Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καρπώνομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καρπώνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
James Gritz
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καρπώνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
καρπώνομαι, καρπώνεσαι, καρπώνεται, καρπωνόμαστε, καρπώνεστε, καρπώνονται
Υποτακτική
να καρπώνομαι, να καρπώνεσαι, να καρπώνεται, να καρπωνόμαστε, να καρπώνεστε, να καρπώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καρπώνεστε
Μετοχή
καρπωνόμενος, καρπωνόμενη, καρπωνόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
καρπωνόμουν, καρπωνόσουν, καρπωνόταν, καρπωνόμαστε, καρπωνόσαστε, καρπώνονταν
(& καρπωνόμουνα, καρπωνόσουνα, καρπωνότανε, καρπωνόμασταν, καρπωνόσασταν, καρπωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
καρπώθηκα, καρπώθηκες, καρπώθηκε, καρπωθήκαμε, καρπωθήκατε, καρπώθηκαν (ή καρπωθήκανε)
Υποτακτική
να καρπωθώ, να καρπωθείς, να καρπωθεί, να καρπωθούμε, να καρπωθείτε, να καρπωθούν (ή να καρπωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: καρπώσου - β΄ πληθυντικό: καρπωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καρπώνομαι, θα καρπώνεσαι, θα καρπώνεται, θα καρπωνόμαστε, θα καρπώνεστε, θα καρπώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καρπωθώ, θα καρπωθείς, θα καρπωθεί, θα καρπωθούμε, θα καρπωθείτε, θα καρπωθούν (ή θα καρπωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καρπωθεί, θα έχεις καρπωθεί, θα έχει καρπωθεί, θα έχουμε καρπωθεί, θα έχετε καρπωθεί, θα έχουν(ε) καρπωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καρπωθεί, έχεις καρπωθεί, έχει καρπωθεί, έχουμε καρπωθεί, έχετε καρπωθεί, έχουν(ε) καρπωθεί
Υποτακτική
να έχω καρπωθεί, να έχεις καρπωθεί, να έχει καρπωθεί, να έχουμε καρπωθεί, να έχετε καρπωθεί, να έχουν(ε) καρπωθεί
Μετοχή
καρπωμένος, καρπωμένη, καρπωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καρπωθεί, είχες καρπωθεί, είχε καρπωθεί, είχαμε καρπωθεί, είχατε καρπωθεί, είχαν(ε) καρπωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...