Marco Pozzi
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατηρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατηρώ, παρατηρείς, παρατηρεί, παρατηρούμε, παρατηρείτε, παρατηρούν (ή παρατηρούνε)
Υποτακτική
να παρατηρώ, να παρατηρείς, να παρατηρεί, να παρατηρούμε, να παρατηρείτε, να παρατηρούν (ή να παρατηρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρατηρείτε
Μετοχή
παρατηρώντας
Παρατατικός
Οριστική
παρατηρούσα, παρατηρούσες, παρατηρούσε, παρατηρούσαμε, παρατηρούσατε, παρατηρούσαν (ή παρατηρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
παρατήρησα, παρατήρησες, παρατήρησε, παρατηρήσαμε, παρατηρήσατε, παρατήρησαν
Υποτακτική
να παρατηρήσω, να παρατηρήσεις, να παρατηρήσει, να παρατηρήσουμε, να παρατηρήσετε, να παρατηρήσουν (ή να παρατηρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρατήρησε – β΄ πληθυντικό: παρατηρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρώ, θα παρατηρείς, θα παρατηρεί, θα παρατηρούμε, θα παρατηρείτε, θα παρατηρούν (ή θα παρατηρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρήσω, θα παρατηρήσεις, θα παρατηρήσει, θα παρατηρήσουμε, θα παρατηρήσετε, θα παρατηρήσουν (ή θα παρατηρήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρατηρήσει, θα έχεις παρατηρήσει, θα έχει παρατηρήσει, θα έχουμε παρατηρήσει, θα έχετε παρατηρήσει, θα έχουν(ε) παρατηρήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατηρήσει, έχεις παρατηρήσει, έχει παρατηρήσει, έχουμε παρατηρήσει, έχετε παρατηρήσει, έχουν(ε) παρατηρήσει
Υποτακτική
να έχω παρατηρήσει, να έχεις παρατηρήσει, να έχει παρατηρήσει, να έχουμε παρατηρήσει, να έχετε παρατηρήσει, να έχουν(ε) παρατηρήσει
Μετοχή
έχοντας παρατηρήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατηρήσει, είχες παρατηρήσει, είχε παρατηρήσει, είχαμε παρατηρήσει, είχατε παρατηρήσει, είχαν(ε) παρατηρήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατηρούμαι, παρατηρείσαι, παρατηρείται, παρατηρούμαστε, παρατηρείστε, παρατηρούνται
Υποτακτική
να παρατηρούμαι, να παρατηρείσαι, να παρατηρείται, να παρατηρούμαστε, να παρατηρείστε, να παρατηρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρατηρείστε
Μετοχή
παρατηρούμενος, παρατηρούμενη, παρατηρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατηρούμουν, παρατηρούσουν, παρατηρούταν, παρατηρούμασταν ή παρατηρούμαστε, παρατηρούσαστε, παρατηρούνταν
Αόριστος
Οριστική
παρατηρήθηκα, παρατηρήθηκες, παρατηρήθηκε, παρατηρηθήκαμε, παρατηρηθήκατε, παρατηρήθηκαν ή παρατηρηθήκανε
Υποτακτική
να παρατηρηθώ, να παρατηρηθείς, να παρατηρηθεί, να παρατηρηθούμε, να παρατηρηθείτε, να παρατηρηθούν ή να παρατηρηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: παρατρήσου – β΄ πληθυντικό: παρατηρηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρούμαι, θα παρατηρείσαι, θα παρατηρείται, θα παρατηρούμαστε, θα παρατηρείστε, θα παρατηρούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρηθώ, θα παρατηρηθείς, θα παρατηρηθεί, θα παρατηρηθούμε, θα παρατηρηθείτε, θα παρατηρηθούν ή θα παρατηρηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρατηρηθεί, θα έχεις παρατηρηθεί, θα έχει παρατηρηθεί, θα έχουμε παρατηρηθεί, θα έχετε παρατηρηθεί, θα έχουν(ε) παρατηρηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατηρηθεί, έχεις παρατηρηθεί, έχει παρατηρηθεί, έχουμε παρατηρηθεί, έχετε παρατηρηθεί, έχουν(ε) παρατηρηθεί
Υποτακτική
να έχω παρατηρηθεί, να έχεις παρατηρηθεί, να έχει παρατηρηθεί, να έχουμε παρατηρηθεί, να έχετε παρατηρηθεί, να έχουν(ε) παρατηρηθεί
Μετοχή
παρατηρημένος, παρατηρημένη, παρατηρημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατηρηθεί, είχες παρατηρηθεί, είχε παρατηρηθεί, είχαμε παρατηρηθεί, είχατε παρατηρηθεί, είχαν(ε) παρατηρηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατηρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατηρώ, παρατηρείς, παρατηρεί, παρατηρούμε, παρατηρείτε, παρατηρούν (ή παρατηρούνε)
να παρατηρώ, να παρατηρείς, να παρατηρεί, να παρατηρούμε, να παρατηρείτε, να παρατηρούν (ή να παρατηρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρατηρείτε
Μετοχή
παρατηρώντας
Παρατατικός
Οριστική
παρατηρούσα, παρατηρούσες, παρατηρούσε, παρατηρούσαμε, παρατηρούσατε, παρατηρούσαν (ή παρατηρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
παρατήρησα, παρατήρησες, παρατήρησε, παρατηρήσαμε, παρατηρήσατε, παρατήρησαν
να παρατηρήσω, να παρατηρήσεις, να παρατηρήσει, να παρατηρήσουμε, να παρατηρήσετε, να παρατηρήσουν (ή να παρατηρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρατήρησε – β΄ πληθυντικό: παρατηρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρώ, θα παρατηρείς, θα παρατηρεί, θα παρατηρούμε, θα παρατηρείτε, θα παρατηρούν (ή θα παρατηρούνε)
Οριστική
θα παρατηρήσω, θα παρατηρήσεις, θα παρατηρήσει, θα παρατηρήσουμε, θα παρατηρήσετε, θα παρατηρήσουν (ή θα παρατηρήσουνε)
Οριστική
θα έχω παρατηρήσει, θα έχεις παρατηρήσει, θα έχει παρατηρήσει, θα έχουμε παρατηρήσει, θα έχετε παρατηρήσει, θα έχουν(ε) παρατηρήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατηρήσει, έχεις παρατηρήσει, έχει παρατηρήσει, έχουμε παρατηρήσει, έχετε παρατηρήσει, έχουν(ε) παρατηρήσει
να έχω παρατηρήσει, να έχεις παρατηρήσει, να έχει παρατηρήσει, να έχουμε παρατηρήσει, να έχετε παρατηρήσει, να έχουν(ε) παρατηρήσει
Μετοχή
έχοντας παρατηρήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατηρήσει, είχες παρατηρήσει, είχε παρατηρήσει, είχαμε παρατηρήσει, είχατε παρατηρήσει, είχαν(ε) παρατηρήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατηρούμαι, παρατηρείσαι, παρατηρείται, παρατηρούμαστε, παρατηρείστε, παρατηρούνται
να παρατηρούμαι, να παρατηρείσαι, να παρατηρείται, να παρατηρούμαστε, να παρατηρείστε, να παρατηρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρατηρείστε
Μετοχή
παρατηρούμενος, παρατηρούμενη, παρατηρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατηρούμουν, παρατηρούσουν, παρατηρούταν, παρατηρούμασταν ή παρατηρούμαστε, παρατηρούσαστε, παρατηρούνταν
Αόριστος
Οριστική
παρατηρήθηκα, παρατηρήθηκες, παρατηρήθηκε, παρατηρηθήκαμε, παρατηρηθήκατε, παρατηρήθηκαν ή παρατηρηθήκανε
να παρατηρηθώ, να παρατηρηθείς, να παρατηρηθεί, να παρατηρηθούμε, να παρατηρηθείτε, να παρατηρηθούν ή να παρατηρηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: παρατρήσου – β΄ πληθυντικό: παρατηρηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατηρούμαι, θα παρατηρείσαι, θα παρατηρείται, θα παρατηρούμαστε, θα παρατηρείστε, θα παρατηρούνται
Οριστική
θα παρατηρηθώ, θα παρατηρηθείς, θα παρατηρηθεί, θα παρατηρηθούμε, θα παρατηρηθείτε, θα παρατηρηθούν ή θα παρατηρηθούνε
Οριστική
θα έχω παρατηρηθεί, θα έχεις παρατηρηθεί, θα έχει παρατηρηθεί, θα έχουμε παρατηρηθεί, θα έχετε παρατηρηθεί, θα έχουν(ε) παρατηρηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατηρηθεί, έχεις παρατηρηθεί, έχει παρατηρηθεί, έχουμε παρατηρηθεί, έχετε παρατηρηθεί, έχουν(ε) παρατηρηθεί
να έχω παρατηρηθεί, να έχεις παρατηρηθεί, να έχει παρατηρηθεί, να έχουμε παρατηρηθεί, να έχετε παρατηρηθεί, να έχουν(ε) παρατηρηθεί
Μετοχή
παρατηρημένος, παρατηρημένη, παρατηρημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατηρηθεί, είχες παρατηρηθεί, είχε παρατηρηθεί, είχαμε παρατηρηθεί, είχατε παρατηρηθεί, είχαν(ε) παρατηρηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου