Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεννάω - γεννώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεννάω - γεννώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gerrit van Honthorst
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεννάω - γεννώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεννώ, γεννάς, γεννά, γεννούμε, γεννάτε, γεννούν ή γεννούνε
& γεννάω, γεννάς, γεννάει, γεννάμε, γεννάτε, γεννάνε
Υποτακτική
να γεννώ, να γεννάς, να γεννά, να γεννούμε, να γεννάτε, να γεννούν ή να γεννούνε
& να γεννάω, να γεννάς, να γεννάει, να γεννάμε, να γεννάτε, να γεννάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: γέννα – β΄ πληθυντικό: γεννάτε
Μετοχή
γεννώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
γεννούσα, γεννούσες, γεννούσε, γεννούσαμε, γεννούσατε, γεννούσαν (ή γεννούσανε)
& γένναγα, γένναγες, γένναγε, γεννάγαμε, γεννάγατε, γένναγαν (ή γεννάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
γέννησα, γέννησες, γέννησε, γεννήσαμε, γεννήσατε, γέννησαν (ή γεννήσανε)
Υποτακτική
να γεννήσω, να γεννήσεις, να γεννήσει, να γεννήσουμε, να γεννήσετε, να γεννήσουν (ή να γεννήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γέννησε – β΄ πληθυντικό: γεννήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γεννώ, θα γεννάς, θα γεννά, θα γεννούμε, θα γεννάτε, θα γεννούν ή θα γεννούνε
& θα γεννάω, θα γεννάς, θα γεννάει, θα γεννάμε, θα γεννάτε, θα γεννάνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γεννήσω, θα γεννήσεις, θα γεννήσει, θα γεννήσουμε, θα γεννήσετε, θα γεννήσουν (ή θα γεννήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γεννήσει, θα έχεις γεννήσει, θα έχει γεννήσει, θα έχουμε γεννήσει, θα έχετε γεννήσει, θα έχουν(ε) γεννήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γεννήσει, έχεις γεννήσει, έχει γεννήσει, έχουμε γεννήσει, έχετε γεννήσει, έχουν(ε) γεννήσει
Υποτακτική
να έχω γεννήσει, να έχεις γεννήσει, να έχει γεννήσει, να έχουμε γεννήσει, να έχετε γεννήσει, να έχουν(ε) γεννήσει
Μετοχή
έχοντας γεννήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γεννήσει, είχες γεννήσει, είχε γεννήσει, είχαμε γεννήσει, είχατε γεννήσει, είχαν/είχανε γεννήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γεννιέμαι, γεννιέσαι, γεννιέται, γεννιόμαστε, γεννιέστε, γεννιούνται
Υποτακτική
να γεννιέμαι, να γεννιέσαι, να γεννιέται, να γεννιόμαστε, να γεννιέστε, να γεννιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γεννιέστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
γεννιόμουν, γεννιόσουν, γεννιόταν, γεννιόμαστε, γεννιόσαστε, γεννιόνταν ή γεννιούνταν
& γεννιόμουνα, γεννιόσουνα, γεννιότανε, γεννιόμασταν, γεννιόσασταν, γεννιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
γεννήθηκα, γεννήθηκες, γεννήθηκε, γεννηθήκαμε, γεννηθήκατε, γεννήθηκαν (ή γεννηθήκανε)
Υποτακτική
να γεννηθώ, να γεννηθείς, να γεννηθεί, να γεννηθούμε, να γεννηθείτε, να γεννηθούν (ή να γεννηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: γεννήσου – β΄ πληθυντικό: γεννηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γεννιέμαι, θα γεννιέσαι, θα γεννιέται, θα γεννιόμαστε, θα γεννιέστε, θα γεννιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γεννηθώ, θα γεννηθείς, θα γεννηθεί, θα γεννηθούμε, θα γεννηθείτε, θα γεννηθούν (ή θα γεννηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γεννηθεί, θα έχεις γεννηθεί, θα έχει γεννηθεί, θα έχουμε γεννηθεί, θα έχετε γεννηθεί, θα έχουν(ε) γεννηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γεννηθεί, έχεις γεννηθεί, έχει γεννηθεί, έχουμε γεννηθεί, έχετε γεννηθεί, έχουν(ε) γεννηθεί
Υποτακτική
να έχω γεννηθεί, να έχεις γεννηθεί, να έχει γεννηθεί, να έχουμε γεννηθεί, να έχετε γεννηθεί, να έχουν(ε) γεννηθεί
Μετοχή
γεννημένος, γεννημένη, γεννημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γεννηθεί, είχες γεννηθεί, είχε γεννηθεί, είχαμε γεννηθεί, είχατε γεννηθεί, είχαν(ε) γεννηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...