Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξεχωρίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξεχωρίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Milo Serrano
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξεχωρίζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ξεχωρίζω, ξεχωρίζεις, ξεχωρίζει, ξεχωρίζουμε, ξεχωρίζετε, ξεχωρίζουν (ή ξεχωρίζουνε)
Υποτακτική
να ξεχωρίζω, να ξεχωρίζεις, να ξεχωρίζει, να ξεχωρίζουμε, να ξεχωρίζετε, να ξεχωρίζουν (ή να ξεχωρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ξεχώριζε – β΄ πληθυντικό: ξεχωρίζετε
Μετοχή
ξεχωρίζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ξεχώριζα, ξεχώριζες, ξεχώριζε, ξεχωρίζαμε, ξεχωρίζατε, ξεχώριζαν ή ξεχωρίζανε
 
Αόριστος
Οριστική
ξεχώρισα, ξεχώρισες, ξεχώρισε, ξεχωρίσαμε, ξεχωρίσατε, ξεχώρισαν ή ξεχωρίσανε
Υποτακτική
να ξεχωρίσω, να ξεχωρίσεις, να ξεχωρίσει, να ξεχωρίσουμε, να ξεχωρίσετε, να ξεχωρίσουν (ή να ξεχωρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ξεχώρισε – β΄ πληθυντικό: ξεχωρίστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ξεχωρίζω, θα ξεχωρίζεις, θα ξεχωρίζει, θα ξεχωρίζουμε, θα ξεχωρίζετε, θα ξεχωρίζουν (ή θα ξεχωρίζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ξεχωρίσω, θα ξεχωρίσεις, θα ξεχωρίσει, θα ξεχωρίσουμε, θα ξεχωρίσετε, θα ξεχωρίσουν (ή θα ξεχωρίσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ξεχωρίσει, θα έχεις ξεχωρίσει, θα έχει ξεχωρίσει, θα έχουμε ξεχωρίσει, θα έχετε ξεχωρίσει, θα έχουν(ε) ξεχωρίσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ξεχωρίσει, έχεις ξεχωρίσει, έχει ξεχωρίσει, έχουμε ξεχωρίσει, έχετε ξεχωρίσει,  έχουν(ε) ξεχωρίσει
Υποτακτική
να έχω ξεχωρίσει, να έχεις ξεχωρίσει, να έχει ξεχωρίσει, να έχουμε ξεχωρίσει, να έχετε ξεχωρίσει, να έχουν(ε) ξεχωρίσει
Μετοχή
έχοντας ξεχωρίσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ξεχωρίσει, είχες ξεχωρίσει, είχε ξεχωρίσει, είχαμε ξεχωρίσει, είχατε ξεχωρίσει, είχαν(ε) ξεχωρίσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ξεχωρίζομαι, ξεχωρίζεσαι, ξεχωρίζεται, ξεχωριζόμαστε, ξεχωρίζεστε, ξεχωρίζονται
Υποτακτική
να ξεχωρίζομαι, να ξεχωρίζεσαι, να ξεχωρίζεται, να ξεχωριζόμαστε, να ξεχωρίζεστε, να ξεχωρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ξεχωρίζεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ξεχωριζόμουν, ξεχωριζόσουν, ξεχωριζόταν, ξεχωριζόμαστε, ξεχωριζόσαστε, ξεχωρίζονταν
(& ξεχωριζόμουνα, ξεχωριζόσουνα, ξεχωριζότανε, ξεχωριζόμασταν, ξεχωριζόσασταν, ξεχωριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ξεχωρίστηκα, ξεχωρίστηκες, ξεχωρίστηκε, ξεχωριστήκαμε, ξεχωριστήκατε, ξεχωρίστηκαν ή ξεχωριστήκανε
& ξεχωρίσθηκα, ξεχωρίσθηκες, ξεχωρίσθηκε, ξεχωρισθήκαμε, ξεχωρισθήκατε, ξεχωρίσθηκαν ή ξεχωρισθήκανε
Υποτακτική
να ξεχωριστώ, να ξεχωριστείς, να ξεχωριστεί, να ξεχωριστούμε, να ξεχωριστείτε, να ξεχωριστούν ή να ξεχωριστούνε
& να ξεχωρισθώ, να ξεχωρισθείς, να ξεχωρισθεί, να ξεχωρισθούμε, να ξεχωρισθείτε, να ξεχωρισθούν ή να ξεχωρισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ξεχωρίσου – β΄ πληθυντικό: ξεχωριστείτε / ξεχωρισθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ξεχωρίζομαι, θα ξεχωρίζεσαι, θα ξεχωρίζεται, θα ξεχωριζόμαστε, θα ξεχωρίζεστε, θα ξεχωρίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ξεχωριστώ, θα ξεχωριστείς, θα ξεχωριστεί, θα ξεχωριστούμε, θα ξεχωριστείτε, θα ξεχωριστούν ή θα ξεχωριστούνε
& θα ξεχωρισθώ, θα ξεχωρισθείς, θα ξεχωρισθεί, θα ξεχωρισθούμε, θα ξεχωρισθείτε, θα ξεχωρισθούν ή θα ξεχωρισθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ξεχωριστεί, θα έχεις ξεχωριστεί, θα έχει ξεχωριστεί, θα έχουμε ξεχωριστεί, θα έχετε ξεχωριστεί, θα έχουν(ε) ξεχωριστεί
& θα έχω ξεχωρισθεί, θα έχεις ξεχωρισθεί, θα έχει ξεχωρισθεί, θα έχουμε ξεχωρισθεί, θα έχετε ξεχωρισθεί, θα έχουν(ε) ξεχωρισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ξεχωριστεί, έχεις ξεχωριστεί, έχει ξεχωριστεί, έχουμε ξεχωριστεί, έχετε ξεχωριστεί, έχουν(ε) ξεχωριστεί
& έχω ξεχωρισθεί, έχεις ξεχωρισθεί, έχει ξεχωρισθεί, έχουμε ξεχωρισθεί, έχετε ξεχωρισθεί, έχουν(ε) ξεχωρισθεί
Υποτακτική
να έχω ξεχωριστεί, να έχεις ξεχωριστεί, να έχει ξεχωριστεί, να έχουμε ξεχωριστεί, να έχετε ξεχωριστεί, να έχουν(ε) ξεχωριστεί
& να έχω ξεχωρισθεί, να έχεις ξεχωρισθεί, να έχει ξεχωρισθεί, να έχουμε ξεχωρισθεί, να έχετε ξεχωρισθεί, να έχουν(ε) ξεχωρισθεί
Μετοχή
ξεχωρισμένος, ξεχωρισμένη, ξεχωρισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ξεχωριστεί, είχες ξεχωριστεί, είχε ξεχωριστεί, είχαμε ξεχωριστεί, είχατε ξεχωριστεί, είχαν(ε) ξεχωριστεί
& είχα ξεχωρισθεί, είχες ξεχωρισθεί, είχε ξεχωρισθεί, είχαμε ξεχωρισθεί, είχατε ξεχωρισθεί, είχαν(ε) ξεχωρισθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...