Albrecht Schenck
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βρίσκω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βρίσκω, βρίσκεις, βρίσκει, βρίσκουμε, βρίσκετε, βρίσκουν (ή βρίσκουνε)
Υποτακτική
να βρίσκω, να βρίσκεις, να βρίσκει, να βρίσκουμε, να βρίσκετε, να βρίσκουν (ή να βρίσκουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βρίσκε – β΄ πληθυντικό: βρίσκετε
Μετοχή
βρίσκοντας
Παρατατικός
Οριστική
έβρισκα, έβρισκες, έβρισκε, βρίσκαμε, βρίσκατε, έβρισκαν ή βρίσκανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
βρήκα, βρήκες, βρήκε, βρήκαμε, βρήκατε, βρήκαν ή βρήκανε
Υποτακτική
να βρω, να βρεις, να βρει, να βρούμε, να βρείτε, να βρουν (ή να βρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βρες – β΄ πληθυντικό: βρείτε (ή βρέστε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρίσκω, θα βρίσκεις, θα βρίσκει, θα βρίσκουμε, θα βρίσκετε, θα βρίσκουν (ή θα βρίσκουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρω, θα βρεις, θα βρει, θα βρούμε, θα βρείτε, θα βρουν (ή θα βρούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βρει, θα έχεις βρει, θα έχει βρει, θα έχουμε βρει, θα έχετε βρει, θα έχουν(ε) βρει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βρει, έχεις βρει, έχει βρει, έχουμε βρει, έχετε βρει, έχουν(ε) βρει
Υποτακτική
να έχω βρει, να έχεις βρει, να έχει βρει, να έχουμε βρει, να έχετε βρει, να έχουν(ε) βρει
Μετοχή
έχοντας βρει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βρει, είχες βρει, είχε βρει, είχαμε βρει, είχατε βρει, είχαν(ε) βρει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βρίσκομαι, βρίσκεσαι, βρίσκεται, βρισκόμαστε, βρίσκεστε, βρίσκονται
Υποτακτική
να βρίσκομαι, να βρίσκεσαι, να βρίσκεται, να βρισκόμαστε, να βρίσκεστε, να βρίσκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βρίσκεστε
Μετοχή
βρισκόμενος, βρισκόμενη, βρισκόμενο
Παρατατικός
Οριστική
βρισκόμουν, βρισκόσουν, βρισκόταν, βρισκόμαστε, βρισκόσαστε, βρίσκονταν
(& βρισκόμουνα, βρισκόσουνα, βρισκότανε,
βρισκόμασταν, βρισκόσασταν, βρισκόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
βρέθηκα, βρέθηκες, βρέθηκε, βρεθήκαμε, βρεθήκατε, βρέθηκαν (ή βρεθήκανε)
Υποτακτική
να βρεθώ, να βρεθείς, να βρεθεί, να βρεθούμε, να βρεθείτε, να βρεθούν (ή να βρεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: βρέσου – β΄ πληθυντικό: βρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρίσκομαι, θα βρίσκεσαι, θα βρίσκεται, θα βρισκόμαστε, θα βρίσκεστε, θα βρίσκονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρεθώ, θα βρεθείς, θα βρεθεί, θα βρεθούμε, θα βρεθείτε, θα βρεθούν (ή θα βρεθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βρεθεί, θα έχεις βρεθεί, θα έχει βρεθεί, θα έχουμε βρεθεί, θα έχετε βρεθεί, θα έχουν(ε) βρεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βρεθεί, έχεις βρεθεί, έχει βρεθεί, έχουμε βρεθεί, έχετε βρεθεί, έχουν(ε) βρεθεί
Υποτακτική
να έχω βρεθεί, να έχεις βρεθεί, να έχει βρεθεί, να έχουμε βρεθεί, να έχετε βρεθεί, να έχουν(ε) βρεθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βρεθεί, είχες βρεθεί, είχε βρεθεί, είχαμε βρεθεί, είχατε βρεθεί, είχαν(ε) βρεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βρίσκω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βρίσκω, βρίσκεις, βρίσκει, βρίσκουμε, βρίσκετε, βρίσκουν (ή βρίσκουνε)
να βρίσκω, να βρίσκεις, να βρίσκει, να βρίσκουμε, να βρίσκετε, να βρίσκουν (ή να βρίσκουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βρίσκε – β΄ πληθυντικό: βρίσκετε
Μετοχή
βρίσκοντας
Παρατατικός
Οριστική
έβρισκα, έβρισκες, έβρισκε, βρίσκαμε, βρίσκατε, έβρισκαν ή βρίσκανε
Αόριστος
Οριστική
βρήκα, βρήκες, βρήκε, βρήκαμε, βρήκατε, βρήκαν ή βρήκανε
να βρω, να βρεις, να βρει, να βρούμε, να βρείτε, να βρουν (ή να βρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βρες – β΄ πληθυντικό: βρείτε (ή βρέστε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρίσκω, θα βρίσκεις, θα βρίσκει, θα βρίσκουμε, θα βρίσκετε, θα βρίσκουν (ή θα βρίσκουνε)
Οριστική
θα βρω, θα βρεις, θα βρει, θα βρούμε, θα βρείτε, θα βρουν (ή θα βρούνε)
Οριστική
θα έχω βρει, θα έχεις βρει, θα έχει βρει, θα έχουμε βρει, θα έχετε βρει, θα έχουν(ε) βρει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βρει, έχεις βρει, έχει βρει, έχουμε βρει, έχετε βρει, έχουν(ε) βρει
να έχω βρει, να έχεις βρει, να έχει βρει, να έχουμε βρει, να έχετε βρει, να έχουν(ε) βρει
Μετοχή
έχοντας βρει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βρει, είχες βρει, είχε βρει, είχαμε βρει, είχατε βρει, είχαν(ε) βρει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βρίσκομαι, βρίσκεσαι, βρίσκεται, βρισκόμαστε, βρίσκεστε, βρίσκονται
να βρίσκομαι, να βρίσκεσαι, να βρίσκεται, να βρισκόμαστε, να βρίσκεστε, να βρίσκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βρίσκεστε
Μετοχή
βρισκόμενος, βρισκόμενη, βρισκόμενο
Παρατατικός
Οριστική
βρισκόμουν, βρισκόσουν, βρισκόταν, βρισκόμαστε, βρισκόσαστε, βρίσκονταν
Αόριστος
Οριστική
βρέθηκα, βρέθηκες, βρέθηκε, βρεθήκαμε, βρεθήκατε, βρέθηκαν (ή βρεθήκανε)
να βρεθώ, να βρεθείς, να βρεθεί, να βρεθούμε, να βρεθείτε, να βρεθούν (ή να βρεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: βρέσου – β΄ πληθυντικό: βρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρίσκομαι, θα βρίσκεσαι, θα βρίσκεται, θα βρισκόμαστε, θα βρίσκεστε, θα βρίσκονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βρεθώ, θα βρεθείς, θα βρεθεί, θα βρεθούμε, θα βρεθείτε, θα βρεθούν (ή θα βρεθούνε)
Οριστική
θα έχω βρεθεί, θα έχεις βρεθεί, θα έχει βρεθεί, θα έχουμε βρεθεί, θα έχετε βρεθεί, θα έχουν(ε) βρεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βρεθεί, έχεις βρεθεί, έχει βρεθεί, έχουμε βρεθεί, έχετε βρεθεί, έχουν(ε) βρεθεί
να έχω βρεθεί, να έχεις βρεθεί, να έχει βρεθεί, να έχουμε βρεθεί, να έχετε βρεθεί, να έχουν(ε) βρεθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βρεθεί, είχες βρεθεί, είχε βρεθεί, είχαμε βρεθεί, είχατε βρεθεί, είχαν(ε) βρεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου