Sir Lawrence Alma Tadema
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμυστηρεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
εκμυστηρεύομαι, εκμυστηρεύεσαι, εκμυστηρεύεται, εκμυστηρευόμαστε, εκμυστηρεύεστε, εκμυστηρεύονται
Υποτακτική
να εκμυστηρεύομαι, να εκμυστηρεύεσαι, να εκμυστηρεύεται, να εκμυστηρευόμαστε, να εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκμυστηρεύεστε
Μετοχή
εκμυστηρευόμενος, εκμυστηρευόμενη, εκμυστηρευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκμυστηρευόμουν, εκμυστηρευόσουν, εκμυστηρευόταν, εκμυστηρευόμαστε, εκμυστηρευόσαστε, εκμυστηρεύονταν
(& εκμυστηρευόμουνα, εκμυστηρευόσουνα,
εκμυστηρευότανε, εκμυστηρευόμασταν, εκμυστηρευόσασταν, εκμυστηρευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
εκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρεύτηκαν ή εκμυστηρευτήκανε
& εκμυστηρεύθηκα, εκμυστηρεύθηκες,
εκμυστηρεύθηκε, εκμυστηρευθήκαμε, εκμυστηρευθήκατε, εκμυστηρεύθηκαν ή
εκμυστηρευθήκανε
Υποτακτική
να εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευτούν (ή να εκμυστηρευτούνε)
& να εκμυστηρευθώ, να εκμυστηρευθείς, να εκμυστηρευθεί, να εκμυστηρευθούμε, να εκμυστηρευθείτε, να εκμυστηρευθούν (ή να εκμυστηρευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκμυστηρέψου ή εκμυστηρεύσου – β΄ πληθυντικό: εκμυστηρευτείτε / εκμυστηρευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμυστηρεύομαι, θα εκμυστηρεύεσαι, θα εκμυστηρεύεται, θα εκμυστηρευόμαστε, θα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευτούν (ή θα εκμυστηρευτούνε)
& θα εκμυστηρευθώ, θα
εκμυστηρευθείς, θα εκμυστηρευθεί, θα εκμυστηρευθούμε, θα εκμυστηρευθείτε, θα
εκμυστηρευθούν (ή θα εκμυστηρευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκμυστηρευτεί, θα έχεις εκμυστηρευτεί, θα έχει εκμυστηρευτεί, θα έχουμε εκμυστηρευτεί, θα έχετε εκμυστηρευτεί, θα έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
& θα
έχω εκμυστηρευθεί, θα έχεις εκμυστηρευθεί, θα έχει εκμυστηρευθεί, θα έχουμε
εκμυστηρευθεί, θα έχετε εκμυστηρευθεί, θα έχουν(ε) εκμυστηρευθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκμυστηρευτεί, έχεις εκμυστηρευτεί, έχει εκμυστηρευτεί, έχουμε εκμυστηρευτεί, έχετε εκμυστηρευτεί, έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
& έχω εκμυστηρευθεί, έχεις
εκμυστηρευθεί, έχει εκμυστηρευθεί, έχουμε εκμυστηρευθεί, έχετε εκμυστηρευθεί, έχουν(ε)
εκμυστηρευθεί
Υποτακτική
να έχω εκμυστηρευτεί, να έχεις εκμυστηρευτεί, να έχει εκμυστηρευτεί, να έχουμε εκμυστηρευτεί, να έχετε εκμυστηρευτεί, να έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
& να έχω εκμυστηρευθεί, να έχεις εκμυστηρευθεί, να έχει εκμυστηρευθεί, να έχουμε εκμυστηρευθεί, να έχετε εκμυστηρευθεί, να έχουν(ε) εκμυστηρευθεί
Μετοχή
εκμυστηρευμένος, εκμυστηρευμένη, εκμυστηρευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκμυστηρευτεί, είχες εκμυστηρευτεί, είχε εκμυστηρευτεί, είχαμε εκμυστηρευτεί, είχατε εκμυστηρευτεί, είχαν(ε) εκμυστηρευτεί
& είχα εκμυστηρευθεί, είχες
εκμυστηρευθεί, είχε εκμυστηρευθεί, είχαμε εκμυστηρευθεί, είχατε εκμυστηρευθεί,
είχαν(ε) εκμυστηρευθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμυστηρεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
εκμυστηρεύομαι, εκμυστηρεύεσαι, εκμυστηρεύεται, εκμυστηρευόμαστε, εκμυστηρεύεστε, εκμυστηρεύονται
να εκμυστηρεύομαι, να εκμυστηρεύεσαι, να εκμυστηρεύεται, να εκμυστηρευόμαστε, να εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκμυστηρεύεστε
Μετοχή
εκμυστηρευόμενος, εκμυστηρευόμενη, εκμυστηρευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκμυστηρευόμουν, εκμυστηρευόσουν, εκμυστηρευόταν, εκμυστηρευόμαστε, εκμυστηρευόσαστε, εκμυστηρεύονταν
Αόριστος
Οριστική
εκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρεύτηκαν ή εκμυστηρευτήκανε
Υποτακτική
να εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευτούν (ή να εκμυστηρευτούνε)
& να εκμυστηρευθώ, να εκμυστηρευθείς, να εκμυστηρευθεί, να εκμυστηρευθούμε, να εκμυστηρευθείτε, να εκμυστηρευθούν (ή να εκμυστηρευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκμυστηρέψου ή εκμυστηρεύσου – β΄ πληθυντικό: εκμυστηρευτείτε / εκμυστηρευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμυστηρεύομαι, θα εκμυστηρεύεσαι, θα εκμυστηρεύεται, θα εκμυστηρευόμαστε, θα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρεύονται
Οριστική
θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευτούν (ή θα εκμυστηρευτούνε)
Οριστική
θα έχω εκμυστηρευτεί, θα έχεις εκμυστηρευτεί, θα έχει εκμυστηρευτεί, θα έχουμε εκμυστηρευτεί, θα έχετε εκμυστηρευτεί, θα έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκμυστηρευτεί, έχεις εκμυστηρευτεί, έχει εκμυστηρευτεί, έχουμε εκμυστηρευτεί, έχετε εκμυστηρευτεί, έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
Υποτακτική
να έχω εκμυστηρευτεί, να έχεις εκμυστηρευτεί, να έχει εκμυστηρευτεί, να έχουμε εκμυστηρευτεί, να έχετε εκμυστηρευτεί, να έχουν(ε) εκμυστηρευτεί
& να έχω εκμυστηρευθεί, να έχεις εκμυστηρευθεί, να έχει εκμυστηρευθεί, να έχουμε εκμυστηρευθεί, να έχετε εκμυστηρευθεί, να έχουν(ε) εκμυστηρευθεί
Μετοχή
εκμυστηρευμένος, εκμυστηρευμένη, εκμυστηρευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκμυστηρευτεί, είχες εκμυστηρευτεί, είχε εκμυστηρευτεί, είχαμε εκμυστηρευτεί, είχατε εκμυστηρευτεί, είχαν(ε) εκμυστηρευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου