Studio Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπιστεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
εμπιστεύομαι, εμπιστεύεσαι, εμπιστεύεται, εμπιστευόμαστε, εμπιστεύεστε, εμπιστεύονται
Υποτακτική
να εμπιστεύομαι, να εμπιστεύεσαι, να εμπιστεύεται, να εμπιστευόμαστε, να εμπιστεύεστε, να εμπιστεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπιστεύεστε
Μετοχή
εμπιστευόμενος, εμπιστευόμενη, εμπιστευόμενη
Παρατατικός
Οριστική
εμπιστευόμουν, εμπιστευόσουν, εμπιστευόταν, εμπιστευόμαστε, εμπιστευόσαστε, εμπιστεύονταν
(& εμπιστευόμουνα, εμπιστευόσουνα, εμπιστευότανε,
εμπιστευόμασταν, εμπιστευόσασταν, εμπιστευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
εμπιστεύτηκα, εμπιστεύτηκες, εμπιστεύτηκε, εμπιστευτήκαμε, εμπιστευτήκατε, εμπιστεύτηκαν ή εμπιστευτήκανε
& εμπιστεύθηκα, εμπιστεύθηκες,
εμπιστεύθηκε, εμπιστευθήκαμε, εμπιστευθήκατε, εεμπιστεύθηκαν ή εμπιστευθήκανε
Υποτακτική
να εμπιστευτώ, να εμπιστευτείς, να εμπιστευτεί, να εμπιστευτούμε, να εμπιστευτείτε, να εμπιστευτούν (ή να εμπιστευτούνε)
& να εμπιστευθώ, να εμπιστευθείς, να εμπιστευθεί, να εμπιστευθούμε, να εμπιστευθείτε, να εμπιστευθούν (ή να εμπιστευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπιστέψου – β΄ πληθυντικό: εμπιστευτείτε / εμπιστευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπιστεύομαι, θα εμπιστεύεσαι, θα εμπιστεύεται, θα εμπιστευόμαστε, θα εμπιστεύεστε, θα εμπιστεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπιστευτώ, θα εμπιστευτείς, θα εμπιστευτεί, θα εμπιστευτούμε, θα εμπιστευτείτε, θα εμπιστευτούν (ή θα εμπιστευτούνε)
& θα εμπιστευθώ, θα εμπιστευθείς,
θα εμπιστευθεί, θα εμπιστευθούμε, θα εμπιστευθείτε, θα εμπιστευθούν (ή θα
εμπιστευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπιστευτεί, θα έχεις εμπιστευτεί, θα έχει εμπιστευτεί, θα έχουμε εμπιστευτεί, θα έχετε εμπιστευτεί, θα έχουν(ε) εμπιστευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπιστευτεί, έχεις εμπιστευτεί, έχει εμπιστευτεί, έχουμε εμπιστευτεί, έχετε εμπιστευτεί, έχουν(ε) εμπιστευτεί
Υποτακτική
να έχω εμπιστευτεί, να έχεις εμπιστευτεί, να έχει εμπιστευτεί, να έχουμε εμπιστευτεί, να έχετε εμπιστευτεί, να έχουν(ε) εμπιστευτεί
Μετοχή
εμπιστευμένος, εμπιστευμένη, εμπιστευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπιστευτεί, είχες εμπιστευτεί, είχε εμπιστευτεί, είχαμε εμπιστευτεί, είχατε εμπιστευτεί, είχαν(ε) εμπιστευτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπιστεύομαι»
Οριστική
εμπιστεύομαι, εμπιστεύεσαι, εμπιστεύεται, εμπιστευόμαστε, εμπιστεύεστε, εμπιστεύονται
να εμπιστεύομαι, να εμπιστεύεσαι, να εμπιστεύεται, να εμπιστευόμαστε, να εμπιστεύεστε, να εμπιστεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπιστεύεστε
Μετοχή
εμπιστευόμενος, εμπιστευόμενη, εμπιστευόμενη
Παρατατικός
Οριστική
εμπιστευόμουν, εμπιστευόσουν, εμπιστευόταν, εμπιστευόμαστε, εμπιστευόσαστε, εμπιστεύονταν
Αόριστος
Οριστική
εμπιστεύτηκα, εμπιστεύτηκες, εμπιστεύτηκε, εμπιστευτήκαμε, εμπιστευτήκατε, εμπιστεύτηκαν ή εμπιστευτήκανε
Υποτακτική
να εμπιστευτώ, να εμπιστευτείς, να εμπιστευτεί, να εμπιστευτούμε, να εμπιστευτείτε, να εμπιστευτούν (ή να εμπιστευτούνε)
& να εμπιστευθώ, να εμπιστευθείς, να εμπιστευθεί, να εμπιστευθούμε, να εμπιστευθείτε, να εμπιστευθούν (ή να εμπιστευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπιστέψου – β΄ πληθυντικό: εμπιστευτείτε / εμπιστευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπιστεύομαι, θα εμπιστεύεσαι, θα εμπιστεύεται, θα εμπιστευόμαστε, θα εμπιστεύεστε, θα εμπιστεύονται
Οριστική
θα εμπιστευτώ, θα εμπιστευτείς, θα εμπιστευτεί, θα εμπιστευτούμε, θα εμπιστευτείτε, θα εμπιστευτούν (ή θα εμπιστευτούνε)
Οριστική
θα έχω εμπιστευτεί, θα έχεις εμπιστευτεί, θα έχει εμπιστευτεί, θα έχουμε εμπιστευτεί, θα έχετε εμπιστευτεί, θα έχουν(ε) εμπιστευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπιστευτεί, έχεις εμπιστευτεί, έχει εμπιστευτεί, έχουμε εμπιστευτεί, έχετε εμπιστευτεί, έχουν(ε) εμπιστευτεί
να έχω εμπιστευτεί, να έχεις εμπιστευτεί, να έχει εμπιστευτεί, να έχουμε εμπιστευτεί, να έχετε εμπιστευτεί, να έχουν(ε) εμπιστευτεί
Μετοχή
εμπιστευμένος, εμπιστευμένη, εμπιστευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπιστευτεί, είχες εμπιστευτεί, είχε εμπιστευτεί, είχαμε εμπιστευτεί, είχατε εμπιστευτεί, είχαν(ε) εμπιστευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου