Patrick Compagnucci
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύουμε, κινδυνεύετε, κινδυνεύουν (ή κινδυνεύουνε)
να κινδυνεύω, να κινδυνεύεις, να κινδυνεύει, να κινδυνεύουμε, να κινδυνεύετε, να κινδυνεύουν (ή να κινδυνεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κινδύνευε – β΄ πληθυντικό: κινδυνεύετε
Μετοχή
κινδυνεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
κινδύνευα, κινδύνευες, κινδύνευε, κινδυνεύαμε, κινδυνεύατε, κινδύνευαν ή κινδυνεύανε
Αόριστος
Οριστική
κινδύνευσα, κινδύνευσες, κινδύνευσε, κινδυνεύσαμε, κινδυνεύσατε, κινδύνευσαν ή κινδυνεύσανε
να κινδυνεύσω, να κινδυνεύσεις, να κινδυνεύσει, να κινδυνεύσουμε, να κινδυνεύσετε, να κινδυνεύσουν (ή να κινδυνεύσουνε)
& να κινδυνέψω, να κινδυνέψεις, να κινδυνέψει, να κινδυνέψουμε, να κινδυνέψετε, να κινδυνέψουν (ή να κινδυνέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κινδύνεψε / κινδύνευσε – β΄ πληθυντικό: κινδυνέψτε / κινδυνεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κινδυνεύω, θα κινδυνεύεις, θα κινδυνεύει, θα κινδυνεύουμε, θα κινδυνεύετε, θα κινδυνεύουν (ή θα κινδυνεύουνε)
Οριστική
θα κινδυνεύσω, θα κινδυνεύσεις, θα κινδυνεύσει, θα κινδυνεύσουμε, θα κινδυνεύσετε, θα κινδυνεύσουν (ή θα κινδυνεύσουνε)
Οριστική
θα έχω κινδυνεύσει, θα έχεις κινδυνεύσει, θα έχει κινδυνεύσει, θα έχουμε κινδυνεύσει, θα έχετε κινδυνεύσει, θα έχουν(ε) κινδυνεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κινδυνεύσει, έχεις κινδυνεύσει, έχει κινδυνεύσει, έχουμε κινδυνεύσει, έχετε κινδυνεύσει, έχουν(ε) κινδυνεύσει
να έχω κινδυνεύσει, να έχεις κινδυνεύσει, να έχει κινδυνεύσει, να έχουμε κινδυνεύσει, να έχετε κινδυνεύσει, να έχουν(ε) κινδυνεύσει
& να έχω κινδυνέψει, να έχεις κινδυνέψει, να έχει κινδυνέψει, να έχουμε κινδυνέψει, να έχετε κινδυνέψει, να έχουν(ε) κινδυνέψει
Μετοχή
έχοντας κινδυνεύσει & έχοντας κινδυνέψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κινδυνεύσει, είχες κινδυνεύσει, είχε κινδυνεύσει, είχαμε κινδυνεύσει, είχατε κινδυνεύσει, είχαν(ε) κινδυνεύσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου