Steven Zimmer
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αμύνομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
αμύνομαι, αμύνεσαι, αμύνεται, αμυνόμαστε, αμύνεστε, αμύνονται
Υποτακτική
να αμύνομαι, να αμύνεσαι, να αμύνεται, να αμυνόμαστε, να αμύνεστε, να αμύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αμύνεστε
Μετοχή
αμυνόμενος, αμυνόμενη, αμυνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αμυνόμουν, αμυνόσουν, αμυνόταν, αμυνόμαστε, αμυνόσαστε, αμύνονταν
(& αμυνόμουνα, αμυνόσουνα, αμυνότανε,
αμυνόμασταν, αμυνόσασταν, αμυνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αμύνθηκα, αμύνθηκες, αμύνθηκε, αμυνθήκαμε, αμυνθήκατε, αμύνθηκαν (ή αμυνθήκανε)
Υποτακτική
να αμυνθώ, να αμυνθείς, να αμυνθεί, να αμυνθούμε, να αμυνθείτε, να αμυνθούν (ή να αμυνθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αμύνσου – β΄ πληθυντικό: αμυνθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμύνομαι, θα αμύνεσαι, θα αμύνεται, θα αμυνόμαστε, θα αμύνεστε, θα αμύνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμυνθώ, θα αμυνθείς, θα αμυνθεί, θα αμυνθούμε, θα αμυνθείτε, θα αμυνθούν (ή θα αμυνθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αμυνθεί, θα έχεις αμυνθεί, θα έχει αμυνθεί, θα έχουμε αμυνθεί, θα έχετε αμυνθεί, θα έχουν(ε) αμυνθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αμυνθεί, έχεις αμυνθεί, έχει αμυνθεί, έχουμε αμυνθεί, έχετε αμυνθεί, έχουν(ε) αμυνθεί
Υποτακτική
να έχω αμυνθεί, να έχεις αμυνθεί, να έχει αμυνθεί, να έχουμε αμυνθεί, να έχετε αμυνθεί, να έχουν(ε) αμυνθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αμυνθεί, είχες αμυνθεί, είχε αμυνθεί, είχαμε αμυνθεί, είχατε αμυνθεί, είχαν(ε) αμυνθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αμύνομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
αμύνομαι, αμύνεσαι, αμύνεται, αμυνόμαστε, αμύνεστε, αμύνονται
να αμύνομαι, να αμύνεσαι, να αμύνεται, να αμυνόμαστε, να αμύνεστε, να αμύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αμύνεστε
Μετοχή
αμυνόμενος, αμυνόμενη, αμυνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αμυνόμουν, αμυνόσουν, αμυνόταν, αμυνόμαστε, αμυνόσαστε, αμύνονταν
Αόριστος
Οριστική
αμύνθηκα, αμύνθηκες, αμύνθηκε, αμυνθήκαμε, αμυνθήκατε, αμύνθηκαν (ή αμυνθήκανε)
να αμυνθώ, να αμυνθείς, να αμυνθεί, να αμυνθούμε, να αμυνθείτε, να αμυνθούν (ή να αμυνθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αμύνσου – β΄ πληθυντικό: αμυνθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμύνομαι, θα αμύνεσαι, θα αμύνεται, θα αμυνόμαστε, θα αμύνεστε, θα αμύνονται
Οριστική
θα αμυνθώ, θα αμυνθείς, θα αμυνθεί, θα αμυνθούμε, θα αμυνθείτε, θα αμυνθούν (ή θα αμυνθούνε)
Οριστική
θα έχω αμυνθεί, θα έχεις αμυνθεί, θα έχει αμυνθεί, θα έχουμε αμυνθεί, θα έχετε αμυνθεί, θα έχουν(ε) αμυνθεί
Οριστική
έχω αμυνθεί, έχεις αμυνθεί, έχει αμυνθεί, έχουμε αμυνθεί, έχετε αμυνθεί, έχουν(ε) αμυνθεί
να έχω αμυνθεί, να έχεις αμυνθεί, να έχει αμυνθεί, να έχουμε αμυνθεί, να έχετε αμυνθεί, να έχουν(ε) αμυνθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αμυνθεί, είχες αμυνθεί, είχε αμυνθεί, είχαμε αμυνθεί, είχατε αμυνθεί, είχαν(ε) αμυνθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου