Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύω, πιστεύεις, πιστεύει, πιστεύουμε, πιστεύετε, πιστεύουν (ή πιστεύουνε)
Υποτακτική
να πιστεύω, να πιστεύεις, να πιστεύει, να πιστεύουμε, να πιστεύετε, να πιστεύουν (ή να πιστεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστευε – β΄ πληθυντικό: πιστεύετε
Μετοχή
πιστεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
πίστευα, πίστευες, πίστευε, πιστεύαμε, πιστεύατε, πίστευαν ή πιστεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
πίστεψα, πίστεψες, πίστεψε, πιστέψαμε, πιστέψατε, πίστεψαν ή πιστέψανε
Υποτακτική
να πιστέψω, να πιστέψεις, να πιστέψει, να πιστέψουμε, να πιστέψετε, να πιστέψουν (ή να πιστέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστεψε – β΄ πληθυντικό: πιστέψτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύω, θα πιστεύεις, θα πιστεύει, θα πιστεύουμε, θα πιστεύετε, θα πιστεύουν (ή θα πιστεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστέψω, θα πιστέψεις, θα πιστέψει, θα πιστέψουμε, θα πιστέψετε, θα πιστέψουν (ή θα πιστέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιστέψει, θα έχεις πιστέψει, θα έχει πιστέψει, θα έχουμε πιστέψει, θα έχετε πιστέψει, θα έχουν(ε) πιστέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστέψει, έχεις πιστέψει, έχει πιστέψει, έχουμε πιστέψει, έχετε πιστέψει, έχουν(ε) πιστέψει
Υποτακτική
να έχω πιστέψει, να έχεις πιστέψει, να έχει πιστέψει, να έχουμε πιστέψει, να έχετε πιστέψει, να έχουν(ε) πιστέψει
Μετοχή
έχοντας πιστέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιστέψει, είχες πιστέψει, είχε πιστέψει, είχαμε πιστέψει, είχατε πιστέψει, είχαν(ε) πιστέψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύομαι, πιστεύεσαι, πιστεύεται, πιστευόμαστε, πιστεύεστε, πιστεύονται
Υποτακτική
να πιστεύομαι, να πιστεύεσαι, να πιστεύεται, να πιστευόμαστε, να πιστεύεστε, να πιστεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πιστεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
πιστευόμουν, πιστευόσουν, πιστευόταν, πιστευόμαστε, πιστευόσαστε, πιστεύονταν
(& πιστευόμουνα, πιστευόσουνα, πιστευότανε, πιστευόμασταν, πιστευόσασταν, πιστευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
πιστεύτηκα, πιστεύτηκες, πιστεύτηκε, πιστευτήκαμε, πιστευτήκατε, πιστεύτηκαν ή πιστευτήκανε
Υποτακτική
να πιστευτώ, να πιστευτείς, να πιστευτεί, να πιστευτούμε, να πιστευτείτε, να πιστευτούν (ή να πιστευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιστέψου β΄ πληθυντικό: πιστευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύομαι, θα πιστεύεσαι, θα πιστεύεται, θα πιστευόμαστε, θα πιστεύεστε, θα πιστεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστευτώ, θα πιστευτείς, θα πιστευτεί, θα πιστευτούμε, θα πιστευτείτε, θα πιστευτούν (ή θα πιστευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιστευτεί, θα έχεις πιστευτεί, θα έχει πιστευτεί, θα έχουμε πιστευτεί, θα έχετε πιστευτεί, θα έχουν(ε) πιστευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστευτεί, έχεις πιστευτεί, έχει πιστευτεί, έχουμε πιστευτεί, έχετε πιστευτεί, έχουν(ε) πιστευτεί
Υποτακτική
να έχω πιστευτεί, να έχεις πιστευτεί, να έχει πιστευτεί, να έχουμε πιστευτεί, να έχετε πιστευτεί, να έχουν(ε) πιστευτεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιστευτεί, είχες πιστευτεί, είχε πιστευτεί, είχαμε πιστευτεί, είχατε πιστευτεί, είχαν(ε) πιστευτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Linda Monfort

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύω, υπονομεύεις, υπονομεύει, υπονομεύουμε, υπονομεύετε, υπονομεύουν (ή υπονομεύουνε)
Υποτακτική
να υπονομεύω, να υπονομεύεις, να υπονομεύει, να υπονομεύουμε, να υπονομεύετε, να υπονομεύουν (ή να υπονομεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύετε
Μετοχή
υπονομεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
υπονόμευα, υπονόμευες, υπονόμευε, υπονομεύαμε, υπονομεύατε, υπονόμευαν ή υπονομεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
υπονόμευσα, υπονόμευσες, υπονόμευσε, υπονομεύσαμε, υπονομεύσατε, υπονόμευσαν ή υπονομεύσανε
Υποτακτική
να υπονομεύσω, να υπονομεύσεις, να υπονομεύσει, να υπονομεύσουμε, να υπονομεύσετε, να υπονομεύσουν (ή να υπονομεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευσε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύω, θα υπονομεύεις, θα υπονομεύει, θα υπονομεύουμε, θα υπονομεύετε, θα υπονομεύουν (ή θα υπονομεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύσω, θα υπονομεύσεις, θα υπονομεύσει, θα υπονομεύσουμε, θα υπονομεύσετε, θα υπονομεύσουν (ή θα υπονομεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπονομεύσει, θα έχεις υπονομεύσει, θα έχει υπονομεύσει, θα έχουμε υπονομεύσει, θα έχετε υπονομεύσει, θα έχουν(ε) υπονομεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπονομεύσει, έχεις υπονομεύσει, έχει υπονομεύσει, έχουμε υπονομεύσει, έχετε υπονομεύσει, έχουν(ε) υπονομεύσει
Υποτακτική
να έχω υπονομεύσει, να έχεις υπονομεύσει, να έχει υπονομεύσει, να έχουμε υπονομεύσει, να έχετε υπονομεύσει, να έχουν(ε) υπονομεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπονομεύσει, είχες υπονομεύσει, είχε υπονομεύσει, είχαμε υπονομεύσει, είχατε υπονομεύσει, είχαν(ε) υπονομεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύομαι, υπονομεύεσαι, υπονομεύεται, υπονομευόμαστε, υπονομεύεστε, υπονομεύονται
Υποτακτική
να υπονομεύομαι, να υπονομεύεσαι, να υπονομεύεται, να υπονομευόμαστε, να υπονομεύεστε, να υπονομεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπονομεύεστε
Μετοχή
υπονομευόμενος, υπονομευόμενη, υπονομευόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
υπονομευόμουν, υπονομευόσουν, υπονομευόταν, υπονομευόμαστε, υπονομευόσαστε, υπονομεύονταν
(& υπονομευόμουνα, υπονομευόσουνα, υπονομευότανε, υπονομευόμασταν, υπονομευόσασταν, υπονομευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υπονομεύθηκα, υπονομεύθηκες, υπονομεύθηκε, υπονομευθήκαμε, υπονομευθήκατε, υπονομεύθηκαν ή υπονομευθήκανε
& υπονομεύτηκα, υπονομεύτηκες, υπονομεύτηκε, υπονομευτήκαμε, υπονομευτήκατε, υπονομεύτηκαν ή υπονομευτήκανε
Υποτακτική
να υπονομευθώ, να υπονομευθείς, να υπονομευθεί, να υπονομευθούμε, να υπονομευθείτε, να υπονομευθούν (ή να υπονομευθούνε)
& να υπονομευτώ, να υπονομευτείς, να υπονομευτεί, να υπονομευτούμε, να υπονομευτείτε, να υπονομευτούν (ή να υπονομευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπονομεύσου β΄ πληθυντικό: υπονομευθείτε (υπονομευτείτε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύομαι, θα υπονομεύεσαι, θα υπονομεύεται, θα υπονομευόμαστε, θα υπονομεύεστε, θα υπονομεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομευθώ, θα υπονομευθείς, θα υπονομευθεί, θα υπονομευθούμε, θα υπονομευθείτε, θα υπονομευθούν (ή θα υπονομευθούνε)
& θα υπονομευτώ, θα υπονομευτείς, θα υπονομευτεί, θα υπονομευτούμε, θα υπονομευτείτε, θα υπονομευτούν (ή θα υπονομευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπονομευθεί, θα έχεις υπονομευθεί, θα έχει υπονομευθεί, θα έχουμε υπονομευθεί, θα έχετε υπονομευθεί, θα έχουν(ε) υπονομευθεί
& θα έχω υπονομευτεί, θα έχεις υπονομευτεί, θα έχει υπονομευτεί, θα έχουμε υπονομευτεί, θα έχετε υπονομευτεί, θα έχουν(ε) υπονομευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπονομευθεί, έχεις υπονομευθεί, έχει υπονομευθεί, έχουμε υπονομευθεί, έχετε υπονομευθεί, έχουν(ε) υπονομευθεί
& έχω υπονομευτεί, έχεις υπονομευτεί, έχει υπονομευτεί, έχουμε υπονομευτεί, έχετε υπονομευτεί, έχουν(ε) υπονομευτεί
Υποτακτική
να έχω υπονομευθεί, να έχεις υπονομευθεί, να έχει υπονομευθεί, να έχουμε υπονομευθεί, να έχετε υπονομευθεί, να έχουν(ε) υπονομευθεί
& να έχω υπονομευτεί, να έχεις υπονομευτεί, να έχει υπονομευτεί, να έχουμε υπονομευτεί, να έχετε υπονομευτεί, να έχουν(ε) υπονομευτεί
Μετοχή
υπονομευμένος, υπονομευμένη, υπονομευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπονομευθεί, είχες υπονομευθεί, είχε υπονομευθεί, είχαμε υπονομευθεί, είχατε υπονομευθεί, είχαν(ε) υπονομευθεί
& είχα υπονομευτεί, είχες υπονομευτεί, είχε υπονομευτεί, είχαμε υπονομευτεί, είχατε υπονομευτεί, είχαν(ε) υπονομευτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεκπεραιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nancy Ingersoll
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεκπεραιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνω, διεκπεραιώνεις, διεκπεραιώνει, διεκπεραιώνουμε, διεκπεραιώνετε, διεκπεραιώνουν (ή διεκπεραιώνουνε)
Υποτακτική
να διεκπεραιώνω, να διεκπεραιώνεις, να διεκπεραιώνει, να διεκπεραιώνουμε, να διεκπεραιώνετε, να διεκπεραιώνουν (ή να διεκπεραιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωνε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνετε
Μετοχή
διεκπεραιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διεκπεραίωνα, διεκπεραίωνες, διεκπεραίωνε, διεκπεραιώναμε, διεκπεραιώνατε, διεκπεραίωναν ή διεκπεραιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
διεκπεραίωσα, διεκπεραίωσες, διεκπεραίωσε, διεκπεραιώσαμε, διεκπεραιώσατε, διεκπεραίωσαν ή διεκπεραιώσανε
Υποτακτική
να διεκπεραιώσω, να διεκπεραιώσεις, να διεκπεραιώσει, να διεκπεραιώσουμε, να διεκπεραιώσετε, να διεκπεραιώσουν (ή να διεκπεραιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωσε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώστε (ή διεκπεραιώσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνω, θα διεκπεραιώνεις, θα διεκπεραιώνει, θα διεκπεραιώνουμε, θα διεκπεραιώνετε, θα διεκπεραιώνουν (ή θα διεκπεραιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώσω, θα διεκπεραιώσεις, θα διεκπεραιώσει, θα διεκπεραιώσουμε, θα διεκπεραιώσετε, θα διεκπεραιώσουν (ή θα διεκπεραιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεκπεραιώσει, θα έχεις διεκπεραιώσει, θα έχει διεκπεραιώσει, θα έχουμε διεκπεραιώσει, θα έχετε διεκπεραιώσει, θα έχουν(ε) διεκπεραιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιώσει, έχεις διεκπεραιώσει, έχει διεκπεραιώσει, έχουμε διεκπεραιώσει, έχετε διεκπεραιώσει, έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Υποτακτική
να έχω διεκπεραιώσει, να έχεις διεκπεραιώσει, να έχει διεκπεραιώσει, να έχουμε διεκπεραιώσει, να έχετε διεκπεραιώσει, να έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Μετοχή
έχοντας διεκπεραιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιώσει, είχες διεκπεραιώσει, είχε διεκπεραιώσει, είχαμε διεκπεραιώσει, είχατε διεκπεραιώσει, είχαν(ε) διεκπεραιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνομαι, διεκπεραιώνεσαι, διεκπεραιώνεται, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιώνεστε, διεκπεραιώνονται
Υποτακτική
να διεκπεραιώνομαι, να διεκπεραιώνεσαι, να διεκπεραιώνεται, να διεκπεραιωνόμαστε, να διεκπεραιώνεστε, να διεκπεραιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνεστε
Μετοχή
διεκπεραιωνόμενος, διεκπεραιωνόμενη, διεκπεραιωνόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διεκπεραιωνόμουν, διεκπεραιωνόσουν, διεκπεραιωνόταν, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιωνόσαστε, διεκπεραιώνονταν
(& διεκπεραιωνόμουνα, διεκπεραιωνόσουνα, διεκπεραιωνότανε, διεκπεραιωνόμασταν, διεκπεραιωνόσασταν, διεκπεραιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διεκπεραιώθηκα, διεκπεραιώθηκες, διεκπεραιώθηκε, διεκπεραιωθήκαμε, διεκπεραιωθήκατε, διεκπεραιώθηκαν (ή διεκπεραιωθήκανε)
Υποτακτική
να διεκπεραιωθώ, να διεκπεραιωθείς, να διεκπεραιωθεί, να διεκπεραιωθούμε, να διεκπεραιωθείτε, να διεκπεραιωθούν (ή να διεκπεραιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διεκπεραιώσου β΄ πληθυντικό: διεκπεραιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνομαι, θα διεκπεραιώνεσαι, θα διεκπεραιώνεται, θα διεκπεραιωνόμαστε, θα διεκπεραιώνεστε, θα διεκπεραιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιωθώ, θα διεκπεραιωθείς, θα διεκπεραιωθεί, θα διεκπεραιωθούμε, θα διεκπεραιωθείτε, θα διεκπεραιωθούν (ή θα διεκπεραιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεκπεραιωθεί, θα έχεις διεκπεραιωθεί, θα έχει διεκπεραιωθεί, θα έχουμε διεκπεραιωθεί, θα έχετε διεκπεραιωθεί, θα έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιωθεί, έχεις διεκπεραιωθεί, έχει διεκπεραιωθεί, έχουμε διεκπεραιωθεί, έχετε διεκπεραιωθεί, έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Υποτακτική
να έχω διεκπεραιωθεί, να έχεις διεκπεραιωθεί, να έχει διεκπεραιωθεί, να έχουμε διεκπεραιωθεί, να έχετε διεκπεραιωθεί, να έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Μετοχή
διεκπεραιωμένος, διεκπεραιωμένη, διεκπεραιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιωθεί, είχες διεκπεραιωθεί, είχε διεκπεραιωθεί, είχαμε διεκπεραιωθεί, είχατε διεκπεραιωθεί, είχαν(ε) διεκπεραιωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Elise Palmigiani

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελώ, ωφελείς, ωφελεί, ωφελούμε, ωφελείτε, ωφελούν (ή ωφελούνε)
Υποτακτική
να ωφελώ, να ωφελείς, να ωφελεί, να ωφελούμε, να ωφελείτε, να ωφελούν (ή να ωφελούνε)
Προστακτική
---
Μετοχή
ωφελώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούσα, ωφελούσες, ωφελούσε, ωφελούσαμε, ωφελούσατε, ωφελούσαν (ή ωφελούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ωφέλησα, ωφέλησες, ωφέλησε, ωφελήσαμε, ωφελήσατε, ωφέλησαν
Υποτακτική
να ωφελήσω, να ωφελήσεις, να ωφελήσει, να ωφελήσουμε, να ωφελήσετε, να ωφελήσουν (ή να ωφελήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ωφέλησε β΄ πληθυντικό: ωφελήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελώ, θα ωφελείς, θα ωφελεί, θα ωφελούμε, θα  ωφελείτε, θα ωφελούν (ή θα ωφελούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελήσω, θα ωφελήσεις, θα ωφελήσει, θα ωφελήσουμε, θα ωφελήσετε, θα ωφελήσουν (ή θα ωφελήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφελήσει, θα έχεις ωφελήσει, θα έχει ωφελήσει, θα έχουμε ωφελήσει, θα έχετε ωφελήσει, θα έχουν(ε) ωφελήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωφελήσει, έχεις ωφελήσει, έχει ωφελήσει, έχουμε ωφελήσει, έχετε ωφελήσει, έχουν(ε) ωφελήσει
Υποτακτική
να έχω ωφελήσει, να έχεις ωφελήσει, να έχει ωφελήσει, να έχουμε ωφελήσει, να έχετε ωφελήσει, να έχουν(ε) ωφελήσει
Μετοχή
έχοντας ωφελήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφελήσει, είχες ωφελήσει, είχε ωφελήσει, είχαμε ωφελήσει, είχατε ωφελήσει, είχαν(ε) ωφελήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελούμαι, ωφελείσαι, ωφελείται, ωφελούμαστε, ωφελείστε, ωφελούνται
Υποτακτική
να ωφελούμαι, να ωφελείσαι, να ωφελείται, να ωφελούμαστε, να ωφελείστε, να ωφελούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ωφελείστε
Μετοχή
ωφελούμενος, ωφελούμενη, ωφελούμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούμουν, ωφελούσουν, ωφελούταν, ωφελούμασταν ή ωφελούμαστε, ωφελούσαστε, ωφελούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
ωφελήθηκα, ωφελήθηκες, ωφελήθηκε, ωφεληθήκαμε, ωφεληθήκατε, ωφελήθηκαν ή ωφεληθήκανε 
Υποτακτική
να ωφεληθώ, να ωφεληθείς, να ωφεληθεί, να ωφεληθούμε, να ωφεληθείτε, να ωφεληθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ωφελήσου β΄ πληθυντικό: ωφεληθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελούμαι, θα ωφελείσαι, θα ωφελείται, θα ωφελούμαστε, θα ωφελείστε, θα ωφελούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφεληθώ, θα ωφεληθείς, θα ωφεληθεί, θα ωφεληθούμε, θα ωφεληθείτε, θα ωφεληθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφεληθεί, θα έχεις ωφεληθεί, θα έχει ωφεληθεί, θα έχουμε ωφεληθεί, θα έχετε ωφεληθεί, θα έχουν ωφεληθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωφεληθεί, έχεις ωφεληθεί, έχει ωφεληθεί, έχουμε ωφεληθεί, έχετε ωφεληθεί, έχουν ωφεληθεί
Υποτακτική
να έχω ωφεληθεί, να έχεις ωφεληθεί, να έχει ωφεληθεί, να έχουμε ωφεληθεί, να έχετε ωφεληθεί, να έχουν ωφεληθεί
Μετοχή
ωφελημένος, ωφελημένη, ωφελημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφεληθεί, είχες ωφεληθεί, είχε ωφεληθεί, είχαμε ωφεληθεί, είχατε ωφεληθεί, είχαν(ε) ωφεληθεί
 
Σημείωση: Πρόκειται για ήδη αρχ. ρήμα, το οποίο γράφεται με -ω- (ωφελώ, όχι *οφελώ), επειδή σχηματίστηκε με βάση το β΄ συνθετικό των αρχ. επιθέτων ανωφελής, επωφελής με βάση το φαινόμενο της συνθετικής έκτασης. Μολονότι συνδέεται ετυμολογικά με τις λέξεις όφελος, οφείλω και τα παράγωγά τους διαφοροποιείται ορθογραφικά από αυτές.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...