My Head Cinema
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φοβάμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
φοβάμαι & φοβούμαι, φοβάσαι, φοβάται, φοβόμαστε & φοβούμαστε, φοβάστε & φοβόσαστε, φοβούνται & φοβόνται
Υποτακτική
να φοβάμαι & να φοβούμαι, να φοβάσαι, να φοβάται, να φοβόμαστε & να φοβούμαστε, να φοβάστε & να φοβόσαστε, να φοβούνται & να φοβόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φοβάστε
Μετοχή
φοβούμενος, φοβούμενη, φοβούμενο
Παρατατικός
Οριστική
φοβόμουν, φοβόσουν, φοβόταν, φοβόμαστε (ή φοβούμαστε), φοβόσαστε, φοβόνταν (ή φοβόντανε ή φοβούνταν)
(& φοβόμουνα, φοβόσουνα, φοβότανε, φοβόμασταν,
φοβόσασταν, φοβόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
φοβήθηκα, φοβήθηκες, φοβήθηκε, φοβηθήκαμε, φοβηθήκατε, φοβήθηκαν
Υποτακτική
να φοβηθώ, να φοβηθείς, να φοβηθεί, να φοβηθούμε, να φοβηθείτε, να φοβηθούν (ή να φοβηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φοβήσου – β΄ πληθυντικό: φοβηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοβάμαι & θα φοβούμαι, θα φοβάσαι, θα φοβάται, θα φοβόμαστε & θα φοβούμαστε, θα φοβάστε & θα φοβόσαστε, θα φοβούνται & θα φοβόνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοβηθώ, θα φοβηθείς, θα φοβηθεί, θα φοβηθούμε, θα φοβηθείτε, θα φοβηθούν (ή θα φοβηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φοβηθεί, θα έχεις φοβηθεί, θα έχει φοβηθεί, θα έχουμε φοβηθεί, θα έχετε φοβηθεί, θα έχουν(ε) φοβηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φοβηθεί, έχεις φοβηθεί, έχει φοβηθεί, έχουμε φοβηθεί, έχετε φοβηθεί, έχουν(ε) φοβηθεί
Υποτακτική
να έχω φοβηθεί, να έχεις φοβηθεί, να έχει φοβηθεί, να έχουμε φοβηθεί, να έχετε φοβηθεί, να έχουν(ε) φοβηθεί
Μετοχή
φοβισμένος, φοβισμένη, φοβισμένο
(Το αποθετικό ρήμα φοβάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φοβηθεί, είχες φοβηθεί, είχε φοβηθεί, είχαμε φοβηθεί, είχατε φοβηθεί, είχαν(ε) φοβηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φοβάμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
φοβάμαι & φοβούμαι, φοβάσαι, φοβάται, φοβόμαστε & φοβούμαστε, φοβάστε & φοβόσαστε, φοβούνται & φοβόνται
να φοβάμαι & να φοβούμαι, να φοβάσαι, να φοβάται, να φοβόμαστε & να φοβούμαστε, να φοβάστε & να φοβόσαστε, να φοβούνται & να φοβόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φοβάστε
Μετοχή
φοβούμενος, φοβούμενη, φοβούμενο
Παρατατικός
Οριστική
φοβόμουν, φοβόσουν, φοβόταν, φοβόμαστε (ή φοβούμαστε), φοβόσαστε, φοβόνταν (ή φοβόντανε ή φοβούνταν)
Αόριστος
Οριστική
φοβήθηκα, φοβήθηκες, φοβήθηκε, φοβηθήκαμε, φοβηθήκατε, φοβήθηκαν
να φοβηθώ, να φοβηθείς, να φοβηθεί, να φοβηθούμε, να φοβηθείτε, να φοβηθούν (ή να φοβηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φοβήσου – β΄ πληθυντικό: φοβηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοβάμαι & θα φοβούμαι, θα φοβάσαι, θα φοβάται, θα φοβόμαστε & θα φοβούμαστε, θα φοβάστε & θα φοβόσαστε, θα φοβούνται & θα φοβόνται
Οριστική
θα φοβηθώ, θα φοβηθείς, θα φοβηθεί, θα φοβηθούμε, θα φοβηθείτε, θα φοβηθούν (ή θα φοβηθούνε)
Οριστική
θα έχω φοβηθεί, θα έχεις φοβηθεί, θα έχει φοβηθεί, θα έχουμε φοβηθεί, θα έχετε φοβηθεί, θα έχουν(ε) φοβηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φοβηθεί, έχεις φοβηθεί, έχει φοβηθεί, έχουμε φοβηθεί, έχετε φοβηθεί, έχουν(ε) φοβηθεί
Υποτακτική
να έχω φοβηθεί, να έχεις φοβηθεί, να έχει φοβηθεί, να έχουμε φοβηθεί, να έχετε φοβηθεί, να έχουν(ε) φοβηθεί
Μετοχή
φοβισμένος, φοβισμένη, φοβισμένο
(Το αποθετικό ρήμα φοβάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
Οριστική
είχα φοβηθεί, είχες φοβηθεί, είχε φοβηθεί, είχαμε φοβηθεί, είχατε φοβηθεί, είχαν(ε) φοβηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου