Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος
«χειραγωγώ» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική χειραγωγώ, χειραγωγείς, χειραγωγεί, χειραγωγούμε,
χειραγωγείτε, χειραγωγούν (ή χειραγωγούνε) Υποτακτική να χειραγωγώ, να χειραγωγείς, να χειραγωγεί,
να χειραγωγούμε, να χειραγωγείτε, να χειραγωγούν (ή να χειραγωγούνε) Προστακτική β΄ ενικό: χειραγώγει – β΄ πληθυντικό:
χειραγωγείτε Μετοχή χειραγωγώντας Παρατατικός Οριστική χειραγωγούσα, χειραγωγούσες, χειραγωγούσε, χειραγωγούσαμε,
χειραγωγούσατε, χειραγωγούσαν (ή χειραγωγούσανε) Αόριστος Οριστική χειραγώγησα, χειραγώγησες, χειραγώγησε, χειραγωγήσαμε,
χειραγωγήσατε, χειραγώγησαν ή χειραγωγήσανε Υποτακτική να χειραγωγήσω, να χειραγωγήσεις, να
χειραγωγήσει, να χειραγωγήσουμε, να χειραγωγήσετε, να χειραγωγήσουν (ή να χειραγωγήσουνε) Προστακτική β΄ ενικό: χειραγώγησε β΄ πληθυντικό: χειραγωγήστε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα χειραγωγώ, θα χειραγωγείς, θα χειραγωγεί, θα
χειραγωγούμε, θα χειραγωγείτε, θα χειραγωγούν (ή θα χειραγωγούνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα χειραγωγήσω, θα χειραγωγήσεις, θα χειραγωγήσει, θα
χειραγωγήσουμε, θα χειραγωγήσετε, θα χειραγωγήσουν (ή θα χειραγωγήσουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω χειραγωγήσει, θα έχεις χειραγωγήσει, θα έχει χειραγωγήσει,
θα έχουμε χειραγωγήσει, θα έχετε χειραγωγήσει, θα έχουν(ε) χειραγωγήσει Παρακείμενος Οριστική έχω χειραγωγήσει, έχεις χειραγωγήσει, έχει
χειραγωγήσει, έχουμε χειραγωγήσει, έχετε χειραγωγήσει, έχουν(ε) χειραγωγήσει Υποτακτική να έχω χειραγωγήσει, να έχεις
χειραγωγήσει, να έχει χειραγωγήσει, να έχουμε χειραγωγήσει, να έχετε
χειραγωγήσει, να έχουν(ε) χειραγωγήσει Μετοχή έχοντας χειραγωγήσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα χειραγωγήσει, είχες χειραγωγήσει, είχε χειραγωγήσει,
είχαμε χειραγωγήσει, είχατε χειραγωγήσει, είχαν(ε) χειραγωγήσει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική χειραγωγούμαι, χειραγωγείσαι, χειραγωγείται, χειραγωγούμαστε,
χειραγωγείστε, χειραγωγούνται Υποτακτική να χειραγωγούμαι, να χειραγωγείσαι, να χειραγωγείται,
να χειραγωγούμαστε, να χειραγωγείστε, να χειραγωγούνται Προστακτική β΄ πληθυντικό: χειραγωγείστε Μετοχή χειραγωγούμενος, χειραγωγούμενη, χειραγωγούμενο Παρατατικός Οριστική χειραγωγούμουν, χειραγωγούσουν, χειραγωγούταν, χειραγωγούμασταν
ή χειραγωγούμαστε, χειραγωγούσαστε, χειραγωγούνταν Αόριστος Οριστική χειραγωγήθηκα, χειραγωγήθηκες, χειραγωγήθηκε, χειραγωγηθήκαμε,
χειραγωγηθήκατε, χειραγωγήθηκαν ή χειραγωγηθήκανε Υποτακτική να χειραγωγηθώ, να χειραγωγηθείς, να χειραγωγηθεί,
να χειραγωγηθούμε, να χειραγωγηθείτε, να χειραγωγηθούν ή να χειραγωγηθούνε Προστακτική β΄ ενικού: χειραγωγήσου β΄ πληθυντικό: χειραγωγηθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα χειραγωγούμαι, θα χειραγωγείσαι, θα χειραγωγείται, θα
χειραγωγούμαστε, θα χειραγωγείστε, θα χειραγωγούνται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα χειραγωγηθώ, θα χειραγωγηθείς, θα χειραγωγηθεί, θα
χειραγωγηθούμε, θα χειραγωγηθείτε, θα χειραγωγηθούν ή θα χειραγωγηθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω χειραγωγηθεί, θα έχεις χειραγωγηθεί, θα έχει χειραγωγηθεί,
θα έχουμε χειραγωγηθεί, θα έχετε χειραγωγηθεί, θα έχουν(ε) χειραγωγηθεί Παρακείμενος Οριστική έχω χειραγωγηθεί, έχεις χειραγωγηθεί, έχει
χειραγωγηθεί, έχουμε χειραγωγηθεί, έχετε χειραγωγηθεί, έχουν(ε) χειραγωγηθεί Υποτακτική να έχω χειραγωγηθεί, να έχεις
χειραγωγηθεί, να έχει χειραγωγηθεί, να έχουμε χειραγωγηθεί, να έχετε
χειραγωγηθεί, να έχουν(ε) χειραγωγηθεί Μετοχή χειραγωγημένος, χειραγωγημένη, χειραγωγημένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα χειραγωγηθεί, είχες χειραγωγηθεί, είχε χειραγωγηθεί,
είχαμε χειραγωγηθεί, είχατε χειραγωγηθεί, είχαν(ε) χειραγωγηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνυφαίνω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική συνυφαίνω, συνυφαίνεις, συνυφαίνει, συνυφαίνουμε,
συνυφαίνετε, συνυφαίνουν (ή συνυφαίνουνε) Υποτακτική να συνυφαίνω, να συνυφαίνεις, να συνυφαίνει,
να συνυφαίνουμε, να συνυφαίνετε, να συνυφαίνουν (ή να συνυφαίνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: συνύφαινε – β΄ πληθυντικό: συνυφαίνετε Μετοχή συνυφαίνοντας Παρατατικός Οριστική συνύφαινα, συνύφαινες, συνύφαινε, συνυφαίναμε,
συνυφαίνατε, συνύφαιναν ή συνυφαίνανε Αόριστος Οριστική συνύφανα, συνύφανες, συνύφανε, συνυφάναμε, συνυφάνατε,
συνύφαναν ή συνυφάνανε Υποτακτική να συνυφάνω, να συνυφάνεις, να συνυφάνει,
να συνυφάνουμε, να συνυφάνετε, να συνυφάνουν (ή να συνυφάνουνε) Προστακτική β΄ ενικό: συνύφανε – β΄ πληθυντικό: συνυφάνετε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα συνυφαίνω, θα συνυφαίνεις, θα συνυφαίνει, θα
συνυφαίνουμε, θα συνυφαίνετε, θα συνυφαίνουν (ή θα συνυφαίνουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα συνυφάνω, θα συνυφάνεις, θα συνυφάνει, θα
συνυφάνουμε, θα συνυφάνετε, θα συνυφάνουν (ή θα συνυφάνουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω συνυφάνει, θα έχεις συνυφάνει, θα έχει συνυφάνει,
θα έχουμε συνυφάνει, θα έχετε συνυφάνει, θα έχουν(ε) συνυφάνει Παρακείμενος Οριστική έχω συνυφάνει, έχεις συνυφάνει, έχει συνυφάνει, έχουμε
συνυφάνει, έχετε συνυφάνει, έχουν(ε) συνυφάνει Υποτακτική να έχω συνυφάνει, να έχεις συνυφάνει, να
έχει συνυφάνει, να έχουμε συνυφάνει, να έχετε συνυφάνει, να έχουν(ε) συνυφάνει Μετοχή έχοντας συνυφάνει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα συνυφάνει, είχες συνυφάνει, είχε συνυφάνει,
είχαμε συνυφάνει, είχατε συνυφάνει, είχαν(ε) συνυφάνει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική συνυφαίνομαι, συνυφαίνεσαι, συνυφαίνεται, συνυφαινόμαστε,
συνυφαίνεστε ή συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονται Υποτακτική να συνυφαίνομαι, να συνυφαίνεσαι, να συνυφαίνεται,
να συνυφαινόμαστε, να συνυφαίνεστε ή να συνυφαινόσαστε, να συνυφαίνονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: συνυφαίνεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική συνυφαινόμουν, συνυφαινόσουν, συνυφαινόταν, συνυφαινόμαστε,
συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονταν (& συνυφαινόμουνα, συνυφαινόσουνα, συνυφαινότανε,
συνυφαινόμασταν, συνυφαινόσασταν, συνυφαινόντουσαν ή συνυφαινόντανε) Αόριστος Οριστική συνυφάνθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε,
αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε Υποτακτική να συνυφανθώ, να συνυφανθείς, να συνυφανθεί,
να συνυφανθούμε, να συνυφανθείτε, να συνυφανθούν ή να συνυφανθούνε Προστακτική β΄ ενικό: συνυφάνσου, β΄ πληθυντικό: συνυφανθείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα συνυφαίνομαι, θα συνυφαίνεσαι, θα συνυφαίνεται, θα
συνυφαινόμαστε, θα συνυφαίνεστε ή θα συνυφαινόσαστε, θα συνυφαίνονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα συνυφανθώ, θα συνυφανθείς, θα συνυφανθεί, θα
συνυφανθούμε, θα συνυφανθείτε, θα συνυφανθούν ή θα συνυφανθούνε Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω συνυφανθεί, θα έχεις συνυφανθεί, θα έχει συνυφανθεί,
θα έχουμε συνυφανθεί, θα έχετε συνυφανθεί, θα έχουν(ε) συνυφανθεί Παρακείμενος Οριστική έχω συνυφανθεί, έχεις συνυφανθεί, έχει συνυφανθεί, έχουμε
συνυφανθεί, έχετε συνυφανθεί, έχουν(ε) συνυφανθεί Υποτακτική να έχω συνυφανθεί, να έχεις συνυφανθεί,
να έχει συνυφανθεί, να έχουμε συνυφανθεί, να έχετε συνυφανθεί, να έχουν(ε)
συνυφανθεί Μετοχή συνυφασμένος, συνυφασμένη, συνυφασμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα συνυφανθεί, είχες συνυφανθεί, είχε συνυφανθεί,
είχαμε συνυφανθεί, είχατε συνυφανθεί, είχαν(ε) συνυφανθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω» Ενεργητική φωνή Ενεστώτας Οριστική πιστεύω, πιστεύεις, πιστεύει, πιστεύουμε, πιστεύετε,
πιστεύουν (ή πιστεύουνε) Υποτακτική να πιστεύω, να πιστεύεις,
να πιστεύει, να πιστεύουμε, να πιστεύετε, να πιστεύουν (ή να πιστεύουνε) Προστακτική β΄ ενικό: πίστευε – β΄ πληθυντικό: πιστεύετε Μετοχή πιστεύοντας Παρατατικός Οριστική πίστευα, πίστευες, πίστευε, πιστεύαμε, πιστεύατε,
πίστευαν ή πιστεύανε Αόριστος Οριστική πίστεψα, πίστεψες, πίστεψε, πιστέψαμε, πιστέψατε,
πίστεψαν ή πιστέψανε Υποτακτική να πιστέψω, να πιστέψεις, να πιστέψει,
να πιστέψουμε, να πιστέψετε, να πιστέψουν (ή να πιστέψουνε) Προστακτική β΄ ενικό: πίστεψε – β΄ πληθυντικό: πιστέψτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα πιστεύω, θα πιστεύεις, θα πιστεύει, θα
πιστεύουμε, θα πιστεύετε, θα πιστεύουν (ή θα πιστεύουνε) Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα πιστέψω, θα πιστέψεις, θα πιστέψει, θα
πιστέψουμε, θα πιστέψετε, θα πιστέψουν (ή θα πιστέψουνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω πιστέψει, θα
έχεις πιστέψει, θα έχει πιστέψει, θα έχουμε πιστέψει, θα έχετε πιστέψει, θα
έχουν(ε) πιστέψει Παρακείμενος Οριστική έχω πιστέψει, έχεις πιστέψει, έχει πιστέψει, έχουμε
πιστέψει, έχετε πιστέψει, έχουν(ε) πιστέψει Υποτακτική να έχω πιστέψει, να έχεις πιστέψει, να
έχει πιστέψει, να έχουμε πιστέψει, να έχετε πιστέψει, να έχουν(ε) πιστέψει Μετοχή έχοντας πιστέψει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα πιστέψει, είχες πιστέψει, είχε πιστέψει, είχαμε
πιστέψει, είχατε πιστέψει, είχαν(ε) πιστέψει Παθητική φωνή Ενεστώτας Οριστική πιστεύομαι, πιστεύεσαι, πιστεύεται, πιστευόμαστε,
πιστεύεστε, πιστεύονται Υποτακτική να πιστεύομαι, να πιστεύεσαι, να πιστεύεται,
να πιστευόμαστε, να πιστεύεστε, να πιστεύονται Προστακτική β΄ πληθυντικό: πιστεύεστε Μετοχή --- Παρατατικός Οριστική πιστευόμουν, πιστευόσουν, πιστευόταν, πιστευόμαστε,
πιστευόσαστε, πιστεύονταν (& πιστευόμουνα, πιστευόσουνα, πιστευότανε,
πιστευόμασταν, πιστευόσασταν, πιστευόντουσαν) Αόριστος Οριστική πιστεύτηκα, πιστεύτηκες, πιστεύτηκε, πιστευτήκαμε,
πιστευτήκατε, πιστεύτηκαν ή πιστευτήκανε Υποτακτική να πιστευτώ, να πιστευτείς, να πιστευτεί,
να πιστευτούμε, να πιστευτείτε, να πιστευτούν (ή να πιστευτούνε) Προστακτική β΄ ενικού: πιστέψου β΄ πληθυντικό: πιστευτείτε Εξακολουθητικός Μέλλοντας Οριστική θα πιστεύομαι, θα πιστεύεσαι, θα πιστεύεται, θα
πιστευόμαστε, θα πιστεύεστε, θα πιστεύονται Συνοπτικός Μέλλοντας Οριστική θα πιστευτώ, θα πιστευτείς, θα πιστευτεί, θα
πιστευτούμε, θα πιστευτείτε, θα πιστευτούν (ή θα πιστευτούνε) Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική θα έχω πιστευτεί, θα έχεις πιστευτεί, θα έχει πιστευτεί,
θα έχουμε πιστευτεί, θα έχετε πιστευτεί, θα έχουν(ε) πιστευτεί Παρακείμενος Οριστική έχω πιστευτεί, έχεις πιστευτεί, έχει πιστευτεί, έχουμε
πιστευτεί, έχετε πιστευτεί, έχουν(ε) πιστευτεί Υποτακτική να έχω πιστευτεί, να έχεις πιστευτεί, να
έχει πιστευτεί, να έχουμε πιστευτεί, να έχετε πιστευτεί, να έχουν(ε) πιστευτεί Μετοχή --- Υπερσυντέλικος Οριστική είχα πιστευτεί, είχες πιστευτεί, είχε πιστευτεί,
είχαμε πιστευτεί, είχατε πιστευτεί, είχαν(ε) πιστευτεί
Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω» Ενεργητική
φωνή Ενεστώτας Οριστική υπονομεύω,
υπονομεύεις, υπονομεύει, υπονομεύουμε, υπονομεύετε, υπονομεύουν (ή υπονομεύουνε) Υποτακτική να
υπονομεύω, να υπονομεύεις, να υπονομεύει, να υπονομεύουμε, να υπονομεύετε, να υπονομεύουν
(ή να υπονομεύουνε) Προστακτική β΄
ενικό: υπονόμευε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύετε Μετοχή υπονομεύοντας Παρατατικός Οριστική υπονόμευα,
υπονόμευες, υπονόμευε, υπονομεύαμε, υπονομεύατε, υπονόμευαν ή υπονομεύανε Αόριστος Οριστική υπονόμευσα,
υπονόμευσες, υπονόμευσε, υπονομεύσαμε, υπονομεύσατε, υπονόμευσαν ή υπονομεύσανε Υποτακτική να
υπονομεύσω, να υπονομεύσεις, να υπονομεύσει, να υπονομεύσουμε, να υπονομεύσετε,
να υπονομεύσουν (ή να υπονομεύσουνε) Προστακτική β΄
ενικό: υπονόμευσε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύστε Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
υπονομεύω, θα υπονομεύεις, θα υπονομεύει, θα υπονομεύουμε, θα
υπονομεύετε, θα υπονομεύουν (ή θα υπονομεύουνε) Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
υπονομεύσω, θα υπονομεύσεις, θα υπονομεύσει, θα υπονομεύσουμε, θα
υπονομεύσετε, θα υπονομεύσουν (ή θα υπονομεύσουνε) Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω υπονομεύσει, θα έχεις υπονομεύσει, θα έχει υπονομεύσει,
θα έχουμε υπονομεύσει, θα έχετε υπονομεύσει, θα έχουν(ε) υπονομεύσει Παρακείμενος Οριστική έχω
υπονομεύσει, έχεις υπονομεύσει, έχει υπονομεύσει,
έχουμε υπονομεύσει, έχετε υπονομεύσει, έχουν(ε) υπονομεύσει Υποτακτική να
έχω υπονομεύσει, να έχεις υπονομεύσει, να έχει υπονομεύσει, να έχουμε
υπονομεύσει, να έχετε υπονομεύσει, να έχουν(ε) υπονομεύσει Υπερσυντέλικος Οριστική είχα
υπονομεύσει, είχες υπονομεύσει, είχε υπονομεύσει,
είχαμε υπονομεύσει, είχατε υπονομεύσει, είχαν(ε) υπονομεύσει Παθητική
φωνή Ενεστώτας Οριστική υπονομεύομαι, υπονομεύεσαι, υπονομεύεται, υπονομευόμαστε,
υπονομεύεστε, υπονομεύονται Υποτακτική να
υπονομεύομαι, να υπονομεύεσαι, να υπονομεύεται, να υπονομευόμαστε, να υπονομεύεστε,
να υπονομεύονται Προστακτική β΄
πληθυντικό: υπονομεύεστε Μετοχή υπονομευόμενος,
υπονομευόμενη, υπονομευόμενο Παρατατικός Οριστική υπονομευόμουν,
υπονομευόσουν, υπονομευόταν, υπονομευόμαστε, υπονομευόσαστε, υπονομεύονταν (&
υπονομευόμουνα, υπονομευόσουνα, υπονομευότανε, υπονομευόμασταν,
υπονομευόσασταν, υπονομευόντουσαν) Αόριστος Οριστική υπονομεύθηκα,
υπονομεύθηκες, υπονομεύθηκε, υπονομευθήκαμε, υπονομευθήκατε, υπονομεύθηκαν ή
υπονομευθήκανε &
υπονομεύτηκα, υπονομεύτηκες, υπονομεύτηκε, υπονομευτήκαμε,
υπονομευτήκατε, υπονομεύτηκαν ή υπονομευτήκανε Υποτακτική να
υπονομευθώ, να υπονομευθείς, να υπονομευθεί, να υπονομευθούμε, να υπονομευθείτε,
να υπονομευθούν (ή να υπονομευθούνε) &
να υπονομευτώ, να υπονομευτείς, να υπονομευτεί, να υπονομευτούμε, να υπονομευτείτε,
να υπονομευτούν (ή να υπονομευτούνε) Προστακτική β΄
ενικού: υπονομεύσου β΄ πληθυντικό: υπονομευθείτε (υπονομευτείτε) Εξακολουθητικός
Μέλλοντας Οριστική θα
υπονομεύομαι, θα υπονομεύεσαι, θα υπονομεύεται, θα
υπονομευόμαστε, θα υπονομεύεστε, θα υπονομεύονται Συνοπτικός
Μέλλοντας Οριστική θα
υπονομευθώ, θα υπονομευθείς, θα υπονομευθεί, θα υπονομευθούμε, θα
υπονομευθείτε, θα υπονομευθούν (ή θα υπονομευθούνε) &
θα υπονομευτώ, θα υπονομευτείς, θα υπονομευτεί, θα
υπονομευτούμε, θα υπονομευτείτε, θα υπονομευτούν (ή θα υπονομευτούνε) Συντελεσμένος
Μέλλοντας Οριστική θα
έχω υπονομευθεί, θα έχεις υπονομευθεί, θα έχει υπονομευθεί,
θα έχουμε υπονομευθεί, θα έχετε υπονομευθεί, θα έχουν(ε) υπονομευθεί &
θα έχω υπονομευτεί, θα έχεις υπονομευτεί, θα έχει υπονομευτεί, θα έχουμε
υπονομευτεί, θα έχετε υπονομευτεί, θα έχουν(ε) υπονομευτεί Παρακείμενος Οριστική έχω
υπονομευθεί, έχεις υπονομευθεί, έχει υπονομευθεί, έχουμε
υπονομευθεί, έχετε υπονομευθεί, έχουν(ε) υπονομευθεί &
έχω υπονομευτεί, έχεις υπονομευτεί, έχει υπονομευτεί, έχουμε
υπονομευτεί, έχετε υπονομευτεί, έχουν(ε) υπονομευτεί Υποτακτική να
έχω υπονομευθεί, να έχεις υπονομευθεί, να έχει υπονομευθεί, να έχουμε
υπονομευθεί, να έχετε υπονομευθεί, να έχουν(ε) υπονομευθεί &
να έχω υπονομευτεί, να έχεις υπονομευτεί, να έχει υπονομευτεί, να έχουμε
υπονομευτεί, να έχετε υπονομευτεί, να έχουν(ε) υπονομευτεί Μετοχή υπονομευμένος,
υπονομευμένη, υπονομευμένο Υπερσυντέλικος Οριστική είχα
υπονομευθεί, είχες υπονομευθεί, είχε υπονομευθεί,
είχαμε υπονομευθεί, είχατε υπονομευθεί, είχαν(ε) υπονομευθεί &
είχα υπονομευτεί, είχες υπονομευτεί, είχε υπονομευτεί, είχαμε υπονομευτεί,
είχατε υπονομευτεί, είχαν(ε) υπονομευτεί