Gert J Rheeders
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθιερώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθιερώνω, καθιερώνεις, καθιερώνει, καθιερώνουμε, καθιερώνετε, καθιερώνουν (ή καθιερώνουνε)
Υποτακτική
να καθιερώνω, να καθιερώνεις, να καθιερώνει, να καθιερώνουμε, να καθιερώνετε, να καθιερώνουν (ή να καθιερώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: καθιέρωνε – β΄ πληθυντικό: καθιερώνετε
Μετοχή
καθιερώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
καθιέρωνα, καθιέρωνες, καθιέρωνε, καθιερώναμε, καθιερώνατε, καθιέρωναν ή καθιερώνανε
Αόριστος
Οριστική
καθιέρωσα, καθιέρωσες, καθιέρωσε, καθιερώσαμε, καθιερώσατε, καθιέρωσαν ή καθιερώσανε
Υποτακτική
να καθιερώσω, να καθιερώσεις, να καθιερώσει, να καθιερώσουμε, να καθιερώσετε, να καθιερώσουν (ή να καθιερώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: καθιέρωσε – β΄ πληθυντικό: καθιερώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερώνω, θα καθιερώνεις, θα καθιερώνει, θα καθιερώνουμε, θα καθιερώνετε, θα καθιερώνουν (ή θα καθιερώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερώσω, θα καθιερώσεις, θα καθιερώσει, θα καθιερώσουμε, θα καθιερώσετε, θα καθιερώσουν (ή θα καθιερώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καθιερώσει, θα έχεις καθιερώσει, θα έχει καθιερώσει, θα έχουμε καθιερώσει, θα έχετε καθιερώσει, θα έχουν(ε) καθιερώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καθιερώσει, έχεις καθιερώσει, έχει καθιερώσει, έχουμε καθιερώσει, έχετε καθιερώσει, έχουν(ε) καθιερώσει
Υποτακτική
να έχω καθιερώσει, να έχεις καθιερώσει, να έχει καθιερώσει, να έχουμε καθιερώσει, να έχετε καθιερώσει, να έχουν(ε) καθιερώσει
Μετοχή
έχοντας καθιερώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καθιερώσει, είχες καθιερώσει, είχε καθιερώσει, είχαμε καθιερώσει, είχατε καθιερώσει, είχαν(ε) καθιερώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθιερώνομαι, καθιερώνεσαι, καθιερώνεται, καθιερωνόμαστε, καθιερώνεστε, καθιερώνονται
Υποτακτική
να καθιερώνομαι, να καθιερώνεσαι, να καθιερώνεται, να καθιερωνόμαστε, να καθιερώνεστε, να καθιερώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καθιερώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
καθιερωνόμουν, καθιερωνόσουν, καθιερωνόταν, καθιερωνόμαστε, καθιερωνόσαστε, καθιερώνονταν
(& καθιερωνόμουνα, καθιερωνόσουνα, καθιερωνότανε,
καθιερωνόμασταν, καθιερωνόσασταν, καθιερωνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
καθιερώθηκα, καθιερώθηκες, καθιερώθηκε, καθιερωθήκαμε, καθιερωθήκατε, καθιερώθηκαν (ή καθιερωθήκανε)
Υποτακτική
να καθιερωθώ, να καθιερωθείς, να καθιερωθεί, να καθιερωθούμε, να καθιερωθείτε, να καθιερωθούν (ή να καθιερωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καθιερώσου - β΄ πληθυντικό: καθιερωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερώνομαι, θα καθιερώνεσαι, θα καθιερώνεται, θα καθιερωνόμαστε, θα καθιερώνεστε, θα καθιερώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερωθώ, θα καθιερωθείς, θα καθιερωθεί, θα καθιερωθούμε, θα καθιερωθείτε, θα καθιερωθούν (ή θα καθιερωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καθιερωθεί, θα έχεις καθιερωθεί, θα έχει καθιερωθεί, θα έχουμε καθιερωθεί, θα έχετε καθιερωθεί, θα έχουν(ε) καθιερωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καθιερωθεί, έχεις καθιερωθεί, έχει καθιερωθεί, έχουμε καθιερωθεί, έχετε καθιερωθεί, έχουν(ε) καθιερωθεί
Υποτακτική
να έχω καθιερωθεί, να έχεις καθιερωθεί, να έχει καθιερωθεί, να έχουμε καθιερωθεί, να έχετε καθιερωθεί, να έχουν(ε) καθιερωθεί
Μετοχή
καθιερωμένος, καθιερωμένη, καθιερωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καθιερωθεί, είχες καθιερωθεί, είχε καθιερωθεί, είχαμε καθιερωθεί, είχατε καθιερωθεί, είχαν(ε) καθιερωθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθιερώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθιερώνω, καθιερώνεις, καθιερώνει, καθιερώνουμε, καθιερώνετε, καθιερώνουν (ή καθιερώνουνε)
να καθιερώνω, να καθιερώνεις, να καθιερώνει, να καθιερώνουμε, να καθιερώνετε, να καθιερώνουν (ή να καθιερώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: καθιέρωνε – β΄ πληθυντικό: καθιερώνετε
Μετοχή
καθιερώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
καθιέρωνα, καθιέρωνες, καθιέρωνε, καθιερώναμε, καθιερώνατε, καθιέρωναν ή καθιερώνανε
Αόριστος
Οριστική
καθιέρωσα, καθιέρωσες, καθιέρωσε, καθιερώσαμε, καθιερώσατε, καθιέρωσαν ή καθιερώσανε
να καθιερώσω, να καθιερώσεις, να καθιερώσει, να καθιερώσουμε, να καθιερώσετε, να καθιερώσουν (ή να καθιερώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: καθιέρωσε – β΄ πληθυντικό: καθιερώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερώνω, θα καθιερώνεις, θα καθιερώνει, θα καθιερώνουμε, θα καθιερώνετε, θα καθιερώνουν (ή θα καθιερώνουνε)
Οριστική
θα καθιερώσω, θα καθιερώσεις, θα καθιερώσει, θα καθιερώσουμε, θα καθιερώσετε, θα καθιερώσουν (ή θα καθιερώσουνε)
Οριστική
θα έχω καθιερώσει, θα έχεις καθιερώσει, θα έχει καθιερώσει, θα έχουμε καθιερώσει, θα έχετε καθιερώσει, θα έχουν(ε) καθιερώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καθιερώσει, έχεις καθιερώσει, έχει καθιερώσει, έχουμε καθιερώσει, έχετε καθιερώσει, έχουν(ε) καθιερώσει
να έχω καθιερώσει, να έχεις καθιερώσει, να έχει καθιερώσει, να έχουμε καθιερώσει, να έχετε καθιερώσει, να έχουν(ε) καθιερώσει
Μετοχή
έχοντας καθιερώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καθιερώσει, είχες καθιερώσει, είχε καθιερώσει, είχαμε καθιερώσει, είχατε καθιερώσει, είχαν(ε) καθιερώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθιερώνομαι, καθιερώνεσαι, καθιερώνεται, καθιερωνόμαστε, καθιερώνεστε, καθιερώνονται
να καθιερώνομαι, να καθιερώνεσαι, να καθιερώνεται, να καθιερωνόμαστε, να καθιερώνεστε, να καθιερώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καθιερώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
καθιερωνόμουν, καθιερωνόσουν, καθιερωνόταν, καθιερωνόμαστε, καθιερωνόσαστε, καθιερώνονταν
Αόριστος
Οριστική
καθιερώθηκα, καθιερώθηκες, καθιερώθηκε, καθιερωθήκαμε, καθιερωθήκατε, καθιερώθηκαν (ή καθιερωθήκανε)
να καθιερωθώ, να καθιερωθείς, να καθιερωθεί, να καθιερωθούμε, να καθιερωθείτε, να καθιερωθούν (ή να καθιερωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καθιερώσου - β΄ πληθυντικό: καθιερωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιερώνομαι, θα καθιερώνεσαι, θα καθιερώνεται, θα καθιερωνόμαστε, θα καθιερώνεστε, θα καθιερώνονται
Οριστική
θα καθιερωθώ, θα καθιερωθείς, θα καθιερωθεί, θα καθιερωθούμε, θα καθιερωθείτε, θα καθιερωθούν (ή θα καθιερωθούνε)
Οριστική
θα έχω καθιερωθεί, θα έχεις καθιερωθεί, θα έχει καθιερωθεί, θα έχουμε καθιερωθεί, θα έχετε καθιερωθεί, θα έχουν(ε) καθιερωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καθιερωθεί, έχεις καθιερωθεί, έχει καθιερωθεί, έχουμε καθιερωθεί, έχετε καθιερωθεί, έχουν(ε) καθιερωθεί
να έχω καθιερωθεί, να έχεις καθιερωθεί, να έχει καθιερωθεί, να έχουμε καθιερωθεί, να έχετε καθιερωθεί, να έχουν(ε) καθιερωθεί
Μετοχή
καθιερωμένος, καθιερωμένη, καθιερωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καθιερωθεί, είχες καθιερωθεί, είχε καθιερωθεί, είχαμε καθιερωθεί, είχατε καθιερωθεί, είχαν(ε) καθιερωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου