Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων «οικειοποιούμαι – ιδιοποιούμαι – σφετερίζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων «οικειοποιούμαι – ιδιοποιούμαι – σφετερίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sharon Johnstone
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων «οικειοποιούμαι – ιδιοποιούμαι – σφετερίζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
οικειοποιούμαι, οικειοποιείσαι, οικειοποιείται, οικειοποιούμαστε, οικειοποιείστε, οικειοποιούνται
Υποτακτική
να οικειοποιούμαι, να οικειοποιείσαι, να οικειοποιείται, να οικειοποιούμαστε, να οικειοποιείστε, να οικειοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: οικειοποιείστε
Μετοχή
οικειοποιούμενος, οικειοποιούμενη, οικειοποιούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
οικειοποιούμουν, οικειοποιούσουν, οικειοποιούταν, οικειοποιούμαστε ή οικειοποιούμασταν, οικειοποιούσαστε, οικειοποιούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
οικειοποιήθηκα, οικειοποιήθηκες, οικειοποιήθηκε, οικειοποιηθήκαμε, οικειοποιηθήκατε, οικειοποιήθηκαν ή οικειοποιηθήκανε
Υποτακτική
να οικειοποιηθώ, να οικειοποιηθείς, να οικειοποιηθεί, να οικειοποιηθούμε, να οικειοποιηθείτε, να οικειοποιηθούν ή να οικειοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: οικειοποιήσου β΄ πληθυντικό: οικειοποιηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα οικειοποιούμαι, θα οικειοποιείσαι, θα οικειοποιείται, θα οικειοποιούμαστε, θα οικειοποιείστε, θα οικειοποιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα οικειοποιηθώ, θα οικειοποιηθείς, θα οικειοποιηθεί, θα οικειοποιηθούμε, θα οικειοποιηθείτε, θα οικειοποιηθούν ή θα οικειοποιηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω οικειοποιηθεί, θα έχεις οικειοποιηθεί, θα έχει οικειοποιηθεί, θα έχουμε οικειοποιηθεί, θα έχετε οικειοποιηθεί, θα έχουν(ε) οικειοποιηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω οικειοποιηθεί, έχεις οικειοποιηθεί, έχει οικειοποιηθεί, έχουμε οικειοποιηθεί, έχετε οικειοποιηθεί, έχουν(ε) οικειοποιηθεί
Υποτακτική
να έχω οικειοποιηθεί, να έχεις οικειοποιηθεί, να έχει οικειοποιηθεί, να έχουμε οικειοποιηθεί, να έχετε οικειοποιηθεί, να έχουν(ε) οικειοποιηθεί
Μετοχή
οικειοποιημένος, οικειοποιημένη, οικειοποιημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα οικειοποιηθεί, είχες οικειοποιηθεί, είχε οικειοποιηθεί, είχαμε οικειοποιηθεί, είχατε οικειοποιηθεί, είχαν(ε) οικειοποιηθεί
 
------------------------------
 
Ενεστώτας
Οριστική
ιδιοποιούμαι, ιδιοποιείσαι, ιδιοποιείται, ιδιοποιούμαστε, ιδιοποιείστε, ιδιοποιούνται
Υποτακτική
να ιδιοποιούμαι, να ιδιοποιείσαι, να ιδιοποιείται, να ιδιοποιούμαστε, να ιδιοποιείστε, να ιδιοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ιδιοποιείστε
Μετοχή
ιδιοποιούμενος, ιδιοποιούμενη, ιδιοποιούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ιδιοποιούμουν, ιδιοποιούσουν, ιδιοποιούταν, ιδιοποιούμαστε ή ιδιοποιούμασταν, ιδιοποιούσαστε ή ιδιοποιούσασταν, ιδιοποιούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
ιδιοποιήθηκα, ιδιοποιήθηκες, ιδιοποιήθηκε, ιδιοποιηθήκαμε, ιδιοποιηθήκατε, ιδιοποιήθηκαν ή ιδιοποιηθήκανε
Υποτακτική
να ιδιοποιηθώ, να ιδιοποιηθείς, να ιδιοποιηθεί, να ιδιοποιηθούμε, να ιδιοποιηθείτε, να ιδιοποιηθούν ή να ιδιοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ιδιοποιήσου – β΄ πληθυντικό: ιδιοποιηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιοποιούμαι, θα ιδιοποιείσαι, θα ιδιοποιείται, θα ιδιοποιούμαστε, θα ιδιοποιείστε, θα ιδιοποιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδιοποιηθώ, θα ιδιοποιηθείς, θα ιδιοποιηθεί, θα ιδιοποιηθούμε, θα ιδιοποιηθείτε, θα ιδιοποιηθούν ή θα ιδιοποιηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδιοποιηθεί, θα έχεις ιδιοποιηθεί, θα έχει ιδιοποιηθεί, θα έχουμε ιδιοποιηθεί, θα έχετε ιδιοποιηθεί, θα έχουν(ε) ιδιοποιηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδιοποιηθεί, έχεις ιδιοποιηθεί, έχει ιδιοποιηθεί, έχουμε ιδιοποιηθεί, έχετε ιδιοποιηθεί, έχουν(ε) ιδιοποιηθεί
Υποτακτική
να έχω ιδιοποιηθεί, να έχεις ιδιοποιηθεί, να έχει ιδιοποιηθεί, να έχουμε ιδιοποιηθεί, να έχετε ιδιοποιηθεί, να έχουν(ε) ιδιοποιηθεί
Μετοχή
ιδιοποιημένος, ιδιοποιημένη, ιδιοποιημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδιοποιηθεί, είχες ιδιοποιηθεί, είχε ιδιοποιηθεί, είχαμε ιδιοποιηθεί, είχατε ιδιοποιηθεί, είχαν(ε) ιδιοποιηθεί
 
------------------------------------------
 
Ενεστώτας
Οριστική
σφετερίζομαι, σφετερίζεσαι, σφετερίζεται, σφετεριζόμαστε, σφετερίζεστε, σφετερίζονται
Υποτακτική
να σφετερίζομαι, να σφετερίζεσαι, να σφετερίζεται, να σφετεριζόμαστε, να σφετερίζεστε, να σφετερίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σφετερίζεστε
Μετοχή
σφετεριζόμενος, σφετεριζόμενη, σφετεριζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
σφετεριζόμουν, σφετεριζόσουν, σφετεριζόταν, σφετεριζόμαστε, σφετεριζόσαστε, σφετερίζονταν
(& σφετεριζόμουνα, σφετεριζόσουνα, σφετεριζότανε, σφετεριζόμασταν, σφετεριζόσασταν, σφετεριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
σφετερίστηκα, σφετερίστηκες, σφετερίστηκε, σφετεριστήκαμε, σφετεριστήκατε, σφετερίστηκαν ή σφετεριστήκανε
& σφετερίσθηκα, σφετερίσθηκες, σφετερίσθηκε, σφετερισθήκαμε, σφετερισθήκατε, σφετερίσθηκαν ή σφετερισθήκανε
Υποτακτική
να σφετεριστώ, να σφετεριστείς, να σφετεριστεί, να σφετεριστούμε, να σφετεριστείτε, να σφετεριστούν ή να σφετεριστούνε
& να σφετερισθώ, να σφετερισθείς, να σφετερισθεί, να σφετερισθούμε, να σφετερισθείτε, να σφετερισθούν ή να σφετερισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: σφετερίσου – β΄ πληθυντικό: σφετεριστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σφετερίζομαι, θα σφετερίζεσαι, θα σφετερίζεται, θα σφετεριζόμαστε, θα σφετερίζεστε, θα σφετερίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σφετεριστώ, θα σφετεριστείς, θα σφετεριστεί, θα σφετεριστούμε, θα σφετεριστείτε, θα σφετεριστούν ή θα σφετεριστούνε
& θα σφετερισθώ, θα σφετερισθείς, θα σφετερισθεί, θα σφετερισθούμε, θα σφετερισθείτε, θα σφετερισθούν ή θα σφετερισθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σφετεριστεί, θα έχεις σφετεριστεί, θα έχει σφετεριστεί, θα έχουμε σφετεριστεί, θα έχετε σφετεριστεί, θα έχουν(ε) σφετεριστεί
& θα έχω σφετερισθεί, θα έχεις σφετερισθεί, θα έχει σφετερισθεί, θα έχουμε σφετερισθεί, θα έχετε σφετερισθεί, θα έχουν(ε) σφετερισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σφετεριστεί, έχεις σφετεριστεί, έχει σφετεριστεί, έχουμε σφετεριστεί, έχετε σφετεριστεί, έχουν(ε) σφετεριστεί
& έχω σφετερισθεί, έχεις σφετερισθεί, έχει σφετερισθεί, έχουμε σφετερισθεί, έχετε σφετερισθεί, έχουν(ε) σφετερισθεί
Υποτακτική
να έχω σφετεριστεί, να έχεις σφετεριστεί, να έχει σφετεριστεί, να έχουμε σφετεριστεί, να έχετε σφετεριστεί, να έχουν(ε) σφετεριστεί
& να έχω σφετερισθεί, να έχεις σφετερισθεί, να έχει σφετερισθεί, να έχουμε σφετερισθεί, να έχετε σφετερισθεί, να έχουν(ε) σφετερισθεί
Μετοχή
σφετερισμένος, σφετερισμένη, σφετερισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σφετεριστεί, είχες σφετεριστεί, είχε σφετεριστεί, είχαμε σφετεριστεί, είχατε σφετεριστεί, είχαν(ε) σφετεριστεί
 
Σημείωση: ιδιοποιούμαι – οικειοποιούμαι – σφετερίζομαι. Τα τρία αυτά λόγια ρήματα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία των ρημάτων που είναι συνώνυμα του κλέβω, διαφέρουν όμως ως προς τις επί μέρους αποχρώσεις και την αναφορά. Ωστόσο, και τα τρία δηλώνουν τη γενική σημασία «αποκτώ ή κάνω δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει».
Ειδικότερα, τα ρήματα ιδιοποιούμαι και οικειοποιούμαι, όπως και τα αντίστοιχα ουσιαστικά ιδιοποίηση και οικειοποίηση, δηλώνουν ότι κάποιος με αθέμιτο, παράνομο και ύπουλο τρόπο επιδιώκει να αποκτήσει κάτι που δεν του ανήκει. Συνήθως οι λέξεις αυτές δεν εστιάζουν τόσο στην αρπαγή ξένων αγαθών (όπως π.χ. οι λέξεις κλέβω, ληστεύω) ή στη μεθόδευσή της (όπως π.χ. οι λέξεις υφαρπάζω, υποκλέπτω), αλλά στον τελικό στόχο, που είναι να παρουσιάσει κάποιος σαν δικό του κάτι που ανήκει σε άλλον και να εξασφαλίσει την αναγνώριση του επιτεύγματος χωρίς το στίγμα της κλοπής. Για τον λόγο αυτό δεν αναφέρονται πάντοτε σε υλικά αγαθά. Παραδείγματα: Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (Ποινικός Κώδικας) – Κατήγγειλε τη νεολαία του κόμματος ότι ιδιοποιείται τη σημαία και τα συνθήματα του Πολυτεχνείου – Καταγγελίες για ιδιοποίηση κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγός λεωφορείου οικειοποιήθηκε 8.000 ευρώ εκδίδοντας πλαστά εισιτήρια.
Πιο περιορισμένη είναι η αναφορά του ρήματος σφετερίζομαι, καθώς και του παράγωγου ουσιαστικού σφετερισμός. Οι λέξεις αυτές υπογραμμίζουν περισσότερο την αθέμιτη και παράνομη οικειοποίηση θέσης, τίτλου, αξιώματος κ.ά., χωρίς να αναφέρονται ποτέ σε αρπαγή υλικών πραγμάτων και αγαθών. Παραδείγματα: Ο Ιωάννης Τσιμισκής σφετερίστηκε τον θρόνο του Βυζαντίου, ανατρέποντας τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά – Ομάδα συντακτών κατηγορήθηκε ότι σφετερίστηκε τον τίτλο της εφημερίδας – «Η πράξη αυτή αποτελεί σφετερισμό της ελληνικής ιστορίας» είπε ο βουλευτής…
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...