Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δένω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική δένω,
δένεις, δένει, δένουμε, δένετε, δένουν (ή δένουνε) Υποτακτική να δένω, να δένεις, να δένει, να δένουμε,
να δένετε, να δένουν (ή να δένουνε) Προστακτική β΄ ενικό: δένε – β΄ πληθυντικό: δένετε Μετοχή δένοντας Παρατατικός Οριστική έδενα,
έδενες, έδενε, δέναμε, δένατε, έδεναν ή δένανε Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται. Αόριστος Οριστική έδεσα,
έδεσες, έδεσε, δέσαμε, δέσατε, έδεσαν ή δέσανε Υποτακτική να δέσω, να δέσεις, να δέσει, να δέσουμε,
να δέσετε, να δέσουν (ή να δέσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: δέσε – β΄ πληθυντικό: δέστε
(ή δέσετε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα δένω, θα δένεις, θα δένει, θα δένουμε, θα
δένετε, θα δένουν (ή θα δένουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα δέσω, θα δέσεις, θα δέσει, θα δέσουμε, θα
δέσετε, θα δέσουν (ή θα δέσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω δέσει, θα
έχεις δέσει, θα έχει δέσει, θα έχουμε δέσει, θα έχετε δέσει, θα έχουν(ε) δέσει Παρακείμενος Οριστική έχω δέσει, έχεις δέσει, έχει δέσει, έχουμε
δέσει, έχετε δέσει, έχουν(ε) δέσει Υποτακτική να έχω δέσει, να έχεις δέσει, να έχει
δέσει, να έχουμε δέσει, να έχετε δέσει, να έχουν(ε) δέσει Μετοχή έχοντας δέσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα δέσει, είχες δέσει, είχε δέσει, είχαμε δέσει,
είχατε δέσει, είχαν(ε) δέσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική δένομαι, δένεσαι, δένεται, δενόμαστε, δένεστε,
δένονται Υποτακτική να δένομαι, να δένεσαι, να δένεται, να δενόμαστε,
να δένεστε, να δένονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: δένεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική δενόμουν, δενόσουν, δενόταν, δενόμαστε, δενόσαστε,
δένονταν (& δενόμουνα, δενόσουνα, δενότανε, δενόμασταν,
δενόσασταν, δενόντουσαν) Αόριστος Οριστική δέθηκα, δέθηκες, δέθηκε, δεθήκαμε, δεθήκατε, δέθηκαν
(ή δεθήκανε) Υποτακτική να δεθώ, να δεθείς, να δεθεί, να δεθούμε,
να δεθείτε, να δεθούν (ή να δεθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: δέσου β΄ πληθυντικό: δεθείτε
(ή δέστε) Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα δένομαι, θα δένεσαι, θα δένεται, θα δενόμαστε,
θα δένεστε, θα δένονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα δεθώ, θα δεθείς, θα δεθεί, θα δεθούμε, θα
δεθείτε, θα δεθούν (ή θα δεθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω δεθεί, θα έχεις δεθεί, θα έχει δεθεί, θα
έχουμε δεθεί, θα έχετε δεθεί, θα έχουν(ε) δεθεί Παρακείμενος Οριστική έχω δεθεί, έχεις δεθεί, έχει δεθεί, έχουμε
δεθεί, έχετε δεθεί, έχουν(ε) δεθεί Υποτακτική να έχω δεθεί, να έχεις δεθεί, να έχει
δεθεί, να έχουμε δεθεί, να έχετε δεθεί, να έχουν(ε) δεθεί Μετοχή δεμένος, δεμένη, δεμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα δεθεί, είχες δεθεί, είχε δεθεί, είχαμε δεθεί,
είχατε δεθεί, είχαν(ε) δεθεί Σημείωση: Τα σύνθετα του ρήματος δένω (αρχ.
δέω) σχηματίζουν τη μετοχή του μεσοπαθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό
(δηλ. επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρήματος + φωνήεν ε-: δε-δεμαι, αρχαίος
μεσοπαθητικός παρακείμενος) κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική: συνδέω – συνδεδεμένος. Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεγεθύνω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική μεγεθύνω, μεγεθύνεις, μεγεθύνει, μεγεθύνουμε, μεγεθύνετε,
μεγεθύνουν (ή μεγεθύνουνε) Υποτακτική να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να μεγεθύνει,
να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό: μεγεθύνετε Μετοχή μεγεθύνοντας Παρατατικός Οριστική μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε, μεγεθύνατε,
μεγέθυναν ή μεγεθύνανε Αόριστος Οριστική μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε,
μεγεθύνατε, μεγέθυναν ή μεγεθύνανε Υποτακτική να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να
μεγεθύνει, να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό:
μεγεθύνετε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα μεγεθύνω, θα
μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα
μεγεθύνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα μεγεθύνω, θα μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα
μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα μεγεθύνουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω μεγεθύνει, θα έχεις μεγεθύνει, θα έχει μεγεθύνει,
θα έχουμε μεγεθύνει, θα έχετε μεγεθύνει, θα έχουν(ε) μεγεθύνει Παρακείμενος Οριστική έχω μεγεθύνει, έχεις μεγεθύνει, έχει μεγεθύνει,
έχουμε μεγεθύνει, έχετε μεγεθύνει, έχουν(ε) μεγεθύνει Υποτακτική να έχω μεγεθύνει, να έχεις μεγεθύνει,
να έχει μεγεθύνει, να έχουμε μεγεθύνει, να έχετε μεγεθύνει, να έχουν(ε) μεγεθύνει Μετοχή έχοντας μεγεθύνει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα μεγεθύνει, είχες μεγεθύνει, είχε μεγεθύνει,
είχαμε μεγεθύνει, είχατε μεγεθύνει, είχαν(ε) μεγεθύνει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική μεγεθύνομαι, μεγεθύνεσαι, μεγεθύνεται, μεγεθυνόμαστε,
μεγεθύνεστε, μεγεθύνονται Υποτακτική να μεγεθύνομαι, να μεγεθύνεσαι, να μεγεθύνεται,
να μεγεθυνόμαστε, να μεγεθύνεστε, να μεγεθύνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: μεγεθύνεστε Μετοχή μεγεθυνόμενος, μεγεθυνόμενη,
μεγεθυνόμενο Παρατατικός Οριστική μεγεθυνόμουν, μεγεθυνόσουν, μεγεθυνόταν, μεγεθυνόμαστε,
μεγεθυνόσαστε, μεγεθύνονταν (& μεγεθυνόμουνα, μεγεθυνόσουνα, μεγεθυνότανε,
μεγεθυνόμασταν, μεγεθυνόσασταν, μεγεθυνόντουσαν ή μεγεθυνόντανε) Αόριστος Οριστική μεγεθύνθηκα, μεγεθύνθηκες, μεγεθύνθηκε, μεγεθυνθήκαμε,
μεγεθυνθήκατε, μεγεθύνθηκαν ή μεγεθυνθήκανε Υποτακτική να μεγεθυνθώ, να μεγεθυνθείς, να μεγεθυνθεί,
να μεγεθυνθούμε, να μεγεθυνθείτε, να μεγεθυνθούν ή να μεγεθυνθούνε Προστακτική β΄ ενικό: μεγεθύνσου, β΄ πληθυντικό: μεγεθυνθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα μεγεθύνομαι, θα μεγεθύνεσαι, θα μεγεθύνεται, θα
μεγεθυνόμαστε, θα μεγεθύνεστε, θα μεγεθύνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα μεγεθυνθώ, θα μεγεθυνθείς, θα μεγεθυνθεί, θα
μεγεθυνθούμε, θα μεγεθυνθείτε, θα μεγεθυνθούν ή θα μεγεθυνθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω μεγεθυνθεί, θα έχεις μεγεθυνθεί, θα έχει μεγεθυνθεί,
θα έχουμε μεγεθυνθεί, θα έχετε μεγεθυνθεί, θα έχουν(ε) μεγεθυνθεί Παρακείμενος Οριστική έχω μεγεθυνθεί, έχεις μεγεθυνθεί, έχει μεγεθυνθεί, έχουμε
μεγεθυνθεί, έχετε μεγεθυνθεί, έχουν(ε) μεγεθυνθεί Υποτακτική να έχω μεγεθυνθεί, να έχεις μεγεθυνθεί,
να έχει μεγεθυνθεί, να έχουμε μεγεθυνθεί, να έχετε μεγεθυνθεί, να έχουν(ε)
μεγεθυνθεί Μετοχή μεγεθυσμένος, μεγεθυσμένη, μεγεθυσμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα μεγεθυνθεί, είχες μεγεθυνθεί, είχε μεγεθυνθεί,
είχαμε μεγεθυνθεί, είχατε μεγεθυνθεί, είχαν(ε) μεγεθυνθεί Σημείωση: Τόσο το ρήμα «μεγεθύνω» όσο
και ο ονοματοποιημένος τύπος «μεγέθυνση» προέρχονται από το ουσιαστικό «μέγεθος»,
ως εκ τούτου οι τύποι «μεγε-ν-θύνω» και «μεγέ-ν-θυνση» είναι ετυμολογικά
εσφαλμένοι. Δείτε αντιστοίχως τους τύπους: «εμβαθύνω», «εμβάθυνση», «διευθύνω»,
«διεύθυνση», «επιβραδύνω», «επιβράδυνση».
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική κρίνω,
κρίνεις, κρίνει, κρίνουμε, κρίνετε, κρίνουν (ή κρίνουνε) Υποτακτική να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε,
να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε Μετοχή κρίνοντας Παρατατικός Οριστική έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν
ή κρίνανε Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται. Αόριστος Οριστική έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν
ή κρίνανε Υποτακτική να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε,
να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα
κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε,
θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω κρίνει, θα έχεις κρίνει, θα έχει κρίνει, θα
έχουμε κρίνει, θα έχετε κρίνει, θα έχουν(ε) κρίνει Παρακείμενος Οριστική έχω κρίνει, έχεις κρίνει, έχει κρίνει, έχουμε κρίνει,
έχετε κρίνει, έχουν(ε) κρίνει Υποτακτική να έχω κρίνει, να έχεις κρίνει, να έχει
κρίνει, να έχουμε κρίνει, να έχετε κρίνει, να έχουν(ε) κρίνει Μετοχή έχοντας κρίνει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα κρίνει, είχες κρίνει, είχε κρίνει, είχαμε κρίνει,
είχατε κρίνει, είχαν(ε) κρίνει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική κρίνομαι, κρίνεσαι, κρίνεται, κρινόμαστε, κρίνεστε,
κρίνονται Υποτακτική να κρίνομαι, να κρίνεσαι, να κρίνεται,
να κρινόμαστε, να κρίνεστε, να κρίνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: κρίνεστε Μετοχή κρινόμενος, κρινόμενη, κρινόμενο Παρατατικός Οριστική κρινόμουν, κρινόσουν, κρινόταν, κρινόμαστε, κρινόσαστε,
κρίνονταν (& κρινόμουνα, κρινόσουνα, κρινότανε,
κρινόμασταν, κρινόσασταν, κρινόντουσαν) Αόριστος Οριστική κρίθηκα, κρίθηκες, κρίθηκε, κριθήκαμε, κριθήκατε,
κρίθηκαν (ή κριθήκανε) Υποτακτική να κριθώ, να κριθείς,
να κριθεί, να κριθούμε, να κριθείτε, να κριθούν (ή να κριθούνε) Προστακτική β΄ ενικού: κρίσου β΄ πληθυντικό: κριθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα κρίνομαι, θα κρίνεσαι, θα κρίνεται, θα
κρινόμαστε, θα κρίνεστε, θα κρίνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα κριθώ, θα κριθείς, θα κριθεί, θα κριθούμε, θα
κριθείτε, θα κριθούν (ή θα κριθούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω κριθεί, θα έχεις κριθεί, θα έχει κριθεί, θα
έχουμε κριθεί, θα έχετε κριθεί, θα έχουν(ε) κριθεί Παρακείμενος Οριστική έχω κριθεί, έχεις κριθεί, έχει κριθεί, έχουμε κριθεί,
έχετε κριθεί, έχουν(ε) κριθεί Υποτακτική να έχω κριθεί, να έχεις κριθεί, να έχει
κριθεί, να έχουμε κριθεί, να έχετε κριθεί, να έχουν(ε) κριθεί Μετοχή κριμένος, κριμένη, κριμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα κριθεί, είχες κριθεί, είχε κριθεί, είχαμε κριθεί,
είχατε κριθεί, είχαν(ε) κριθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαιρώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εξαιρώ, εξαιρείς, εξαιρεί, εξαιρούμε, εξαιρείτε,
εξαιρούν (ή εξαιρούνε) Υποτακτική να εξαιρώ, να εξαιρείς, να εξαιρεί, να εξαιρούμε,
να εξαιρείτε, να εξαιρούν (ή να εξαιρούνε) Προστακτική β΄ ενικό: εξαίρει, β΄ πληθυντικό: εξαιρείτε Μετοχή εξαιρώντας Παρατατικός Οριστική εξαιρούσα, εξαιρούσες, εξαιρούσε, εξαιρούσαμε, εξαιρούσατε,
εξαιρούσαν (ή εξαιρούσανε) Αόριστος Οριστική εξαίρεσα, εξαίρεσες, εξαίρεσε, εξαιρέσαμε, εξαιρέσατε,
εξαίρεσαν (ή εξαιρέσανε) Υποτακτική να εξαιρέσω, να εξαιρέσεις, να εξαιρέσει,
να εξαιρέσουμε, να εξαιρέσετε, να εξαιρέσουν (ή να εξαιρέσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: εξαίρεσε, β΄ πληθυντικό: εξαιρέστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα εξαιρώ, θα εξαιρείς, θα εξαιρεί, θα εξαιρούμε,
θα εξαιρείτε, θα εξαιρούν (ή θα εξαιρούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα εξαιρέσω, θα εξαιρέσεις, θα εξαιρέσει, θα εξαιρέσουμε,
θα εξαιρέσετε, θα εξαιρέσουν (ή θα εξαιρέσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω εξαιρέσει, θα έχεις εξαιρέσει, θα έχει εξαιρέσει,
θα έχουμε εξαιρέσει, θα έχετε εξαιρέσει, θα έχουν(ε) εξαιρέσει Παρακείμενος Οριστική έχω εξαιρέσει, έχεις εξαιρέσει, έχει εξαιρέσει,
έχουμε εξαιρέσει, έχετε εξαιρέσει, έχουν(ε) εξαιρέσει Υποτακτική να έχω εξαιρέσει, να έχεις εξαιρέσει,
να έχει εξαιρέσει, να έχουμε εξαιρέσει, να έχετε εξαιρέσει, να έχουν(ε) εξαιρέσει Μετοχή έχοντας εξαιρέσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα εξαιρέσει, είχες εξαιρέσει, είχε εξαιρέσει,
είχαμε εξαιρέσει, είχατε εξαιρέσει, είχαν(ε) εξαιρέσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική εξαιρούμαι, εξαιρείσαι, εξαιρείται, εξαιρούμαστε,
εξαιρείστε, εξαιρούνται Υποτακτική να εξαιρούμαι, να εξαιρείσαι, να εξαιρείται,
να εξαιρούμαστε, να εξαιρείστε, να εξαιρούνται Προστακτική --- Μετοχή εξαιρούμενος, εξαιρούμενη, εξαιρούμενο Παρατατικός Οριστική εξαιρούμουν, εξαιρούσουν, εξαιρούταν, εξαιρούμασταν
ή εξαιρούμαστε, εξαιρούσαστε, εξαιρούνταν Αόριστος Οριστική εξαιρέθηκα, εξαιρέθηκες, εξαιρέθηκε, εξαιρεθήκαμε,
εξαιρεθήκατε, εξαιρέθηκαν ή εξαιρεθήκανε Υποτακτική να εξαιρεθώ, να εξαιρεθείς, να εξαιρεθεί,
να εξαιρεθούμε, να εξαιρεθείτε, να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούνε Προστακτική β΄ ενικού: εξαιρέσου β΄ πληθυντικό: εξαιρεθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα εξαιρούμαι, θα εξαιρείσαι, θα εξαιρείται, θα εξαιρούμαστε,
θα εξαιρείστε, θα εξαιρούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα εξαιρεθώ, θα εξαιρεθείς, θα εξαιρεθεί, θα εξαιρεθούμε,
θα εξαιρεθείτε, θα εξαιρεθούν ή θα εξαιρεθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω εξαιρεθεί, θα έχεις εξαιρεθεί, θα έχει εξαιρεθεί,
θα έχουμε εξαιρεθεί, θα έχετε εξαιρεθεί, θα έχουν(ε) εξαιρεθεί Παρακείμενος Οριστική έχω εξαιρεθεί, έχεις εξαιρεθεί, έχει εξαιρεθεί,
έχουμε εξαιρεθεί, έχετε εξαιρεθεί, έχουν(ε) εξαιρεθεί Υποτακτική να έχω εξαιρεθεί, να έχεις εξαιρεθεί, να
έχει εξαιρεθεί, να έχουμε εξαιρεθεί, να έχετε εξαιρεθεί, να έχουν(ε) εξαιρεθεί Μετοχή εξαιρεμένος, εξαιρεμένη, εξαιρεμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα εξαιρεθεί, είχες εξαιρεθεί, είχε εξαιρεθεί,
είχαμε εξαιρεθεί, είχατε εξαιρεθεί, είχαν(ε) εξαιρεθεί