτομο αναγνωρίζει και βιώνει μια κατακλυσμιαία αίσθηση ευφροσύνης,
αισιοδοξίας κι ελπίδας, αφού μέσα στο βλέμμα αγάπης αντικρίζει ένα συναίσθημα ικανό
να αφυπνίσει πλήθος αισθητικών συγκινήσεων, σαν να δίνει ζωή σε «χίλιους
κόσμους». Μέσω του έρωτα και της αγάπης το άτομο ζει σε βάθος και σε έκταση,
όσα λόγω θνητότητας δεν ζει σε διάρκεια. Καλεί,
λοιπόν, ο ποιητής όποιον έζησε μια τέτοια ευτυχία να μοιραστεί την ευδαιμονική
αυτή πληρότητα και με τους άλλους «ήλιους», με τους άλλους ανθρώπους, που έχουν
κι εκείνοι την ίδια ικανότητα να προκαλέσουν σε άλλους συναισθήματα ανάλογης
ευτυχίας. Όπως επισημαίνει ο ποιητής κοντά στο φως του έρωτα υπάρχει ένα
χαμόγελο -κάθε άνθρωπος που βιώνει την ευτυχία της αγάπης- μέσω του οποίου
ανταμείβεται και λαμβάνει την αναγκαία δυναμική η φλόγα για να συνεχίσει να
φωτίζει τον κόσμο. «Μα
εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται Σε
μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη Μαδά
η επιτυχία Στρόβιλοι
φτερών Και
στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα
σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα Πέλματα,
χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο
νεκρό.» Σε
αντίθεση, ωστόσο, με την ευδαιμονική για τους άλλους εμπειρία του ερωτικού
συναισθήματος, το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση,
εφόσον στον δικό του τόπο -ως χώρο και ως συναισθηματική εμπειρία- ο έρωτας δεν
ευδοκιμεί. Στον τόπο που διαβιεί το ποιητικό υποκείμενο μήτε το τοπίο έχει
γνώση του έρωτα μήτε η δίχως έλεος θάλασσα επιτρέπει την ευόδωσή του∙ κάθε
πιθανή επιτυχία στον τομέα αυτό εκφυλίζεται, «μαδά» και δημιουργεί έναν
στρόβιλο φτερών και στιγμών, αφού καθετί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το «χώμα»
του τόπου, το οποίο είναι άγονο και απρόσιτο στον έρωτα. Το χώμα αυτό που
συμβολίζει την ψυχική υπόσταση του ποιητή είναι «σκληρό», μη δεκτικό στα
ανυπόμονα πέλματά του, καθώς, αν και θεωρητικώς έχει φτιαχτεί για να βιώσει τον
ίλιγγο του έρωτα και της ζωής, μοιάζει με νεκρό ηφαίστειο, αφού λείπει η
εσώτερη εκείνη θέληση και προδιάθεση που θα κινητοποιούσε τα επιθυμητά
συναισθήματα. «Έφερα
τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα
ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο
πέρα απ’ τα νησιά Πιο
χαμηλά απ’ το κύμα Γειτονιά
στις άγκυρες» Ο
ποιητής αναγνωρίζει και αποδέχεται το μη δεκτικό της φύσης του στην εμπειρία
του ερωτικού συναισθήματος -κατά τη συγκεκριμένη έστω ηλικία του- και
προσδιορίζει τον εαυτό του -τον τόπο της ψυχής του- ως πέτρα που έχει ταχθεί να
συνυπάρχει με το υγρό στοιχείο της θάλασσας. Μια μοναχική «πέτρα» η ψυχή του
ποιητή, η οποία βρίσκεται σε απόσταση από τα νησιά, αλλά και βαθύτερα από την
επιφάνεια της θάλασσας -μη ορατή στους άλλους-, αφού επιλέγει να βρίσκεται
πλησιέστερα στις άγκυρες των πλοίων, κινούμενη σε βάθη που ίσως τρομάζουν τους άλλους,
μα είναι αναγκαία για την απομόνωση εκείνη που θα επιτρέψει τη ζητούμενη
αυτογνωσία. «‐Ότανπερνάνκαρίνεςσκίζονταςμεπάθος Ένα
καινούριο εμπόδιο και το νικάνε Και
μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα Κέρδος
του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά ‐» Από
τη θέση στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο έχει τη δυνατότητα να
αντικρίζει τις καρίνες -το κάτω μέρος των πλοίων-, οι οποίες κάθε φορά που
πλέουν και ξεπερνούν με επιτυχία κάποιο εμπόδιο -κάποια δυσκολία- προκαλούν ένα
νέο κύμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που το φωτίζει
και το γιορτάζει η προσωποποιημένη ελπίδα στέλνοντας όλα της τα δελφίνια να το
συνοδεύσουν, αφού αποτελεί ένα σημαντικό κέρδος της ζωής στην ανθρώπινη καρδιά
που το βιώνει. Η ανθρώπινη ζωή χρειάζεται, έστω ανά διαστήματα, τις μικρές ή
μεγάλες νίκες που ζωογονούν και συντηρούν την ελπίδα πως δεν είναι όλα μάταια ή
ανέφικτα, ώστε να βρίσκει το κουράγιο να συνεχίζει τον διαρκή αγώνα της. «Τα
δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε Μια
μορφή από αλάτι Λαξεμένη
με κόπο Αδιάφορη
άσπρη Που
γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της Στηρίζοντας
το άπειρο.» Προκειμένου,
ωστόσο, να επιτευχθεί το όποιο θετικό αποτέλεσμα χρειάζεται να έχει προηγηθεί ένας
δύσκολος αγώνας αναμέτρησης του ατόμου με την ψυχή του, καθώς και ένας επώδυνος
συμβιβασμός με τις αναπόφευκτες έννοιες του εφήμερου και της παροδικότητας.
Έτσι, όταν τα δίχτυα της αμφιβολίας -της δυσπιστίας απέναντι σε κάθε νίκη- τραβάνε
τα δίχτυα τους αντικρίζουν μια μορφή από αλάτι -την ψυχή τόσο του ποιητικού
υποκειμένου όσο και κάθε ατόμου που έχει κατανοήσει τις πραγματικές απαιτήσεις της
ζωής-, η οποία έχει σμιλευτεί με δυσκολία, αφού είναι φτιαγμένη από τα δάκρυα
και τις οδύνες του ατομικού αγώνα, κι έχει αποκτήσει πια την όψη της μορφής που
αδιαφορεί για τα τρέχοντα –είτε αυτά είναι οδυνηρά είτε ευχάριστα. Πρόκειται
για μια μορφή που έχει πια τη δυνατότητα να κοιτάζει όχι προς τους ανθρώπους
αλλά προς τα βάθη της θάλασσας και να στηρίζει με το κενό από κάθε προσδοκία
βλέμμα της το «άπειρο», την αέναη συνέχεια της ζωής, η οποία συνθλίβει τις προσδοκίες
και τους μόχθους των επιμέρους ατόμων για να δομήσει τη μελλοντική πορεία κάθε
επόμενης γενιάς, χωρίς να ανησυχεί για την ύπαρξη κάποιου χρονικού τέλους. Το
ποιητικό υποκείμενο φτάνοντας στην ωρίμανση έχει πια αποδεχτεί πως οι δικές του
στιγμές ευτυχίας ή δυστυχίας είναι εντελώς αδιάφορες για το αιώνιο σχέδιο της ζωής
που θα υπάρχει αέναα, δίχως τέλος, μα και δίχως πραγματικό ενδιαφέρον για τις όποιες
αγωνίες του κάθε μεμονωμένου ατόμου. Ο ποιητής αποδέχεται πως η ύπαρξή του δεν
είναι παρά μια πρόσκαιρη -αλλά αναγκαία- ψηφίδα στο διαρκώς επανασχεδιαζόμενο
παλίμψηστο της ανθρώπινης πορείας.