Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αισθάνομαι» Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική αισθάνομαι, αισθάνεσαι, αισθάνεται, αισθανόμαστε,
αισθάνεστε ή αισθανόσαστε, αισθάνονται Υποτακτική να αισθάνομαι, να αισθάνεσαι, να αισθάνεται,
να αισθανόμαστε, να αισθάνεστε ή να αισθανόσαστε, να αισθάνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: αισθάνεστε Μετοχή αισθανόμενος, αισθανόμενη, αισθανόμενο Παρατατικός Οριστική αισθανόμουν, αισθανόσουν, αισθανόταν, αισθανόμαστε,
αισθανόσαστε, αισθάνονταν (& αισθανόμουνα, αισθανόσουνα, αισθανότανε,
αισθανόμασταν, αισθανόσασταν, αισθανόντουσαν ή αισθανόντανε) Αόριστος Οριστική αισθάνθηκα, αισθάνθηκες, αισθάνθηκε, αισθανθήκαμε,
αισθανθήκατε, αισθάνθηκαν ή αισθανθήκανε Υποτακτική να αισθανθώ, να αισθανθείς, να αισθανθεί,
να αισθανθούμε, να αισθανθείτε, να αισθανθούν ή να αισθανθούνε Προστακτική β΄ πληθυντικό: αισθανθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα αισθάνομαι, θα αισθάνεσαι, θα αισθάνεται, θα
αισθανόμαστε, θα αισθάνεστε ή θα αισθανόσαστε, θα αισθάνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα αισθανθώ, θα αισθανθείς, θα αισθανθεί, θα
αισθανθούμε, θα αισθανθείτε, θα αισθανθούν ή θα αισθανθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω αισθανθεί, θα έχεις αισθανθεί, θα έχει αισθανθεί,
θα έχουμε αισθανθεί, θα έχετε αισθανθεί, θα έχουν αισθανθεί Παρακείμενος Οριστική έχω αισθανθεί, έχεις αισθανθεί, έχει αισθανθεί,
έχουμε αισθανθεί, έχετε αισθανθεί, έχουν αισθανθεί Υποτακτική να έχω αισθανθεί, να έχεις αισθανθεί, να
έχει αισθανθεί, να έχουμε αισθανθεί, να έχετε αισθανθεί, να έχουν αισθανθεί Μετοχή --- Υπερσυντέλικος Οριστική είχα αισθανθεί, είχες αισθανθεί, είχε αισθανθεί,
είχαμε αισθανθεί, είχατε αισθανθεί, είχαν(ε) αισθανθεί Σημείωση αισθάνομαι – συναισθάνομαι Όπως το αίσθημα διαφέρει από το
συναίσθημα στη γλωσσική χρήση κατά το ότι το δεύτερο είναι περισσότερο εσωτερικευμένο,
έτσι και το ρήμα συναισθάνομαι δηλώνει πιο εσωτερικευμένη αίσθηση από το αισθάνομαι.
Κάποιος μπορεί π.χ. να αισθάνεται τύψεις, πράγμα που είναι αναμενόμενο για
οποιονδήποτε διαπράξει κάτι αρνητικό, αλλά το να συναισθάνεται την ενοχή ή την
ευθύνη του δείχνει πολύ μεγαλύτερη προσωπική συμμετοχή σε αυτό και προϋποθέτει
συνειδητή προσπάθεια. Μπορούμε να πούμε ότι το συναίσθημα έχει πιο
εξειδικευμένη και γι’ αυτό πιο περιορισμένη χρήση σε σχέση με το αισθάνομαι.
Χρησιμοποιείται για πιο προσωπικά συναισθήματα, που προϋποθέτουν παραδοχή και
συνειδητοποίηση (π.χ. ενοχή, σφάλμα, ευθύνη κ.λπ.). Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεσταίνω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ζεσταίνω, ζεσταίνεις, ζεσταίνει, ζεσταίνουμε, ζεσταίνετε,
ζεσταίνουν (ή ζεσταίνουνε) Υποτακτική να ζεσταίνω, να ζεσταίνεις, να ζεσταίνει,
να ζεσταίνουμε, να ζεσταίνετε, να ζεσταίνουν (ή να ζεσταίνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: ζέσταινε – β΄ πληθυντικό: ζεσταίνετε Μετοχή ζεσταίνοντας Παρατατικός Οριστική ζέσταινα, ζέσταινες, ζέσταινε, ζεσταίναμε, ζεσταίνατε,
ζέσταιναν ή ζεσταίνανε Αόριστος Οριστική ζέστανα, ζέστανες, ζέστανε, ζεστάναμε, ζεστάνατε,
ζέσταναν ή ζεστάνανε Υποτακτική να ζεστάνω, να ζεστάνεις, να ζεστάνει,
να ζεστάνουμε, να ζεστάνετε, να ζεστάνουν (ή να ζεστάνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: ζέστανε – β΄ πληθυντικό: ζεστάνετε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ζεσταίνω, θα ζεσταίνεις, θα ζεσταίνει, θα
ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνετε, θα ζεσταίνουν (ή θα ζεσταίνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ζεστάνω, θα ζεστάνεις, θα ζεστάνει, θα
ζεστάνουμε, θα ζεστάνετε, θα ζεστάνουν (ή θα ζεστάνουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ζεστάνει, θα έχεις ζεστάνει, θα έχει ζεστάνει,
θα έχουμε ζεστάνει, θα έχετε ζεστάνει, θα έχουν ζεστάνει Παρακείμενος Οριστική έχω ζεστάνει, έχεις ζεστάνει, έχει ζεστάνει,
έχουμε ζεστάνει, έχετε ζεστάνει, έχουν(ε) ζεστάνει Υποτακτική να έχω ζεστάνει, να έχεις ζεστάνει, να έχει
ζεστάνει, να έχουμε ζεστάνει, να έχετε ζεστάνει, να έχουν(ε) ζεστάνει Μετοχή έχοντας ζεστάνει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ζεστάνει, είχες ζεστάνει, είχε ζεστάνει,
είχαμε ζεστάνει, είχατε ζεστάνει, είχαν(ε) ζεστάνει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική ζεσταίνομαι, ζεσταίνεσαι, ζεσταίνεται, ζεσταινόμαστε,
ζεσταίνεστε ή ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονται Υποτακτική να ζεσταίνομαι, να ζεσταίνεσαι, να ζεσταίνεται,
να ζεσταινόμαστε, να ζεσταίνεστε ή να ζεσταινόσαστε, να ζεσταίνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: ζεσταίνεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική ζεσταινόμουν, ζεσταινόσουν, ζεσταινόταν, ζεσταινόμαστε,
ζεσταινόσαστε, ζεσταίνονταν (& ζεσταινόμουνα, ζεσταινόσουνα, ζεσταινότανε,
ζεσταινόμασταν, ζεσταινόσασταν, ζεσταινόντουσαν ή ζεσταινόντανε) Αόριστος Οριστική ζεστάθηκα, ζεστάθηκες, ζεστάθηκε, ζεσταθήκαμε, ζεσταθήκατε,
ζεστάθηκαν ή ζεσταθήκανε Υποτακτική να ζεσταθώ, να ζεσταθείς, να ζεσταθεί,
να ζεσταθούμε, να ζεσταθείτε, να ζεσταθούν ή να ζεσταθούνε Προστακτική β΄ πληθυντικό: ζεσταθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα ζεσταίνομαι, θα ζεσταίνεσαι, θα ζεσταίνεται, θα
ζεσταινόμαστε, θα ζεσταίνεστε ή θα ζεσταινόσαστε, θα ζεσταίνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα ζεσταθώ, θα ζεσταθείς, θα ζεσταθεί, θα
ζεσταθούμε, θα ζεσταθείτε, θα ζεσταθούν ή θα ζεσταθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω ζεσταθεί, θα έχεις ζεσταθεί, θα έχει ζεσταθεί,
θα έχουμε ζεσταθεί, θα έχετε ζεσταθεί, θα έχουν ζεσταθεί Παρακείμενος Οριστική έχω ζεσταθεί,
έχεις ζεσταθεί, έχει ζεσταθεί, έχουμε ζεσταθεί, έχετε ζεσταθεί, έχουν ζεσταθεί Υποτακτική να έχω ζεσταθεί, να έχεις ζεσταθεί, να έχει
ζεσταθεί, να έχουμε ζεσταθεί, να έχετε ζεσταθεί, να έχουν ζεσταθεί Μετοχή ζεσταμένος, ζεσταμένη, ζεσταμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα ζεσταθεί, είχες ζεσταθεί, είχε ζεσταθεί,
είχαμε ζεσταθεί, είχατε ζεσταθεί, είχαν(ε) ζεσταθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καλύπτω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική καλύπτω, καλύπτεις, καλύπτει, καλύπτουμε, καλύπτετε,
καλύπτουν (ή καλύπτουνε) Υποτακτική να καλύπτω, να καλύπτεις, να καλύπτει, να
καλύπτουμε, να καλύπτετε, να καλύπτουν (ή να καλύπτουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κάλυπτε – β΄ πληθυντικό: καλύπτετε Μετοχή καλύπτοντας Παρατατικός Οριστική κάλυπτα, κάλυπτες, κάλυπτε, καλύπταμε, καλύπτατε,
κάλυπταν ή καλύπτανε Αόριστος Οριστική κάλυψα, κάλυψες, κάλυψε, καλύψαμε, καλύψατε,
κάλυψαν ή καλύψανε Υποτακτική να καλύψω, να καλύψεις, να καλύψει, να
καλύψουμε, να καλύψετε, να καλύψουν (ή να καλύψουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κάλυψε – β΄ πληθυντικό: καλύψτε
(ή καλύψετε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα καλύπτω, θα καλύπτεις, θα καλύπτει, θα
καλύπτουμε, θα καλύπτετε, θα καλύπτουν (ή θα καλύπτουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα καλύψω, θα καλύψεις, θα καλύψει, θα
καλύψουμε, θα καλύψετε, θα καλύψουν (ή θα καλύψουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω καλύψει, θα έχεις καλύψει, θα έχει καλύψει, θα
έχουμε καλύψει, θα έχετε καλύψει, θα έχουν καλύψει Παρακείμενος Οριστική έχω καλύψει, έχεις καλύψει, έχει καλύψει, έχουμε καλύψει,
έχετε καλύψει, έχουν(ε) καλύψει Υποτακτική να έχω καλύψει, να έχεις καλύψει, να
έχει καλύψει, να έχουμε καλύψει, να έχετε καλύψει, να έχουν(ε) καλύψει Μετοχή έχοντας καλύψει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα καλύψει, είχες καλύψει, είχε καλύψει, είχαμε καλύψει,
είχατε καλύψει, είχαν(ε) καλύψει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική καλύπτομαι, καλύπτεσαι, καλύπτεται, καλυπτόμαστε,
καλύπτεστε, καλύπτονται Υποτακτική να καλύπτομαι, να καλύπτεσαι, να καλύπτεται,
να καλυπτόμαστε, να καλύπτεστε, να καλύπτονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: καλύπτεστε Μετοχή καλυπτόμενος, καλυπτόμενη, καλυπτόμενο Παρατατικός Οριστική καλυπτόμουν, καλυπτόσουν, καλυπτόταν, καλυπτόμαστε,
καλυπτόσαστε, καλύπτονταν (& καλυπτόμουνα, καλυπτόσουνα, καλυπτότανε,
καλυπτόμασταν, καλυπτόσασταν, καλυπτόντουσαν) Αόριστος Οριστική καλύφθηκα, καλύφθηκες, καλύφθηκε, καλυφθήκαμε, καλυφθήκατε,
καλύφθηκαν (ή καλυφθήκανε) & καλύφτηκα, καλύφτηκες, καλύφτηκε,
καλυφτήκαμε, καλυφτήκατε, καλύφτηκαν (ή καλυφτήκανε) Υποτακτική να καλυφθώ, να καλυφθείς,
να καλυφθεί, να καλυφθούμε, να καλυφθείτε, να καλυφθούν (ή να καλυφθούνε) &
να καλυφτώ, να καλυφτείς, να καλυφτεί, να καλυφτούμε, να καλυφτείτε, να καλυφτούν
(ή να καλυφτούνε) Προστακτική β΄ ενικού: καλύψου β΄ πληθυντικό: καλυφθείτε
(καλυφτείτε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα καλύπτομαι, θα καλύπτεσαι, θα καλύπτεται, θα
καλυπτόμαστε, θα καλύπτεστε, θα καλύπτονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα καλυφθώ, θα καλυφθείς, θα καλυφθεί, θα
καλυφθούμε, θα καλυφθείτε, θα καλυφθούν (ή θα καλυφθούνε) & θα καλυφτώ, θα καλυφτείς, θα
καλυφτεί, θα καλυφτούμε, θα καλυφτείτε, θα καλυφτούν (ή θα καλυφτούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω καλυφθεί, θα έχεις καλυφθεί, θα έχει καλυφθεί,
θα έχουμε καλυφθεί, θα έχετε καλυφθεί, θα έχουν καλυφθεί & θα έχω καλυφτεί, θα έχεις καλυφτεί,
θα έχει καλυφτεί, θα έχουμε καλυφτεί, θα έχετε καλυφτεί, θα έχουν καλυφτεί Παρακείμενος Οριστική έχω καλυφθεί, έχεις καλυφθεί, έχει καλυφθεί, έχουμε
καλυφθεί, έχετε καλυφθεί, έχουν καλυφθεί & έχω καλυφτεί, έχεις καλυφτεί,
έχει καλυφτεί, έχουμε καλυφτεί, έχετε καλυφτεί, έχουν καλυφτεί Υποτακτική να έχω καλυφθεί, να έχεις καλυφθεί, να
έχει καλυφθεί, να έχουμε καλυφθεί, να έχετε καλυφθεί, να έχουν καλυφθεί & να έχω καλυφτεί, να έχεις καλυφτεί,
να έχει καλυφτεί, να έχουμε καλυφτεί, να έχετε καλυφτεί, να έχουν καλυφτεί Μετοχή καλυμμένος, καλυμμένη, καλυμμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα καλυφθεί, είχες καλυφθεί, είχε καλυφθεί, είχαμε
καλυφθεί, είχατε καλυφθεί, είχαν(ε) καλυφθεί & είχα καλυφτεί, είχες καλυφτεί,
είχε καλυφτεί, είχαμε καλυφτεί, είχατε καλυφτεί, είχαν(ε) καλυφτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φοράω
/ φορώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική φοράω & φορώ, φοράς, φοράει & φορά, φοράμε
& φορούμε, φοράτε, φοράνε (ή φοράν) & φορούν (ή φορούνε) Υποτακτική να φοράω & να φορώ, να φοράς, να φοράει
& να φορά, να φοράμε & να φορούμε, να φοράτε, να φοράνε (ή να φοράν)
& να φορούν (ή να φορούνε) Προστακτική β΄ ενικό: φόρα / φόραγε – β΄
πληθυντικό: φοράτε Μετοχή φορώντας Παρατατικός Οριστική φορούσα, φορούσες, φορούσε, φορούσαμε, φορούσατε,
φορούσαν (ή φορούσανε) & φόραγα, φόραγες, φόραγε, φοράγαμε,
φοράγατε, φόραγαν (ή φοράγανε) Αόριστος Οριστική φόρεσα, φόρεσες, φόρεσε, φορέσαμε, φορέσατε, φόρεσαν
(ή φορέσανε) Υποτακτική να φορέσω, να φορέσεις,
να φορέσει, να φορέσουμε, να φορέσετε, να φορέσουν (ή να φορέσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: φόρεσε – β΄ πληθυντικό: φορέστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα φοράω, θα φοράς, θα φοράει, θα φοράμε, θα
φοράτε, θα φοράνε (ή θα φοράν) & θα φορώ, θα φοράς, θα
φορά, θα φορούμε, θα φοράτε, θα φορούν (ή θα φορούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φορέσω, θα φορέσεις, θα φορέσει, θα
φορέσουμε, θα φορέσετε, θα φορέσουν (ή θα φορέσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φορέσει, θα έχεις φορέσει, θα έχει φορέσει, θα
έχουμε φορέσει, θα έχετε φορέσει, θα έχουν φορέσει Παρακείμενος Οριστική έχω φορέσει, έχεις φορέσει, έχει φορέσει, έχουμε φορέσει,
έχετε φορέσει, έχουν φορέσει Υποτακτική να έχω φορέσει, να έχεις φορέσει, να
έχει φορέσει, να έχουμε φορέσει, να έχετε φορέσει, να έχουν φορέσει Μετοχή έχοντας φορέσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φορέσει, είχες φορέσει, είχε φορέσει, είχαμε φορέσει,
είχατε φορέσει, είχαν/είχανε φορέσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική φοριέμαι, φοριέσαι, φοριέται, φοριόμαστε, φοριέστε,
φοριούνται Υποτακτική να φοριέμαι, να φοριέσαι, να φοριέται, να
φοριόμαστε, να φοριέστε, να φοριούνται Προστακτική β΄ πληθυντικό: φοριέστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική φοριόμουν, φοριόσουν, φοριόταν, φοριόμαστε, φοριόσαστε,
φοριόνταν ή φοριούνταν (& φοριόμουνα, φοριόσουνα, φοριότανε,
φοριόμασταν, φοριόσασταν, φοριόντουσαν) Αόριστος Οριστική φορέθηκα, φορέθηκες, φορέθηκε, φορεθήκαμε, φορεθήκατε,
φορέθηκαν (ή φορεθήκανε) Υποτακτική να φορεθώ, να φορεθείς, να φορεθεί, να φορεθούμε,
να φορεθείτε, να φορεθούν (ή να φορεθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: φορέσου β΄ πληθυντικό: φορεθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα φοριέμαι, θα φοριέσαι, θα φοριέται, θα
φοριόμαστε, θα φοριέστε, θα φοριούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα φορεθώ, θα φορεθείς, θα φορεθεί, θα
φορεθούμε, θα φορεθείτε, θα φορεθούν (ή θα φορεθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω φορεθεί, θα έχεις φορεθεί, θα έχει φορεθεί, θα
έχουμε φορεθεί, θα έχετε φορεθεί, θα έχουν φορεθεί Παρακείμενος Οριστική έχω φορεθεί, έχεις φορεθεί, έχει φορεθεί, έχουμε φορεθεί,
έχετε φορεθεί, έχουν φορεθεί Υποτακτική να έχω φορεθεί, να έχεις φορεθεί, να
έχει φορεθεί, να έχουμε φορεθεί, να έχετε φορεθεί, να έχουν φορεθεί Μετοχή φορεμένος, φορεμένη, φορεμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα φορεθεί, είχες φορεθεί, είχε φορεθεί, είχαμε φορεθεί,
είχατε φορεθεί, είχαν(ε) φορεθεί