Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Allan Swart

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»
 
(στοιβάζω: τοποθετώ πράγματα σε στοίβες)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζω, στοιβάζεις, στοιβάζει, στοιβάζουμε, στοιβάζετε, στοιβάζουν ή στοιβάζουνε
Υποτακτική
να στοιβάζω, να στοιβάζεις, να στοιβάζει, να στοιβάζουμε, να στοιβάζετε, να στοιβάζουν ή να στοιβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: στοίβαζε – β΄ πληθυντικό: στοιβάζετε
Μετοχή
στοιβάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στοίβαζα, στοίβαζες, στοίβαζε, στοιβάζαμε, στοιβάζατε, στοίβαζαν ή στοιβάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
στοίβαξα, στοίβαξες, στοίβαξε, στοιβάξαμε, στοιβάξατε, στοίβαξαν ή στοιβάξανε
Υποτακτική
να στοιβάξω, να στοιβάξεις, να στοιβάξει, να στοιβάξουμε, να στοιβάξετε, να στοιβάξουν ή να στοιβάξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοίβαξε – β΄ πληθυντικό: στοιβάξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζω, θα στοιβάζεις, θα στοιβάζει, θα στοιβάζουμε, θα στοιβάζετε, θα στοιβάζουν ή θα στοιβάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάξω, θα στοιβάξεις, θα στοιβάξει, θα στοιβάξουμε, θα στοιβάξετε, θα στοιβάξουν ή θα στοιβάξουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβάξει, θα έχεις στοιβάξει, θα έχει στοιβάξει, θα έχουμε στοιβάξει, θα έχετε στοιβάξει, θα έχουν(ε) στοιβάξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβάξει, έχεις στοιβάξει, έχει στοιβάξει, έχουμε στοιβάξει, έχετε στοιβάξει, έχουν(ε) στοιβάξει
Υποτακτική
να έχω στοιβάξει, να έχεις στοιβάξει, να έχει στοιβάξει, να έχουμε στοιβάξει, να έχετε στοιβάξει, να έχουν(ε) στοιβάξει
Μετοχή
έχοντας στοιβάξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβάξει, είχες στοιβάξει, είχε στοιβάξει, είχαμε στοιβάξει, είχατε στοιβάξει, είχαν(ε) στοιβάξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζομαι, στοιβάζεσαι, στοιβάζεται, στοιβαζόμαστε, στοιβάζεστε, στοιβάζονται
Υποτακτική
να στοιβάζομαι, να στοιβάζεσαι, να στοιβάζεται, να στοιβαζόμαστε, να στοιβάζεστε, να στοιβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στοιβάζεστε
Μετοχή
στοιβαζόμενος, στοιβαζόμενη, στοιβαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
στοιβαζόμουν, στοιβαζόσουν, στοιβαζόταν, στοιβαζόμαστε, στοιβαζόσαστε, στοιβάζονταν
(& στοιβαζόμουνα, στοιβαζόσουνα, στοιβαζότανε, στοιβαζόμασταν, στοιβαζόσασταν, στοιβαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στοιβάχτηκα, στοιβάχτηκες, στοιβάχτηκε, στοιβαχτήκαμε, στοιβαχτήκατε, στοιβάχτηκαν ή στοιβαχτήκανε
Υποτακτική
να στοιβαχτώ, να στοιβαχτείς, να στοιβαχτεί, να στοιβαχτούμε, να στοιβαχτείτε, να στοιβαχτούν ή να στοιβαχτούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοιβάξου – β΄ πληθυντικό: στοιβαχτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζομαι, θα στοιβάζεσαι, θα στοιβάζεται, θα στοιβαζόμαστε, θα στοιβάζεστε, θα στοιβάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβαχτώ, θα στοιβαχτείς, θα στοιβαχτεί, θα στοιβαχτούμε, θα στοιβαχτείτε, θα στοιβαχτούν ή θα στοιβαχτούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβαχτεί, θα έχεις στοιβαχτεί, θα έχει στοιβαχτεί, θα έχουμε στοιβαχτεί, θα έχετε στοιβαχτεί, θα έχουν(ε) στοιβαχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβαχτεί, έχεις στοιβαχτεί, έχει στοιβαχτεί, έχουμε στοιβαχτεί, έχετε στοιβαχτεί, έχουν(ε) στοιβαχτεί
Υποτακτική
να έχω στοιβαχτεί, να έχεις στοιβαχτεί, να έχει στοιβαχτεί, να έχουμε στοιβαχτεί, να έχετε στοιβαχτεί, να έχουν(ε) στοιβαχτεί
Μετοχή
στοιβαγμένος, στοιβαγμένη, στοιβαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβαχτεί, είχες στοιβαχτεί, είχε στοιβαχτεί, είχαμε στοιβαχτεί, είχατε στοιβαχτεί, είχαν(ε) στοιβαχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Natalie Avondet

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»
 
(στηλιτεύω: κατακρίνω με δριμύτητα)  
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύω, στηλιτεύεις, στηλιτεύει, στηλιτεύουμε, στηλιτεύετε, στηλιτεύουν (ή στηλιτεύουνε)
Υποτακτική
να στηλιτεύω, να στηλιτεύεις, να στηλιτεύει, να στηλιτεύουμε, να στηλιτεύετε, να στηλιτεύουν (ή να στηλιτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύετε
Μετοχή
στηλιτεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλίτευα, στηλίτευες, στηλίτευε, στηλιτεύαμε, στηλιτεύατε, στηλίτευαν ή στηλιτεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
στηλίτευσα, στηλίτευσες, στηλίτευσε, στηλιτεύσαμε, στηλιτεύσατε, στηλίτευσαν ή στηλιτεύσανε
Υποτακτική
να στηλιτεύσω, να στηλιτεύσεις, να στηλιτεύσει, να στηλιτεύσουμε, να στηλιτεύσετε, να στηλιτεύσουν (ή να στηλιτεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευσε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύω, θα στηλιτεύεις, θα στηλιτεύει, θα στηλιτεύουμε, θα στηλιτεύετε, θα στηλιτεύουν (ή θα στηλιτεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύσω, θα στηλιτεύσεις, θα στηλιτεύσει, θα στηλιτεύσουμε, θα στηλιτεύσετε, θα στηλιτεύσουν (ή θα στηλιτεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτεύσει, θα έχεις στηλιτεύσει, θα έχει στηλιτεύσει, θα έχουμε στηλιτεύσει, θα έχετε στηλιτεύσει, θα έχουν(ε) στηλιτεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτεύσει, έχεις στηλιτεύσει, έχει στηλιτεύσει, έχουμε στηλιτεύσει, έχετε στηλιτεύσει, έχουν(ε) στηλιτεύσει
Υποτακτική
να έχω στηλιτεύσει, να έχεις στηλιτεύσει, να έχει στηλιτεύσει, να έχουμε στηλιτεύσει, να έχετε στηλιτεύσει, να έχουν(ε) στηλιτεύσει
Μετοχή
έχοντας στηλιτεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτεύσει, είχες στηλιτεύσει, είχε στηλιτεύσει, είχαμε στηλιτεύσει, είχατε στηλιτεύσει, είχαν(ε) στηλιτεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύομαι, στηλιτεύεσαι, στηλιτεύεται, στηλιτευόμαστε, στηλιτεύεστε, στηλιτεύονται
Υποτακτική
να στηλιτεύομαι, να στηλιτεύεσαι, να στηλιτεύεται, να στηλιτευόμαστε, να στηλιτεύεστε, να στηλιτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στηλιτεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλιτευόμουν, στηλιτευόσουν, στηλιτευόταν, στηλιτευόμαστε, στηλιτευόσαστε, στηλιτεύονταν
(& στηλιτευόμουνα, στηλιτευόσουνα, στηλιτευότανε, στηλιτευόμασταν, στηλιτευόσασταν, στηλιτευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στηλιτεύτηκα, στηλιτεύτηκες, στηλιτεύτηκε, στηλιτευτήκαμε, στηλιτευτήκατε, στηλιτεύτηκαν ή στηλιτευτήκανε
& στηλιτεύθηκα, στηλιτεύθηκες, στηλιτεύθηκε, στηλιτευθήκαμε, στηλιτευθήκατε, στηλιτεύθηκαν ή στηλιτευθήκανε
Υποτακτική
να στηλιτευτώ, να στηλιτευτείς, να στηλιτευτεί, να στηλιτευτούμε, να στηλιτευτείτε, να στηλιτευτούν (ή να στηλιτευτούνε)
& να στηλιτευθώ, να στηλιτευθείς, να στηλιτευθεί, να στηλιτευθούμε, να στηλιτευθείτε, να στηλιτευθούν (ή να στηλιτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: στηλιτεύσου – β΄ πληθυντικό: στηλιτευτείτε ή στηλιτευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύομαι, θα στηλιτεύεσαι, θα στηλιτεύεται, θα στηλιτευόμαστε, θα στηλιτεύεστε, θα στηλιτεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτευτώ, θα στηλιτευτείς, θα στηλιτευτεί, θα στηλιτευτούμε, θα στηλιτευτείτε, θα στηλιτευτούν (ή θα στηλιτευτούνε)
& θα στηλιτευθώ, θα στηλιτευθείς, θα στηλιτευθεί, θα στηλιτευθούμε, θα στηλιτευθείτε, θα στηλιτευθούν (ή θα στηλιτευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτευτεί, θα έχεις στηλιτευτεί, θα έχει στηλιτευτεί, θα έχουμε στηλιτευτεί, θα έχετε στηλιτευτεί, θα έχουν(ε) στηλιτευτεί
& θα έχω στηλιτευθεί, θα έχεις στηλιτευθεί, θα έχει στηλιτευθεί, θα έχουμε στηλιτευθεί, θα έχετε στηλιτευθεί, θα έχουν(ε) στηλιτευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτευτεί, έχεις στηλιτευτεί, έχει στηλιτευτεί, έχουμε στηλιτευτεί, έχετε στηλιτευτεί, έχουν(ε) στηλιτευτεί
& έχω στηλιτευθεί, έχεις στηλιτευθεί, έχει στηλιτευθεί, έχουμε στηλιτευθεί, έχετε στηλιτευθεί, έχουν(ε) στηλιτευθεί
Υποτακτική
να έχω στηλιτευτεί, να έχεις στηλιτευτεί, να έχει στηλιτευτεί, να έχουμε στηλιτευτεί, να έχετε στηλιτευτεί, να έχουν(ε) στηλιτευτεί
& να έχω στηλιτευθεί, να έχεις στηλιτευθεί, να έχει στηλιτευθεί, να έχουμε στηλιτευθεί, να έχετε στηλιτευθεί, να έχουν(ε) στηλιτευθεί
Μετοχή
στηλιτευμένος, στηλιτευμένη, στηλιτευμένο  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτευτεί, είχες στηλιτευτεί, είχε στηλιτευτεί, είχαμε στηλιτευτεί, είχατε στηλιτευτεί, είχαν(ε) στηλιτευτεί
& είχα στηλιτευθεί, είχες στηλιτευθεί, είχε στηλιτευθεί, είχαμε στηλιτευθεί, είχατε στηλιτευθεί, είχαν(ε) στηλιτευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα στηλιτεύω σχηματίζει τους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής με τα επιθήματα -εύσω, -ευσα: στηλιτεύσω, στηλίτευσα (*όχι στηλιτέψω, *όχι στηλίτεψα). Οι μεσοπαθητικοί τύποι σχηματίζονται στον καθημερινό λόγο με το επίθημα -ευτ- (στηλιτεύτηκα, στηλιτευτώ) και σε επίσημο ύφος με το επίθημα -ευθ- (στηλιτεύθηκα, στηλιτευθώ).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Ιστορία Προσανατολισμού: Διανομή εθνικών γαιών 1870-1871 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Meirion Matthias

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Διανομή εθνικών γαιών 1870-1871 (πηγή)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται, να αναφερθείτε στις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1870-1871 για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, και ειδικότερα:
α. στους στόχους και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων
β. στην υλοποίησή τους.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη σημαντική αυτή θεσμική μεταβολή είναι πολλαπλοί.
α) Λόγοι οικονομικοί: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 το κράτος επιχειρεί να επαυξήσει τα δικά του έσοδα από τα ποσά της εξαγοράς, όπως και των τραπεζών και των εμπορικών ομάδων, καθώς έρχεται να ενισχύσει τις φυτείες και το μικρό ή μεσαίο οικογενειακό κλήρο. Με την επέκταση των εξαγωγών του αγροτικού προϊόντος των φυτειών, οι εμπορικές ομάδες θα δουν μια ταχεία ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί ο ρόλος τους στη δανειοδότηση των τρεχουσών αναγκών των νέων τώρα μικροπαραγωγών.
Με την παραχώρηση της δημόσιας γης, το κράτος θα στερηθεί το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, αλλά θα αποκτήσει νέες πηγές εσόδων, τους φόρους και τους δασμούς, που θα επιβληθούν στο αυξημένο τώρα αγροτικό προϊόν των φυτειών, καθώς θα έχουμε μια επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αύξηση της παραγωγής.
β) Λόγοι κοινωνικοί: Αν και δεν υπάρχει κάποιο συγκροτημένο κίνημα ακτημόνων, οι καταπατήσεις των εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών εκ μέρους μη κληρούχων ή μικροϊδιοκτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που δημιουργούν εστίες εντάσεων, συνηγορούν για την προικοδότηση αυτών των κοινωνικών ομάδων με «λαχίδια»* εθνικής γης. [...]
Το όλο εγχείρημα μπορούμε να το δούμε ως ένα μέρος της όλης προσπάθειας του Α. Κουμουνδούρου, που αγκαλιάζει την περίοδο 1860- 1880 και αποσκοπεί με την ανάπτυξη της γεωργίας [...] στην προώθηση της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα.
 
* λαχίδια: τεμάχια γης .
 
Θ. Καλαφάτης, «Η αγροτική οικονομία. Όψεις της αγροτικής ανάπτυξης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.5, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 72.
 
Ενδεικτική απάντηση
α) Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των εθνικών γαιών έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Θ. Καλαφάτης, η κυβέρνηση αναγνώριζε την ανάγκη παροχής καλλιεργήσιμης γης στους ακτήμονες, έστω κι αν αυτοί δεν είχαν οργανωθεί για να διεκδικήσουν κάτι τέτοιο, καθώς οι καταπατήσεις τόσο εθνικών όσο και εκκλησιαστικών γαιών κυρίως από ακτήμονες, αλλά και από μικροϊδιοκτήτες, αφενός προκαλούσε εντάσεις, κυρίως στην Πελοπόννησο, κι αφετέρου φανέρωνε την κρισιμότητα της σχετικής παροχής. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Η επιδίωξη αυτή επιβεβαιώνεται από τον Θ. Καλαφάτη, ο οποίος διευκρινίζει περαιτέρω πως η σχετική διανομή θα ήταν συνάμα επωφελής τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους εμπόρους, εφόσον αναμενόταν μέσω αυτής να ενισχυθεί η καλλιέργεια φυτειών -και κατ’ επέκταση οι εξαγωγές- και εν γένει οι μικρομεσαίες αγροτικές κτήσεις με θετική επίδραση στο εμπόριο. Άλλωστε, σύμφωνα πάντοτε με τον Θ. Καλαφάτη οι κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου κατά την περίοδο 1860 -1880 επιδίωκαν την ενίσχυση της γεωργικής παραγωγής, καθώς και της βιομηχανικής δραστηριότητας. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα.
 
β) Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών.
Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρει ο Θ. Καλαφάτης, το κράτος παύει να εισπράττει το 25% της ακαθάριστης παραγωγής, ως ιδιοκτήτης των εθνικών γαιών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν οφέλη για τα κρατικά ταμεία. Η διανομή των εθνικών γαιών θα ακολουθηθεί από αύξηση παραγωγής αγροτικών προϊόντων και ενίσχυση της εμπορικής επιχειρηματικής δραστηριότητας με συνέπεια να ενισχυθούν σημαντικά τα έσοδα του κράτους από τους επιβαλλόμενους φόρους και δασμούς. Αντιστοίχως, θα ενισχυθεί ο ρόλος των εμπόρων, εφόσον θα αναπτυχθεί με γρήγορο ρυθμό ο κύκλος εργασιών τους και, ταυτοχρόνως, θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως δανειστές για τους μικροπαραγωγούς, οι οποίοι αναζητούσαν χρηματοδότηση για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών τους.

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀλγύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Bobby Zeik

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λγύνω»
 
(λγύνω: προκαλώ πόνο)
Το -υ του ρήματος είναι μακρό.
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λγύνω, λγύνεις, λγύνει, λγύνομεν, λγύνετε, λγύνουσι(ν)
Υποτακτική
λγύνω, λγύνς, λγύν, λγύνωμεν, λγύνητε, λγύνωσι(ν)
Ευκτική
λγύνοιμι, λγύνοις, λγύνοι, λγύνοιμεν, λγύνοιτε, λγύνοιεν
Προστακτική
---, λγυνε, λγυνέτω, ---, λγύνετε, λγυνόντων (ή λγυνέτωσαν)
Απαρέμφατο
λγύνειν
Μετοχή
λγύνων, λγύνουσα, λγνον
 
Παρατατικός
Οριστική
λγυνον, λγυνες, λγυνε, λγύνομεν, λγύνετε, λγυνον
 
Μέλλοντας
Οριστική
λγυν, λγυνες, λγυνε, λγυνομεν, λγυνετε, λγυνοσι(ν)
Ευκτική
λγυνομι, λγυνος, λγυνο, ή λγυνοίην, λγυνοίης, λγυνοίη, λγυνομεν, λγυνοτε, λγυνοεν
Απαρέμφατο
λγυνεν
Μετοχή
λγυνν, λγυνοσα, λγυνον
 
Αόριστος
Οριστική
λγυνα, λγυνας, λγυνε(ν), λγύναμεν, λγύνατε, λγυναν
Υποτακτική
λγύνω, λγύνς, λγύν, λγύνωμεν, λγύνητε, λγύνωσι(ν)
Ευκτική
λγύναιμι, λγύναις ή λγύνειας, λγύναι ή λγύνειε(ν), λγύναιμεν, λγύναιτε, λγύναιεν ή λγύνειαν
Προστακτική
---, λγυνον, λγυνάτω, ---, λγύνατε, λγυνάντων (ή λγυνάτωσαν)
Απαρέμφατο
λγναι
Μετοχή
λγύνας, λγύνασα, λγναν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λγύνομαι, λγύν ή λγύνει, λγύνεται, λγυνόμεθα, λγύνεσθε, λγύνονται
Υποτακτική
λγύνωμαι, λγύν, λγύνηται, λγυνώμεθα, λγύνησθε, λγύνωνται
Ευκτική
λγυνοίμην, λγύνοιο, λγύνοιτο, λγυνοίμεθα, λγύνοισθε, λγύνοιντο
Προστακτική
---, λγύνου, λγυνέσθω, ---, λγύνεσθε, λγυνέσθων ή λγυνέσθωσαν
Απαρέμφατο
λγύνεσθαι
Μετοχή
λγυνόμενος
λγυνομένη
λγυνόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λγύνθην, λγύνθης, λγύνθη, λγύνθημεν, λγύνθητε, λγύνθησαν
Υποτακτική
λγυνθ, λγυνθς, λγυνθ, λγυνθμεν, λγυνθτε, λγυνθσι(ν)
Ευκτική
λγυνθείην, λγυνθείης, λγυνθείη, λγυνθείημεν ή λγυνθεμεν, λγυνθείητε ή λγυνθετε, λγυνθείησαν ή λγυνθεεν
Προστακτική
---, λγύνθητι, λγυνθήτω, ---, λγύνθητε, λγυνθέντων ή λγυνθήτωσαν
Απαρέμφατο
λγυνθναι
Μετοχή
λγυνθείς
λγυνθεσα
λγυνθέν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...