Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Henri Jules Jean Geoffroy
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείω, αποκλείεις, αποκλείει, αποκλείουμε, αποκλείετε, αποκλείουν (ή αποκλείουνε)
Υποτακτική
να αποκλείω, να αποκλείεις, να αποκλείει, να αποκλείουμε, να αποκλείετε, να αποκλείουν (ή να αποκλείουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλειε – β΄ πληθυντικό: αποκλείετε
Μετοχή
αποκλείοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
απέκλεια, απέκλειες, απέκλειε, αποκλείαμε, αποκλείατε, απέκλειαν ή αποκλείανε
[Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται μόνο όταν τονίζεται]
 
Αόριστος
Οριστική
απέκλεισα, απέκλεισες, απέκλεισε, αποκλείσαμε, αποκλείσατε, απέκλεισαν ή αποκλείσανε
Υποτακτική
να αποκλείσω, να αποκλείσεις, να αποκλείσει, να αποκλείσουμε, να αποκλείσετε, να αποκλείσουν (ή να αποκλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλεισε – β΄ πληθυντικό: αποκλείστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείω, θα αποκλείεις, θα αποκλείει, θα αποκλείουμε, θα αποκλείετε, θα αποκλείουν (ή θα αποκλείουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείσω, θα αποκλείσεις, θα αποκλείσει, θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσετε, θα αποκλείσουν (ή θα αποκλείσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλείσει, θα έχεις αποκλείσει, θα έχει αποκλείσει, θα έχουμε αποκλείσει, θα έχετε αποκλείσει, θα έχουν αποκλείσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλείσει, έχεις αποκλείσει, έχει αποκλείσει, έχουμε αποκλείσει, έχετε αποκλείσει, έχουν(ε) αποκλείσει
Υποτακτική
να έχω αποκλείσει, να έχεις αποκλείσει, να έχει αποκλείσει, να έχουμε αποκλείσει, να έχετε αποκλείσει, να έχουν (ή έχουνε) αποκλείσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλείσει, είχες αποκλείσει, είχε αποκλείσει, είχαμε αποκλείσει, είχατε αποκλείσει, είχαν(ε) αποκλείσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείομαι, αποκλείεσαι, αποκλείεται, αποκλειόμαστε, αποκλείεστε ή αποκλειόσαστε, αποκλείονται
Υποτακτική
να αποκλείομαι, να αποκλείεσαι, να αποκλείεται, να αποκλειόμαστε, να αποκλείεστε ή να αποκλειόσαστε, να αποκλείονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αποκλείεστε
Μετοχή
αποκλειόμενος, αποκλειόμενη, αποκλειόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
αποκλειόμουν, αποκλειόσουν, αποκλειόταν, αποκλειόμασταν, αποκλειόσασταν, αποκλείονταν
(& αποκλειόμουνα, αποκλειόσουνα, αποκλειότανε, αποκλειόμαστε, αποκλειόσαστε, αποκλειόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
αποκλείστηκα, αποκλείστηκες, αποκλείστηκε, αποκλειστήκαμε, αποκλειστήκατε, αποκλείστηκαν ή αποκλειστήκανε
Υποτακτική
να αποκλειστώ, να αποκλειστείς, να αποκλειστεί, να αποκλειστούμε, να αποκλειστείτε, να αποκλειστούν (ή να αποκλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αποκλείσου β΄ πληθυντικό: αποκλειστείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείομαι, θα αποκλείεσαι, θα αποκλείεται, θα αποκλειόμαστε, θα αποκλείεστε ή θα αποκλειόσαστε, θα αποκλείονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλειστώ, θα αποκλειστείς, θα αποκλειστεί, θα αποκλειστούμε, θα αποκλειστείτε, θα αποκλειστούν (ή θα αποκλειστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλειστεί, θα έχεις αποκλειστεί, θα έχει αποκλειστεί, θα έχουμε αποκλειστεί, θα έχετε αποκλειστεί, θα έχουν αποκλειστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλειστεί, έχεις αποκλειστεί, έχει αποκλειστεί, έχουμε αποκλειστεί, έχετε αποκλειστεί, έχουν(ε) αποκλειστεί
Υποτακτική
να έχω αποκλειστεί, να έχεις αποκλειστεί, να έχει αποκλειστεί, να έχουμε αποκλειστεί, να έχετε αποκλειστεί, να έχουν(ε) αποκλειστεί
Μετοχή
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλειστεί, είχες αποκλειστεί, είχε αποκλειστεί, είχαμε αποκλειστεί, είχατε αποκλειστεί, είχαν(ε) αποκλειστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Giotto di Bondone

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συνωμοτώ, συνωμοτείς, συνωμοτεί, συνωμοτούμε, συνωμοτείτε, συνωμοτούν (ή συνωμοτούνε)
Υποτακτική
να συνωμοτώ, να συνωμοτείς, να συνωμοτεί, να συνωμοτούμε, να συνωμοτείτε, να συνωμοτούν (ή να συνωμοτούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνωμοτείτε
Μετοχή
συνωμοτώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συνωμοτούσα, συνωμοτούσες, συνωμοτούσε, συνωμοτούσαμε, συνωμοτούσατε, συνωμοτούσαν (ή συνωμοτούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συνωμότησα, συνωμότησες, συνωμότησε, συνωμοτήσαμε, συνωμοτήσατε, συνωμότησαν
Υποτακτική
να συνωμοτήσω, να συνωμοτήσεις, να συνωμοτήσει, να συνωμοτήσουμε, να συνωμοτήσετε, να συνωμοτήσουν (ή να συνωμοτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνωμότησε β΄ πληθυντικό: συνωμοτήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτώ, θα συνωμοτείς, θα συνωμοτεί, θα συνωμοτούμε, θα συνωμοτείτε, θα συνωμοτούν (ή θα συνωμοτούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτήσω, θα συνωμοτήσεις, θα συνωμοτήσει, θα συνωμοτήσουμε, θα συνωμοτήσετε, θα συνωμοτήσουν (ή θα συνωμοτήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνωμοτήσει, θα έχεις συνωμοτήσει, θα έχει συνωμοτήσει, θα έχουμε συνωμοτήσει, θα έχετε συνωμοτήσει, θα έχουν(ε) συνωμοτήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνωμοτήσει, έχεις συνωμοτήσει, έχει συνωμοτήσει, έχουμε συνωμοτήσει, έχετε συνωμοτήσει, έχουν(ε) συνωμοτήσει
Υποτακτική
να έχω συνωμοτήσει, να έχεις συνωμοτήσει, να έχει συνωμοτήσει, να έχουμε συνωμοτήσει, να έχετε συνωμοτήσει, να έχουν συνωμοτήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνωμοτήσει, είχες συνωμοτήσει, είχε συνωμοτήσει, είχαμε συνωμοτήσει, είχατε συνωμοτήσει, είχαν(ε) συνωμοτήσει
 

Φερνάντο Πεσσόα [Ζητώ συγνώμη]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Zoe Mironova
 
Φερνάντο Πεσσόα [Ζητώ συγνώμη]
 
«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ
Αλλά λάθος δικό μου δεν είναι
Που δεν αντιστοιχώ
Σ’ αυτόν που σε ’μένα αγαπάτε.
 
Ο καθένας μας είναι πολλοί
Εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι.
Άλλοι με βλέπουν αλλιώς
Και πάλι λάθος κάνουν.
 
Μη με παίρνετε γι’ άλλον
Κι αφήστε με ήσυχο.
Αν εγώ δεν θέλω.
Να βρω τον εαυτό μου
 
Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»
 
Το ποίημα έγραψε ο Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας Φερνάντο Πεσσόα το 1930. Εντάσσεται στη συλλογή «Ποιήματα» (1935) (εκδ. Printa, 2007).
 
Το ποιητικό υποκείμενο καταπιάνεται με τις θεματικές της αυτογνωσίας, της ατομικής ταυτότητας, αλλά και του πιθανού ετεροκαθορισμού, σε μια σύνθεση που, αν και μοιάζει αμιγώς προσωπική λόγω της κυρίαρχης χρήσης του α΄ ενικού ρηματικού προσώπου, εκφράζει επί της ουσίας έναν προβληματισμό οικείο σε πολλούς ανθρώπους. Η επίτευξη της αυτογνωσίας και, κατ’ επέκταση, ο προσδιορισμός της προσωπικότητας του ατόμου δεν αποτελούν εύκολες ή αυτόματες διαδικασίες, αφενός γιατί το άτομο τείνει είτε να παραβλέπει είτε να υποβαθμίζει το εύρος ορισμένων ελαττωμάτων του, κι αφετέρου γιατί κάθε προσωπικότητα είναι αναπόφευκτα πολύπλευρη και εξελισσόμενη, με αποτέλεσμα να είναι συχνά δύσκολος ο καθορισμός ενός αυστηρού πλαισίου γνωρισμάτων.
 
«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ
Αλλά λάθος δικό μου δεν είναι
Που δεν αντιστοιχώ
Σ’ αυτόν που σε ’μένα αγαπάτε.»
 
Το ποιητικό υποκείμενο απολογείται -φαινομενικά- για την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων, τονίζει, ωστόσο, πως η ευθύνη δεν βαρύνει εκείνον, καθώς είναι οι άλλοι που σπεύδουν να του αποδώσουν αρετές που εκείνος δεν κατέχει. Ό,τι εκτιμούν, αγαπούν και θαυμάζουν οι άλλοι σε εκείνον, δεν αντιστοιχεί στο ποιος πραγματικά είναι. Πρόκειται, όμως, για μια παρερμηνεία της προσωπικότητάς του, η οποία δεν προκύπτει εξαιτίας του, αποτελεί περισσότερο αποτέλεσμα της τάσης των ανθρώπων να προβάλλουν στους άλλους είτε δικά τους χαρακτηριστικά είτε ποιότητες που θα ήθελαν να έχουν οι ίδιοι. Ως εκ τούτου, το ποιητικό υποκείμενο γίνεται αποδέκτης αγάπης και θαυμασμού που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει, διότι τα συναισθήματα αυτά δεν σχετίζονται με τον αληθινό του χαρακτήρα, αλλά με το ποιος νομίζουν λανθασμένα οι άλλοι ότι είναι.
 
«Ο καθένας μας είναι πολλοί
Εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι.
Άλλοι με βλέπουν αλλιώς
Και πάλι λάθος κάνουν.»
 
Σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο, ο κάθε άνθρωπος έχει πολλαπλές ταυτότητες και ποικίλα γνωρίσματα, τα οποία, βέβαια, δεν γίνονται αμέσως ή εύκολα αντιληπτά. Οι άνθρωποι, άλλωστε, φανερώνουν διαφορετικές πτυχές του εαυτού τους ανάλογα με το κατά πόσο εμπιστεύονται τους άλλους, καθώς και ανάλογα με το ποιες καταστάσεις βιώνουν. Δεν είναι σπάνιο, υπ’ αυτή την έννοια, τα γνωρίσματα ενός ανθρώπου να αλλάζουν σημαντικά, όταν έρθει αντιμέτωπος με πολύ δύσκολες καταστάσεις ή με ανθρώπους που του φέρονται με τρόπο που τον θίγει ή τον πληγώνει.
Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, υποδηλώνει πως μήτε ο ίδιος δεν γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα, καθώς, όπως αναφέρει, είναι αυτός που «νομίζει» ότι είναι. Η εικόνα, άρα, που έχει για τον εαυτό του κινείται περισσότερο στο επίπεδο της πεποίθησης ή της εικασίας, χωρίς να φτάνει στο επίπεδο της ουσιαστικής κατανόησης και γνώσης. Ωστόσο, έστω και με τη μερική αυτή κατανόηση του ποιος είναι, θεωρεί ότι οι απόψεις που σχηματίζουν οι άλλοι για εκείνον και την ταυτότητά του είναι λανθασμένες. Λανθασμένες, όμως, από την οπτική του ίδιου ή με βάση την ετοιμότητά του να αποδεχθεί και να παραδεχθεί ορισμένες από τις διαπιστώσεις των άλλων. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμη κι αν κάποιοι εντοπίζουν ορθώς στοιχεία του χαρακτήρα του, εφόσον εκείνος δεν είναι πρόθυμος να τα αναγνωρίσει, τότε η δική τους άποψη τους -παρά την ορθότητά της- του φαίνεται λανθασμένη.
 
«Μη με παίρνετε γι’ άλλον
Κι αφήστε με ήσυχο.
Αν εγώ δεν θέλω
Να βρω τον εαυτό μου
 
Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»    
 
Το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει ενοχλημένο από τις λανθασμένες -ή τις μη αποδεκτές από τον ίδιο- απόψεις των άλλων για το ποιος είναι («αφήστε με ήσυχο»). Η επιμονή, άλλωστε, των άλλων να επιχειρούν να προσδιορίσουν ή να γνωρίσουν την ταυτότητά του λειτουργεί καταπιεστικά για εκείνον, εφόσον είτε παρερμηνεύουν πλήρως την προσωπικότητά του, οπότε διακρίνουν σε αυτόν γνωρίσματα που δεν έχει, είτε απλώς τον πιέζουν να προχωρήσει σε μια διαδικασία αυτογνωσίας, για την οποία ο ίδιος δεν είναι έτοιμος. Όπως, μάλιστα, τονίζει με το ρητορικό ερώτημα «Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;», του φαίνεται εξαιρετικά παρεμβατική η προσπάθεια των άλλων να τον γνωρίσουν από τη στιγμή που ο ίδιος δεν θέλει «να βρει» τον εαυτό του.
Η απροθυμία του ποιητικού υποκειμένου να προχωρήσει περαιτέρω τη διαδικασία της αυτογνωσίας ενδέχεται να οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες. Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μια απαιτητική διερεύνηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επώδυνες ή δυσάρεστες παραδοχές για την ταυτότητα του ατόμου. Προτιμά, επομένως, το ποιητικό υποκείμενο να παραμείνει με την εντύπωση που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, παρά να επιδοθεί σε μια προσπάθεια ενδοσκόπησης μέσω της οποίας είναι πιθανό να προκύψουν συμπεράσματα που δεν του είναι αρεστά. Ούτως ή άλλως, το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να θεωρεί επαρκή τη διαπίστωση της πολλαπλότητας που διακρίνει κάθε άτομο («Ο καθένας μας είναι πολλοί»), καθώς αισθάνεται πως χάρη στην πολλαπλότητα αυτή δεν χρειάζεται να «περιοριστεί» σε μια ταυτότητα ή να προσδιοριστεί με βάση ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προλαβαίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robin Moline
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «προλαβαίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
προλαβαίνω, προλαβαίνεις, προλαβαίνει, προλαβαίνουμε, προλαβαίνετε, προλαβαίνουν ή προλαβαίνουνε
Υποτακτική
να προλαβαίνω, να προλαβαίνεις, να προλαβαίνει, να προλαβαίνουμε, να προλαβαίνετε, να προλαβαίνουν ή να προλαβαίνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: προλάβαινε – β΄ πληθυντικό: προλαβαίνετε
Μετοχή
προλαβαίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
προλάβαινα, προλάβαινες, προλάβαινε, προλαβαίναμε, προλαβαίνατε, προλάβαιναν
 
Αόριστος
Οριστική
πρόλαβα, πρόλαβες, πρόλαβε, προλάβαμε, προλάβατε, πρόλαβαν
Υποτακτική
να προλάβω, να προλάβεις, να προλάβει, να προλάβουμε, να προλάβετε, να προλάβουν ή να προλάβουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: πρόλαβε – β΄ πληθυντικό: προλάβετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προλαβαίνω, θα προλαβαίνεις, θα προλαβαίνει, θα προλαβαίνουμε, θα προλαβαίνετε, θα προλαβαίνουν ή θα προλαβαίνουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα προλάβω, θα προλάβεις, θα προλάβει, θα προλάβουμε, θα προλάβετε, θα προλάβουν ή θα προλάβουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω προλάβει, θα έχεις προλάβει, θα έχει προλάβει, θα έχουμε προλάβει, θα έχετε προλάβει, θα έχουν προλάβει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω προλάβει, έχεις προλάβει, έχει προλάβει, έχουμε προλάβει, έχετε προλάβει, έχουν προλάβει
Υποτακτική
να έχω προλάβει, να έχεις προλάβει, να έχει προλάβει, να έχουμε προλάβει, να έχετε προλάβει, να έχουν προλάβει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα προλάβει, είχες προλάβει, είχε προλάβει, είχαμε προλάβει, είχατε προλάβει, είχαν(ε) προλάβει
 
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...