Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jonathan Davison
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσω, διαφυλάσσεις, διαφυλάσσει, διαφυλάσσουμε, διαφυλάσσετε, διαφυλάσσουν (ή διαφυλάσσουνε)
& διαφυλάττω, διαφυλάττεις, διαφυλάττει, διαφυλάττουμε, διαφυλάττετε, διαφυλάττουν (ή διαφυλάττουνε)
Υποτακτική
να διαφυλάσσω, να διαφυλάσσεις, να διαφυλάσσει, να διαφυλάσσουμε, να διαφυλάσσετε, να διαφυλάσσουν (ή να διαφυλάσσουνε)
& να διαφυλάττω, να διαφυλάττεις, να διαφυλάττει, να διαφυλάττουμε, να διαφυλάττετε, να διαφυλάττουν (ή να διαφυλάττουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλασσε / διαφύλαττε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσετε / διαφυλάττετε
Μετοχή
διαφυλάσσοντας / διαφυλάττοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διαφύλασσα, διαφύλασσες, διαφύλασσε, διαφυλάσσαμε, διαφυλάσσατε, διαφύλασσαν ή διαφυλάσσανε
& διαφύλαττα, διαφύλαττες, διαφύλαττε, διαφυλάτταμε, διαφυλάττατε, διαφύλατταν ή διαφυλάττανε
 
Αόριστος
Οριστική
διαφύλαξα, διαφύλαξες, διαφύλαξε, διαφυλάξαμε, διαφυλάξατε, διαφύλαξαν ή διαφυλάξανε
Υποτακτική
να διαφυλάξω, να διαφυλάξεις, να διαφυλάξει, να διαφυλάξουμε, να διαφυλάξετε, να διαφυλάξουν (ή να διαφυλάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλαξε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάξτε (ή διαφυλάξετε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσω, θα διαφυλάσσεις, θα διαφυλάσσει, θα διαφυλάσσουμε, θα διαφυλάσσετε, θα διαφυλάσσουν (ή θα διαφυλάσσουνε)
& θα διαφυλάττω, θα διαφυλάττεις, θα διαφυλάττει, θα διαφυλάττουμε, θα διαφυλάττετε, θα διαφυλάττουν (ή θα διαφυλάττουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάξω, θα διαφυλάξεις, θα διαφυλάξει, θα διαφυλάξουμε, θα διαφυλάξετε, θα διαφυλάξουν (ή θα διαφυλάξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλάξει, θα έχεις διαφυλάξει, θα έχει διαφυλάξει, θα έχουμε διαφυλάξει, θα έχετε διαφυλάξει, θα έχουν(ε) διαφυλάξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλάξει, έχεις διαφυλάξει, έχει διαφυλάξει, έχουμε διαφυλάξει, έχετε διαφυλάξει, έχουν(ε) διαφυλάξει
Υποτακτική
να έχω διαφυλάξει, να έχεις διαφυλάξει, να έχει διαφυλάξει, να έχουμε διαφυλάξει, να έχετε διαφυλάξει, να έχουν(ε) διαφυλάξει
Μετοχή
έχοντας διαφυλάξει  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλάξει, είχες διαφυλάξει, είχε διαφυλάξει, είχαμε διαφυλάξει, είχατε διαφυλάξει, είχαν(ε) διαφυλάξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσομαι, διαφυλάσσεσαι, διαφυλάσσεται, διαφυλασσόμαστε, διαφυλάσσεστε, διαφυλάσσονται
Υποτακτική
να διαφυλάσσομαι, να διαφυλάσσεσαι, να διαφυλάσσεται, να διαφυλασσόμαστε, να διαφυλάσσεστε, να διαφυλάσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσεστε
Μετοχή
διαφυλασσόμενος, διαφυλασσόμενη, διαφυλασσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διαφυλασσόμουν, διαφυλασσόσουν, διαφυλασσόταν, διαφυλασσόμαστε, διαφυλασσόσαστε, διαφυλάσσονταν
(& διαφυλασσόμουνα, διαφυλασσόσουνα, διαφυλασσότανε, διαφυλασσόμασταν, διαφυλασσόσασταν, διαφυλασσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διαφυλάχθηκα, διαφυλάχθηκες, διαφυλάχθηκε, διαφυλαχθήκαμε, διαφυλαχθήκατε, διαφυλάχθηκαν (ή διαφυλαχθήκανε)
& διαφυλάχτηκα, διαφυλάχτηκες, διαφυλάχτηκε, διαφυλαχτήκαμε, διαφυλαχτήκατε, διαφυλάχτηκαν (ή διαφυλαχτήκανε)
Υποτακτική
να διαφυλαχθώ, να διαφυλαχθείς, να διαφυλαχθεί, να διαφυλαχθούμε, να διαφυλαχθείτε, να διαφυλαχθούν (ή να διαφυλαχθούνε)
& να διαφυλαχτώ, να διαφυλαχτείς, να διαφυλαχτεί, να διαφυλαχτούμε, να διαφυλαχτείτε, να διαφυλαχτούν (ή να διαφυλαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διαφυλάξου β΄ πληθυντικό: διαφυλαχθείτε (διαφυλαχτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσομαι, θα διαφυλάσσεσαι, θα διαφυλάσσεται, θα διαφυλασσόμαστε, θα διαφυλάσσεστε, θα διαφυλάσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλαχθώ, θα διαφυλαχθείς, θα διαφυλαχθεί, θα διαφυλαχθούμε, θα διαφυλαχθείτε, θα διαφυλαχθούν (ή θα διαφυλαχθούνε)
& θα διαφυλαχτώ, θα διαφυλαχτείς, θα διαφυλαχτεί, θα διαφυλαχτούμε, θα διαφυλαχτείτε, θα διαφυλαχτούν (ή θα διαφυλαχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλαχθεί, θα έχεις διαφυλαχθεί, θα έχει διαφυλαχθεί, θα έχουμε διαφυλαχθεί, θα έχετε διαφυλαχθεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& θα έχω διαφυλαχτεί, θα έχεις διαφυλαχτεί, θα έχει διαφυλαχτεί, θα έχουμε διαφυλαχτεί, θα έχετε διαφυλαχτεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλαχθεί, έχεις διαφυλαχθεί, έχει διαφυλαχθεί, έχουμε διαφυλαχθεί, έχετε διαφυλαχθεί, έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& έχω διαφυλαχτεί, έχεις διαφυλαχτεί, έχει διαφυλαχτεί, έχουμε διαφυλαχτεί, έχετε διαφυλαχτεί, έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Υποτακτική
να έχω διαφυλαχθεί, να έχεις διαφυλαχθεί, να έχει διαφυλαχθεί, να έχουμε διαφυλαχθεί, να έχετε διαφυλαχθεί, να έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& να έχω διαφυλαχτεί, να έχεις διαφυλαχτεί, να έχει διαφυλαχτεί, να έχουμε διαφυλαχτεί, να έχετε διαφυλαχτεί, να έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Μετοχή
διαφυλαγμένος, διαφυλαγμένη, διαφυλαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλαχθεί, είχες διαφυλαχθεί, είχε διαφυλαχθεί, είχαμε διαφυλαχθεί, είχατε διαφυλαχθεί, είχαν(ε) διαφυλαχθεί
& είχα διαφυλαχτεί, είχες διαφυλαχτεί, είχε διαφυλαχτεί, είχαμε διαφυλαχτεί, είχατε διαφυλαχτεί, είχαν(ε) διαφυλαχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Soosh

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
κοιμάμαι (κοιμούμαι), κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμόμαστε (κοιμούμαστε), κοιμάστε (κοιμόσαστε), κοιμούνται (κοιμόνται)  
Υποτακτική
να κοιμάμαι (να κοιμούμαι), να κοιμάσαι, να κοιμάται, να κοιμόμαστε (να κοιμούμαστε), να κοιμάστε (να κοιμόσαστε), να κοιμούνται (να κοιμόνται) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κοιμάστε
Μετοχή
κοιμώμενος, κοιμωμένη, κοιμώμενο (αρχαιοελληνικής προέλευσης) & κοιμούμενος, κοιμούμενη, κοιμούμενο (λογοτεχνικής χρήσης)     
 
Παρατατικός
Οριστική
κοιμόμουν, κοιμόσουν, κοιμόταν, κοιμόμαστε (ή κοιμούμαστε), κοιμόσαστε, κοιμόνταν (ή κοιμόντανε ή κοιμούνταν)
(& κοιμόμουνα, κοιμόσουνα, κοιμότανε, κοιμόμασταν, κοιμόσασταν, κοιμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κοιμήθηκα, κοιμήθηκες, κοιμήθηκε, κοιμηθήκαμε, κοιμηθήκατε, κοιμήθηκαν
Υποτακτική
να κοιμηθώ, να κοιμηθείς, να κοιμηθεί, να κοιμηθούμε, να κοιμηθείτε, να κοιμηθούν (ή να κοιμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κοιμήσου, β΄ πληθυντικό: κοιμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμάμαι (θα κοιμούμαι), θα κοιμάσαι, θα κοιμάται, θα κοιμόμαστε (θα κοιμούμαστε), θα κοιμάστε (θα κοιμόσαστε), θα κοιμούνται (θα κοιμόνται) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμηθώ, θα κοιμηθείς, θα κοιμηθεί, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθείτε, θα κοιμηθούν ή θα κοιμηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κοιμηθεί, θα έχεις κοιμηθεί, θα έχει κοιμηθεί, θα έχουμε κοιμηθεί, θα έχετε κοιμηθεί, θα έχουν(ε) κοιμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κοιμηθεί, έχεις κοιμηθεί, έχει κοιμηθεί, έχουμε κοιμηθεί, έχετε κοιμηθεί, έχουν(ε) κοιμηθεί
Υποτακτική
να έχω κοιμηθεί, να έχεις κοιμηθεί, να έχει κοιμηθεί, να έχουμε κοιμηθεί, να έχετε κοιμηθεί, να έχουν(ε) κοιμηθεί
Μετοχή
κοιμισμένος, κοιμισμένη, κοιμισμένο 
(Το αποθετικό ρήμα κοιμάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κοιμηθεί, είχες κοιμηθεί, είχε κοιμηθεί, είχαμε κοιμηθεί, είχατε κοιμηθεί, είχαν(ε) κοιμηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gustave Dore
