Jeff Creation
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυπάμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
λυπάμαι & λυπούμαι, λυπάσαι, λυπάται, λυπόμαστε & λυπούμαστε, λυπάστε & λυπόσαστε, λυπούνται & λυπόνται
Υποτακτική
να λυπάμαι & να λυπούμαι, να λυπάσαι, να λυπάται, να λυπόμαστε & να λυπούμαστε, να λυπάστε & να λυπόσαστε, να λυπούνται & να λυπόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λυπάστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
λυπόμουν, λυπόσουν, λυπόταν, λυπόμαστε (ή λυπούμαστε), λυπόσαστε, λυπόνταν (ή λυπόντανε ή λυπούνταν)
(& λυπόμουνα, λυπόσουνα, λυπότανε, λυπόμασταν,
λυπόσασταν, λυπόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
λυπήθηκα, λυπήθηκες, λυπήθηκε, λυπηθήκαμε, λυπηθήκατε, λυπήθηκαν
Υποτακτική
να λυπηθώ, να λυπηθείς, να λυπηθεί, να λυπηθούμε, να λυπηθείτε, να λυπηθούν (ή να λυπηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λυπήσου – β΄ πληθυντικό: λυπηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυπάμαι & θα λυπούμαι, θα λυπάσαι, θα λυπάται, θα λυπόμαστε & θα λυπούμαστε, θα λυπάστε & θα λυπόσαστε, θα λυπούνται & θα λυπόνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυπηθώ, θα λυπηθείς, θα λυπηθεί, θα λυπηθούμε, θα λυπηθείτε, θα λυπηθούν (ή θα λυπηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λυπηθεί, θα έχεις λυπηθεί, θα έχει λυπηθεί, θα έχουμε λυπηθεί, θα έχετε λυπηθεί, θα έχουν(ε) λυπηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυπηθεί, έχεις λυπηθεί, έχει λυπηθεί, έχουμε λυπηθεί, έχετε λυπηθεί, έχουν(ε) λυπηθεί
Υποτακτική
να έχω λυπηθεί, να έχεις λυπηθεί, να έχει λυπηθεί, να έχουμε λυπηθεί, να έχετε λυπηθεί, να έχουν(ε) λυπηθεί
Μετοχή
λυπημένος, λυπημένη, λυπημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυπηθεί, είχες λυπηθεί, είχε λυπηθεί, είχαμε λυπηθεί, είχατε λυπηθεί, είχαν(ε) λυπηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυπάμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
λυπάμαι & λυπούμαι, λυπάσαι, λυπάται, λυπόμαστε & λυπούμαστε, λυπάστε & λυπόσαστε, λυπούνται & λυπόνται
να λυπάμαι & να λυπούμαι, να λυπάσαι, να λυπάται, να λυπόμαστε & να λυπούμαστε, να λυπάστε & να λυπόσαστε, να λυπούνται & να λυπόνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λυπάστε
Μετοχή
---
Οριστική
λυπόμουν, λυπόσουν, λυπόταν, λυπόμαστε (ή λυπούμαστε), λυπόσαστε, λυπόνταν (ή λυπόντανε ή λυπούνταν)
Αόριστος
Οριστική
λυπήθηκα, λυπήθηκες, λυπήθηκε, λυπηθήκαμε, λυπηθήκατε, λυπήθηκαν
να λυπηθώ, να λυπηθείς, να λυπηθεί, να λυπηθούμε, να λυπηθείτε, να λυπηθούν (ή να λυπηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λυπήσου – β΄ πληθυντικό: λυπηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυπάμαι & θα λυπούμαι, θα λυπάσαι, θα λυπάται, θα λυπόμαστε & θα λυπούμαστε, θα λυπάστε & θα λυπόσαστε, θα λυπούνται & θα λυπόνται
Οριστική
θα λυπηθώ, θα λυπηθείς, θα λυπηθεί, θα λυπηθούμε, θα λυπηθείτε, θα λυπηθούν (ή θα λυπηθούνε)
Οριστική
θα έχω λυπηθεί, θα έχεις λυπηθεί, θα έχει λυπηθεί, θα έχουμε λυπηθεί, θα έχετε λυπηθεί, θα έχουν(ε) λυπηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυπηθεί, έχεις λυπηθεί, έχει λυπηθεί, έχουμε λυπηθεί, έχετε λυπηθεί, έχουν(ε) λυπηθεί
να έχω λυπηθεί, να έχεις λυπηθεί, να έχει λυπηθεί, να έχουμε λυπηθεί, να έχετε λυπηθεί, να έχουν(ε) λυπηθεί
Μετοχή
λυπημένος, λυπημένη, λυπημένο
Οριστική
είχα λυπηθεί, είχες λυπηθεί, είχε λυπηθεί, είχαμε λυπηθεί, είχατε λυπηθεί, είχαν(ε) λυπηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου