Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εμπνέω, εμπνέεις, εμπνέει, εμπνέουμε, εμπνέετε,
εμπνέουν (ή εμπνέουνε) Υποτακτική να εμπνέω, να εμπνέεις, να εμπνέει, να εμπνέουμε,
να εμπνέετε, να εμπνέουν (ή να εμπνέουνε) Προστακτική β΄ ενικό: έμπνεε – β΄ πληθυντικό: εμπνέετε Μετοχή εμπνέοντας Παρατατικός Οριστική ενέπνεα, ενέπνεες, ενέπνεε, εμπνέαμε, εμπνέατε,
ενέπνεαν Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται, όταν τονίζεται. Αόριστος Οριστική ενέπνευσα, ενέπνευσες, ενέπνευσε, εμπνεύσαμε, εμπνεύσατε,
ενέπνευσαν Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται, όταν τονίζεται. Υποτακτική να εμπνεύσω, να εμπνεύσεις, να εμπνεύσει,
να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσετε, να εμπνεύσουν (ή να εμπνεύσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: έμπνευσε – β΄ πληθυντικό: εμπνεύστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα εμπνέω, θα εμπνέεις, θα εμπνέει, θα
εμπνέουμε, θα εμπνέετε, θα εμπνέουν (ή θα εμπνέουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα εμπνεύσω, θα εμπνεύσεις, θα εμπνεύσει, θα
εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσετε, θα εμπνεύσουν (ή θα εμπνεύσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω εμπνεύσει, θα έχεις εμπνεύσει, θα έχει εμπνεύσει,
θα έχουμε εμπνεύσει, θα έχετε εμπνεύσει, θα έχουν εμπνεύσει Παρακείμενος Οριστική έχω εμπνεύσει, έχεις εμπνεύσει, έχει εμπνεύσει,
έχουμε εμπνεύσει, έχετε εμπνεύσει, έχουν(ε) εμπνεύσει Υποτακτική να έχω εμπνεύσει, να έχεις εμπνεύσει,
να έχει εμπνεύσει, να έχουμε εμπνεύσει, να έχετε εμπνεύσει, να έχουν εμπνεύσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα εμπνεύσει, είχες εμπνεύσει, είχε εμπνεύσει,
είχαμε εμπνεύσει, είχατε εμπνεύσει, είχαν(ε) εμπνεύσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εμπνέομαι, εμπνέεσαι, εμπνέεται, εμπνεόμαστε, εμπνέεστε,
εμπνέονται Υποτακτική να εμπνέομαι, να εμπνέεσαι, να εμπνέεται,
να εμπνεόμαστε, να εμπνέεστε, να εμπνέονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: εμπνέεστε Μετοχή εμπνεόμενος, εμπνεόμενη, εμπνεόμενο Παρατατικός Οριστική εμπνεόμουν, εμπνεόσουν, εμπνεόταν, εμπνεόμαστε, εμπνεόσαστε,
εμπνέονταν (& εμπνεόμουνα, εμπνεόσουνα, εμπνεότανε,
εμπνεόμασταν, εμπνεόσασταν, εμπνεόντουσαν) Αόριστος Οριστική εμπνεύστηκα, εμπνεύστηκες, εμπνεύστηκε, εμπνευστήκαμε,
εμπνευστήκατε, εμπνεύστηκαν & εμπνεύσθηκα, εμπνεύσθηκες,
εμπνεύσθηκε, εμπνευσθήκαμε, εμπνευσθήκατε, εμπνεύσθηκαν Υποτακτική να εμπνευστώ, να εμπνευστείς, να εμπνευστεί,
να εμπνευστούμε, να εμπνευστείτε, να εμπνευστούν (ή να εμπνευστούνε) & να εμπνευσθώ, να εμπνευσθείς, να
εμπνευσθεί, να εμπνευσθούμε, να εμπνευσθείτε, να εμπνευσθούν (ή να εμπνευσθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: εμπνεύσου β΄ πληθυντικό: εμπνευστείτε
(ή εμπνευσθείτε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα εμπνέομαι, θα εμπνέεσαι, θα εμπνέεται, θα
εμπνεόμαστε, θα εμπνέεστε, θα εμπνέονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα εμπνευστώ, θα εμπνευστείς, θα εμπνευστεί, θα
εμπνευστούμε, θα εμπνευστείτε, θα εμπνευστούν (ή θα εμπνευστούνε) & θα εμπνευσθώ, θα εμπνευσθείς, θα
εμπνευσθεί, θα εμπνευσθούμε, θα εμπνευσθείτε, θα εμπνευσθούν (ή θα εμπνευσθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω εμπνευστεί, θα έχεις εμπνευστεί, θα έχει εμπνευστεί,
θα έχουμε εμπνευστεί, θα έχετε εμπνευστεί, θα έχουν εμπνευστεί & θα έχω εμπνευσθεί, θα έχεις
εμπνευσθεί, θα έχει εμπνευσθεί, θα έχουμε εμπνευσθεί, θα έχετε εμπνευσθεί, θα
έχουν εμπνευσθεί Παρακείμενος Οριστική έχω εμπνευστεί, έχεις εμπνευστεί, έχει εμπνευστεί,
έχουμε εμπνευστεί, έχετε εμπνευστεί, έχουν εμπνευστεί & έχω εμπνευσθεί, έχεις εμπνευσθεί,
έχει εμπνευσθεί, έχουμε εμπνευσθεί, έχετε εμπνευσθεί, έχουν εμπνευσθεί Υποτακτική να έχω εμπνευστεί, να έχεις εμπνευστεί,
να έχει εμπνευστεί, να έχουμε εμπνευστεί, να έχετε εμπνευστεί, να έχουν εμπνευστεί Μετοχή εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα εμπνευστεί, είχες εμπνευστεί, είχε εμπνευστεί,
είχαμε εμπνευστεί, είχατε εμπνευστεί, είχαν(ε) εμπνευστεί & είχα εμπνευσθεί, είχες εμπνευσθεί,
είχε εμπνευσθεί, είχαμε εμπνευσθεί, είχατε εμπνευσθεί, είχαν(ε) εμπνευσθεί
Ζωή Καρέλλη «Τα Εικονίσματα III» Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες, αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά, είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων
αγαλμάτων. - Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’
απέραντη χαρά η προσφορά, ανθρώπινη, δική σου παρηγοριά και διδαχή σου. Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση του ωραίου σώματός των, είναι
υπεροπτικά σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα δείχνει αλλού να θεωρεί. Οι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε, το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο, κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα με πάσαν την υποταγή. Όχι πια φοβισμένη, μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα που αντελήφθη και ομολογεί. Ζωή Καρέλλη, Τα ποιήματα, Τόμος
δεύτερος, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1973 Η ποιήτρια προχωρά σε μια σύγκριση
ανάμεσα σε δύο καίριες πτυχές του ελληνικού πολιτισμού, την αρχαιοελληνική
τέχνη και τη βυζαντινή εικονογραφία, προκειμένου να τονίσει τον πνευματικό και
συνάμα ανθρώπινο χαρακτήρα των ιερών μορφών που έχουν αποτυπωθεί στις βυζαντινές
εικόνες. Έτσι, παρά την αναμφισβήτητη αρτιότητα των ελληνικών αγαλμάτων, η ίδια
θεωρεί πλησιέστερες στην ανθρώπινη ψυχή τις μορφές των αγίων του χριστιανισμού. «Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες, αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά, είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων
αγαλμάτων.» Ως μέτρο σύγκρισης μεταξύ των δύο
μορφών τέχνης λαμβάνει τα μάτια, τα οποία και προτάσσει στην ποιητική της σύνθεση.
Τα μάτια των αγίων στις βυζαντινές εικόνες διαφέρουν σημαντικά από εκείνα των
αρχαίων αγαλμάτων, καθώς σε αυτά ενυπάρχει το στοιχείο της έκστασης∙ της βαθιάς
πνευματικότητας, η οποία προκύπτει τόσο από την ενατένιση του θείου όσο και από
την εκούσια απόσπαση του αγίου από τη σωματική διάσταση της ύπαρξής του. Στα
μάτια των αγίων είναι ορατή η ευδαιμονία της αιώνιας ζωής, συνδυασμένη, ωστόσο,
με την επίγνωση των δυσκολιών που οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό. «- Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’
απέραντη χαρά η προσφορά, ανθρώπινη, δική σου παρηγοριά και διδαχή σου.» Με τη χρήση του επιφωνήματος («Ω δόξα»),
όπως και της κτητικής αντωνυμίας («μου»), η ποιήτρια εκφράζει την ευγνωμοσύνη
που αισθάνεται για την προσφορά των δύο αξιόλογων ιστορικών περιόδων του
ελληνικού χώρου∙ της αρχαιοελληνικής, αλλά και της βυζαντινής. Οι δύο αυτές
περίοδοι προσέφεραν δόξα στην Ελλάδα και συνιστούν μια διαρκή πηγή χαράς, καθώς
αποτέλεσαν πολιτισμικές και πνευματικές κορυφώσεις, οι οποίες βασίστηκαν, η
καθεμία με το δικό της τρόπο, στην έννοια της προσφοράς και της διάδοσης
σημαντικών αξιών. Τόσο ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός όσο και ο βυζαντινός είχαν
ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό, προσφέροντας «διδάγματα», διαχρονικά πνευματικά
επιτεύγματα, που υπηρετούν τους ανθρώπους με τον πλέον επωφελή τρόπο. Έννοιες, όπως
η δημοκρατία, η φιλοσοφία, η αλληλεγγύη και η άνευ όρων αγάπη, διατρέχουν τη
διττή φύση του ελληνικού πνεύματος είτε αυτό ήταν στραμμένο στους θεούς του
Ολύμπου είτε στον ένα Θεό. Κατ’ αυτό τον τρόπο ό,τι κι αν συμβαίνει στο παρόν ή
ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον η Ελλάδα θα έχει διαρκή παρηγοριά την επίγνωση πως
προσέφερε αξεπέραστα πνευματικά και ηθικά διδάγματα σε όλο τον κόσμο. «Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση του ωραίου σώματός των, είναι
υπεροπτικά σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα δείχνει αλλού να θεωρεί.» Η ποιήτρια, αν και αναγνωρίζει την
ιδιαίτερη αξία των δύο περιόδων του ελληνικού πολιτισμού, επιχειρεί να
τεκμηριώσει την αίσθησή της πως η βυζαντινή τέχνη είναι πιο ανθρώπινη, πιο
άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματική φύση των ανθρώπων. Τα ελληνικά αγάλματα, τα
οποία στέκουν όρθια («όρθωση») για να φαίνεται η τελειότητα κάθε επιμέρους σημείου
του σώματός τους («άρθρωση»), παρά την άρτια σμίλευσή τους, μεταδίδουν μια
αίσθηση σχεδόν υπεροπτική, σαν να στέκουν ψηλότερα από τον καθημερινό άνθρωπο. Αίσθηση
που γίνεται περισσότερο αντιληπτή στο βλέμμα τους, καθώς, αν και η μορφή τους είναι
ευγενική και προσηνής, δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει πως φαίνεται να
κοιτάζουν μακριά, πέρα από τους ανθρώπους που τα θαυμάζουν και τα παρατηρούν. Λείπει,
υπ’ αυτή την έννοια, η προσέγγιση και η επαφή με τον παρατηρητή τους, σαν να
δηλώνεται έμμεσα πως εκείνα αποτελούν ένα δύσκολα επιτεύξιμο πρότυπο. «Οι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε, το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο, κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα με πάσαν την υποταγή.» Σε αντίθεση με το απλανές βλέμμα των
ελληνικών αγαλμάτων, οι άγιοι στις βυζαντινές εικόνες δεν αφήνουν τον
παρατηρητή τους μοναχό. Τον παρακολουθούν αδιάκοπα με τα ολάνοιχτα στρογγυλά τους
μάτια, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε από όποια μεριά κι αν κοιτάξεις την εικόνα, έχεις
την αίσθηση πως το βλέμμα τους είναι στραμμένο σε εσένα. Τα ανοιχτά μάτια των
αγίων δημιουργούν την εντύπωση πως κοιτάζουν γύρω τους με έκπληξη, μα εκείνο
που τελικά κυριαρχεί είναι η σαφής αίσθηση πως αποσκοπούν στο να οδηγήσουν τον
παρατηρητή τους σε μια εσωτερική ενατένιση, σε μια πορεία σχεδόν μυστικιστική,
η οποία έχει ως βασικό της προορισμό να γνωρίσει, να κατανοήσει και, εν τέλει,
να αποδεχτεί το όραμα που υπαγόρευσε τη δική τους ζωή και δράση. Τα μάτια των
αγίων κοιτάζουν επίμονα τον παρατηρητή τους μέχρι εκείνος να «υποταχθεί» στη
δική τους οπτική των πραγμάτων, στη δική τους αφοσίωση στις αξίες του
χριστιανισμού. Δεν στέκουν, άρα, οι άγιοι με την υπεροψία των ελληνικών
αγαλμάτων∙ συμπαραστέκονται στον άνθρωπο που τους κοιτάζει και καθιστούν προφανή
τη θέλησή τους να σταθούν συνοδοιπόροι στη διαδικασία της αυτογνωσίας και της κατανόησης
πως ο δρόμος της αλληλεγγύης, της αγάπης και της αφοσίωσης σε έναν ανώτερο
σκοπό είναι ο σωστός δρόμος. «Όχι πια φοβισμένη, μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα που αντελήφθη και ομολογεί.» Η ποιήτρια κοιτάζει το βλέμμα των αγίων,
χωρίς να αισθάνεται φόβο, αφού νιώθει την ψυχή της να φωτίζεται, να
αντιλαμβάνεται και να συμφωνεί με την επιταγή των αγίων. Το πραγματικό νόημα της
ανθρώπινης ψυχής είναι η ανάγκη να προσφέρει στους άλλους, να μη ζει μόνο για
τον εαυτό της, δοσμένη σ’ έναν άγονο εγωκεντρισμό, αλλά να θέτει τον εαυτό της στην
υπηρεσία των ανθρώπων, οικείων ή μη. Η βασική αξίωση των αγίων είναι σύμφωνη με
την εσώτερη επιθυμία της ανθρώπινης ψυχής, αφού βρίσκει τη ζητούμενη πλήρωσή της,
όταν αισθάνεται πως δρα επωφελώς για τους άλλους, πως προσφέρει και πως βοηθά εκείνους
που έχουν πραγματική ανάγκη. Υπ’ αυτή την έννοια το εξωτερικό κάλλος των ελληνικών
αγαλμάτων μοιάζει να υστερεί έναντι της εσωτερικής ομορφιάς και ευδαιμονίας που
εκπέμπει το βλέμμα των αγίων.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαιρώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική διαιρώ, διαιρείς, διαιρεί, διαιρούμε, διαιρείτε,
διαιρούν (ή διαιρούνε) Υποτακτική να διαιρώ, να διαιρείς, να διαιρεί, να διαιρούμε,
να διαιρείτε, να διαιρούν (ή να διαιρούνε) Προστακτική β΄ ενικό: διαίρει, β΄ πληθυντικό: διαιρείτε Μετοχή διαιρώντας Παρατατικός Οριστική διαιρούσα, διαιρούσες, διαιρούσε, διαιρούσαμε, διαιρούσατε,
διαιρούσαν (ή διαιρούσανε) Αόριστος Οριστική διαίρεσα, διαίρεσες, διαίρεσε, διαιρέσαμε, διαιρέσατε,
διαίρεσαν (ή διαιρέσανε) Υποτακτική να διαιρέσω, να διαιρέσεις, να διαιρέσει,
να διαιρέσουμε, να διαιρέσετε, να διαιρέσουν (ή να διαιρέσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: διαίρεσε β΄ πληθυντικό: διαιρέστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα διαιρώ, θα διαιρείς, θα διαιρεί, θα
διαιρούμε, θα διαιρείτε, θα διαιρούν (ή θα διαιρούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα διαιρέσω, θα διαιρέσεις, θα διαιρέσει, θα
διαιρέσουμε, θα διαιρέσετε, θα διαιρέσουν (ή θα διαιρέσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω διαιρέσει, θα έχεις διαιρέσει, θα έχει διαιρέσει,
θα έχουμε διαιρέσει, θα έχετε διαιρέσει, θα έχουν(ε) διαιρέσει Παρακείμενος Οριστική έχω διαιρέσει, έχεις διαιρέσει, έχει διαιρέσει,
έχουμε διαιρέσει, έχετε διαιρέσει, έχουν(ε) διαιρέσει Υποτακτική να έχω διαιρέσει, να έχεις διαιρέσει,
να έχει διαιρέσει, να έχουμε διαιρέσει, να έχετε διαιρέσει, να έχουν διαιρέσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα διαιρέσει, είχες διαιρέσει, είχε διαιρέσει,
είχαμε διαιρέσει, είχατε διαιρέσει, είχαν(ε) διαιρέσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική διαιρούμαι, διαιρείσαι, διαιρείται, διαιρούμαστε,
διαιρείστε, διαιρούνται Υποτακτική να διαιρούμαι, να διαιρείσαι, να διαιρείται,
να διαιρούμαστε, να διαιρείστε, να διαιρούνται Προστακτική --- Μετοχή διαιρούμενος, διαιρούμενη, διαιρούμενο Παρατατικός Οριστική διαιρούμουν, διαιρούσουν, διαιρούταν ή διαιρούτανε,
διαιρούμασταν ή διαιρούμαστε, διαιρούσασταν, διαιρούνταν ή διαιρούντο Αόριστος Οριστική διαιρέθηκα, διαιρέθηκες, διαιρέθηκε, διαιρεθήκαμε,
διαιρεθήκατε, διαιρέθηκαν ή διαιρεθήκανε Υποτακτική να διαιρεθώ, να διαιρεθείς, να διαιρεθεί,
να διαιρεθούμε, να διαιρεθείτε, να διαιρεθούν ή να διαιρεθούνε Προστακτική β΄ ενικού: διαιρέσου β΄ πληθυντικό: διαιρεθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα διαιρούμαι, θα διαιρείσαι, θα διαιρείται, θα
διαιρούμαστε, θα διαιρείστε, θα διαιρούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα διαιρεθώ, θα διαιρεθείς, θα διαιρεθεί, θα
διαιρεθούμε, θα διαιρεθείτε, θα διαιρεθούν ή θα διαιρεθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω διαιρεθεί, θα έχεις διαιρεθεί, θα έχει διαιρεθεί,
θα έχουμε διαιρεθεί, θα έχετε διαιρεθεί, θα έχουν διαιρεθεί Παρακείμενος Οριστική έχω διαιρεθεί, έχεις διαιρεθεί, έχει διαιρεθεί,
έχουμε διαιρεθεί, έχετε διαιρεθεί, έχουν διαιρεθεί Υποτακτική να έχω διαιρεθεί, να έχεις διαιρεθεί,
να έχει διαιρεθεί, να έχουμε διαιρεθεί, να έχετε διαιρεθεί, να έχουν διαιρεθεί Μετοχή διαιρεμένος, διαιρεμένη, διαιρεμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα διαιρεθεί, είχες διαιρεθεί, είχε διαιρεθεί,
είχαμε διαιρεθεί, είχατε διαιρεθεί, είχαν(ε) διαιρεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τρώω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική τρώω,
τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρων (ή τρώνε) Υποτακτική να τρώω, να τρως, να τρώει, να τρώμε, να
τρώτε, να τρων (ή να τρώνε) Προστακτική β΄ ενικό: τρώγε – β΄ πληθυντικό: τρώτε
(ή τρώγετε) Μετοχή τρώγοντας Παρατατικός Οριστική έτρωγα, έτρωγες, έτρωγε, τρώγαμε, τρώγατε, έτρωγαν
(ή τρώγανε) Αόριστος Οριστική έφαγα,
έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν (ή φάγανε) Υποτακτική να φάω, να φας, να φάει, να φάμε, να φάτε,
να φαν (ή να φάνε) Προστακτική β΄ ενικό: φάε – β΄ πληθυντικό: φάτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα τρώω, θα τρως, θα τρώει, θα τρώμε, θα
τρώτε, θα τρων (ή θα τρώνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φάω, θα φας, θα φάει, θα φάμε, θα φάτε, θα
φαν (ή θα φάνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φάει, θα έχεις φάει, θα έχει φάει, θα
έχουμε φάει, θα έχετε φάει, θα έχουν φάει Παρακείμενος Οριστική έχω φάει, έχεις φάει, έχει φάει, έχουμε φάει,
έχετε φάει, έχουν φάει Υποτακτική να έχω φάει, να έχεις φάει, να έχει
φάει, να έχουμε φάει, να έχετε φάει, να έχουν φάει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φάει, είχες φάει, είχε φάει, είχαμε φάει,
είχατε φάει, είχαν(ε) φάει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική τρώγομαι, τρώγεσαι, τρώγεται, τρωγόμαστε, τρώγεστε,
τρώγονται Υποτακτική να τρώγομαι, να τρώγεσαι, να τρώγεται, να
τρωγόμαστε, να τρώγεστε, να τρώγονται Παρατατικός Οριστική τρωγόμουν, τρωγόσουν, τρωγόταν, τρωγόμαστε, τρωγόσαστε,
τρώγονταν & τρωγόμουνα, τρωγόσουνα, τρωγότανε,
τρωγόμασταν, τρωγόσασταν, τρωγόντουσαν Αόριστος Οριστική φαγώθηκα, φαγώθηκες, φαγώθηκε, φαγωθήκαμε, φαγωθήκατε,
φαγώθηκαν (ή φαγωθήκανε) Υποτακτική να φαγωθώ, να φαγωθείς, να φαγωθεί, να φαγωθούμε,
να φαγωθείτε, να φαγωθούν (ή να φαγωθούνε) Προστακτική β΄ ενικό: φαγώσου, β΄ πληθυντικό: φαγωθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα τρώγομαι, θα τρώγεσαι, θα τρώγεται, θα
τρωγόμαστε, θα τρώγεστε, θα τρώγονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φαγωθώ, θα φαγωθείς, θα φαγωθεί, θα
φαγωθούμε, θα φαγωθείτε, θα φαγωθούν (ή θα φαγωθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φαγωθεί, θα έχεις φαγωθεί, θα έχει φαγωθεί, θα
έχουμε φαγωθεί, θα έχετε φαγωθεί, θα έχουν φαγωθεί Παρακείμενος Οριστική έχω φαγωθεί, έχεις φαγωθεί, έχει φαγωθεί, έχουμε φαγωθεί,
έχετε φαγωθεί, έχουν φαγωθεί Υποτακτική να έχω φαγωθεί, να έχεις φαγωθεί, να
έχει φαγωθεί, να έχουμε φαγωθεί, να έχετε φαγωθεί, να έχουν φαγωθεί Μετοχή φαγωμένος, φαγωμένη, φαγωμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φαγωθεί, είχες φαγωθεί, είχε φαγωθεί, είχαμε φαγωθεί,
είχατε φαγωθεί, είχαν(ε) φαγωθεί