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνω, ανασταίνεις, ανασταίνει, ανασταίνουμε, ανασταίνετε, ανασταίνουν (ή ανασταίνουνε)
Υποτακτική
να ανασταίνω, να ανασταίνεις, να ανασταίνει, να ανασταίνουμε, να ανασταίνετε, να ανασταίνουν (ή να ανασταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάσταινε – β΄ πληθυντικό: ανασταίνετε
Μετοχή
ανασταίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανάσταινα, ανάσταινες, ανάσταινε, ανασταίναμε, ανασταίνατε, ανάσταιναν ή ανασταίνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ανάστησα, ανάστησες, ανάστησε, αναστήσαμε, αναστήσατε, ανάστησαν ή αναστήσανε
Υποτακτική
να αναστήσω, να αναστήσεις, να αναστήσει, να αναστήσουμε, να αναστήσετε, να αναστήσουν (ή να αναστήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστησε – β΄ πληθυντικό: αναστήσετε ή αναστήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνω, θα ανασταίνεις, θα ανασταίνει, θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνετε, θα ανασταίνουν (ή θα ανασταίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστήσω, θα αναστήσεις, θα αναστήσει, θα αναστήσουμε, θα αναστήσετε, θα αναστήσουν (ή α αναστήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστήσει, θα έχεις αναστήσει, θα έχει αναστήσει, θα έχουμε αναστήσει, θα έχετε αναστήσει, θα έχουν(ε) αναστήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστήσει, έχεις αναστήσει, έχει αναστήσει, έχουμε αναστήσει, έχετε αναστήσει, έχουν(ε) αναστήσει
Υποτακτική
να έχω αναστήσει, να έχεις αναστήσει, να έχει αναστήσει, να έχουμε αναστήσει, να έχετε αναστήσει, να έχουν(ε) αναστήσει
Μετοχή
έχοντας αναστήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστήσει, είχες αναστήσει, είχε αναστήσει, είχαμε αναστήσει, είχατε αναστήσει, είχαν(ε) αναστήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνομαι, ανασταίνεσαι, ανασταίνεται, ανασταινόμαστε, ανασταίνεστε ή ανασταινόσαστε, ανασταίνονται
Υποτακτική
να ανασταίνομαι, να ανασταίνεσαι, να ανασταίνεται, να ανασταινόμαστε, να ανασταίνεστε ή να ανασταινόσαστε, να ανασταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταίνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ανασταινόμουν, ανασταινόσουν, ανασταινόταν, ανασταινόμαστε, ανασταινόσαστε, ανασταίνονταν
(& ανασταινόμουνα, ανασταινόσουνα, ανασταινότανε, ανασταινόμασταν, ανασταινόσασταν, ανασταινόντουσαν ή ανασταινόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναστήθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
Υποτακτική
να αναστηθώ, να αναστηθείς, να αναστηθεί, να αναστηθούμε, να αναστηθείτε, να αναστηθούν ή να αναστηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αναστήσου, β΄ πληθυντικό: αναστηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνομαι, θα ανασταίνεσαι, θα ανασταίνεται, θα ανασταινόμαστε, θα ανασταίνεστε ή θα ανασταινόσαστε, θα ανασταίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστηθώ, θα αναστηθείς, θα αναστηθεί, θα αναστηθούμε, θα αναστηθείτε, θα αναστηθούν ή θα αναστηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστηθεί, θα έχεις αναστηθεί, θα έχει αναστηθεί, θα έχουμε αναστηθεί, θα έχετε αναστηθεί, θα έχουν(ε) αναστηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστηθεί, έχεις αναστηθεί, έχει αναστηθεί, έχουμε αναστηθεί, έχετε αναστηθεί, έχουν(ε) αναστηθεί
Υποτακτική
να έχω αναστηθεί, να έχεις αναστηθεί, να έχει αναστηθεί, να έχουμε αναστηθεί, να έχετε αναστηθεί, να έχουν(ε) αναστηθεί
Μετοχή
αναστημένος, αναστημένη, αναστημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστηθεί, είχες αναστηθεί, είχε αναστηθεί, είχαμε αναστηθεί, είχατε αναστηθεί, είχαν(ε) αναστηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»
 
Το ρήμα κερνάω – κερνώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -.
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κερνώ, κερνάς, κερνά, κερνούμε, κερνάτε, κερνούν ή κερνούνε
& κερνάω, κερνάς, κερνάει, κερνάμε, κερνάτε, κερνάνε 
Υποτακτική
να κερνώ, να κερνάς, να κερνά, να κερνούμε, να κερνάτε, να κερνούν ή να κερνούνε
& να κερνάω, να κερνάς, να κερνάει, να κερνάμε, να κερνάτε, να κερνάνε 
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρνα – β΄ πληθυντικό: κερνάτε
Μετοχή
κερνώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κερνούσα, κερνούσες, κερνούσε, κερνούσαμε, κερνούσατε, κερνούσαν (ή κερνούσανε)
& κέρναγα, κέρναγες, κέρναγε, κερνάγαμε, κερνάγατε, κέρναγαν (ή κερνάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
κέρασα, κέρασες, κέρασε, κεράσαμε, κεράσατε, κέρασαν (ή κεράσανε)
Υποτακτική
να κεράσω, να κεράσεις, να κεράσει, να κεράσουμε, να κεράσετε, να κεράσουν (ή να κεράσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρασε – β΄ πληθυντικό: κεράστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνώ, θα κερνάς, θα κερνά, θα κερνούμε, θα κερνάτε, θα κερνούν ή θα κερνούνε
& θα κερνάω, θα κερνάς, θα κερνάει, θα κερνάμε, θα κερνάτε, θα κερνάνε 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεράσω, θα κεράσεις, θα κεράσει, θα κεράσουμε, θα κεράσετε, θα κεράσουν (ή θα κεράσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεράσει, θα έχεις κεράσει, θα έχει κεράσει, θα έχουμε κεράσει, θα έχετε κεράσει, θα έχουν(ε) κεράσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεράσει, έχεις κεράσει, έχει κεράσει, έχουμε κεράσει, έχετε κεράσει, έχουν(ε) κεράσει
Υποτακτική
να έχω κεράσει, να έχεις κεράσει, να έχει κεράσει, να έχουμε κεράσει, να έχετε κεράσει, να έχουν(ε) κεράσει
Μετοχή
έχοντας κεράσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεράσει, είχες κεράσει, είχε κεράσει, είχαμε κεράσει, είχατε κεράσει, είχαν/είχανε κεράσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κερνιέμαι, κερνιέσαι, κερνιέται, κερνιόμαστε, κερνιέστε, κερνιούνται
Υποτακτική
να κερνιέμαι, να κερνιέσαι, να κερνιέται, να κερνιόμαστε, να κερνιέστε, να κερνιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κερνιέστε
 
Παρατατικός
Οριστική
κερνιόμουν, κερνιόσουν, κερνιόταν, κερνιόμαστε, κερνιόσαστε, κερνιόνταν ή κερνιούνταν  
& κερνιόμουνα, κερνιόσουνα, κερνιότανε, κερνιόμασταν, κερνιόσασταν, κερνιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
κεράστηκα, κεράστηκες, κεράστηκε, κεραστήκαμε, κεραστήκατε, κεράστηκαν (ή κεραστήκανε)
Υποτακτική
να κεραστώ, να κεραστείς, να κεραστεί, να κεραστούμε, να κεραστείτε, να κεραστούν (ή να κεραστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κεράσου β΄ πληθυντικό: κεραστείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνιέμαι, θα κερνιέσαι, θα κερνιέται, θα κερνιόμαστε, θα κερνιέστε, θα κερνιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεραστώ, θα κεραστείς, θα κεραστεί, θα κεραστούμε, θα κεραστείτε, θα κεραστούν (ή θα κεραστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεραστεί, θα έχεις κεραστεί, θα έχει κεραστεί, θα έχουμε κεραστεί, θα έχετε κεραστεί, θα έχουν(ε) κεραστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεραστεί, έχεις κεραστεί, έχει κεραστεί, έχουμε κεραστεί, έχετε κεραστεί, έχουν(ε) κεραστεί
Υποτακτική
να έχω κεραστεί, να έχεις κεραστεί, να έχει κεραστεί, να έχουμε κεραστεί, να έχετε κεραστεί, να έχουν(ε) κεραστεί
Μετοχή
κερασμένος, κερασμένη, κερασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεραστεί, είχες κεραστεί, είχε κεραστεί, είχαμε κεραστεί, είχατε κεραστεί, είχαν(ε) κεραστεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...