Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Patrick Compagnucci

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύουμε, κινδυνεύετε, κινδυνεύουν (ή κινδυνεύουνε)
Υποτακτική
να κινδυνεύω, να κινδυνεύεις, να κινδυνεύει, να κινδυνεύουμε, να κινδυνεύετε, να κινδυνεύουν (ή να κινδυνεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κινδύνευε – β΄ πληθυντικό: κινδυνεύετε
Μετοχή
κινδυνεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κινδύνευα, κινδύνευες, κινδύνευε, κινδυνεύαμε, κινδυνεύατε, κινδύνευαν ή κινδυνεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
κινδύνευσα, κινδύνευσες, κινδύνευσε, κινδυνεύσαμε, κινδυνεύσατε, κινδύνευσαν ή κινδυνεύσανε
& κινδύνεψα, κινδύνεψες, κινδύνεψε, κινδυνέψαμε, κινδυνέψατε, κινδύνεψαν ή κινδυνέψανε
Υποτακτική
να κινδυνεύσω, να κινδυνεύσεις, να κινδυνεύσει, να κινδυνεύσουμε, να κινδυνεύσετε, να κινδυνεύσουν (ή να κινδυνεύσουνε)
& να κινδυνέψω, να κινδυνέψεις, να κινδυνέψει, να κινδυνέψουμε, να κινδυνέψετε, να κινδυνέψουν (ή να κινδυνέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κινδύνεψε / κινδύνευσε – β΄ πληθυντικό: κινδυνέψτε / κινδυνεύστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κινδυνεύω, θα κινδυνεύεις, θα κινδυνεύει, θα κινδυνεύουμε, θα κινδυνεύετε, θα κινδυνεύουν (ή θα κινδυνεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κινδυνεύσω, θα κινδυνεύσεις, θα κινδυνεύσει, θα κινδυνεύσουμε, θα κινδυνεύσετε, θα κινδυνεύσουν (ή θα κινδυνεύσουνε)
& θα κινδυνέψω, θα κινδυνέψεις, θα κινδυνέψει, θα κινδυνέψουμε, θα κινδυνέψετε, θα κινδυνέψουν (ή θα κινδυνέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κινδυνεύσει, θα έχεις κινδυνεύσει, θα έχει κινδυνεύσει, θα έχουμε κινδυνεύσει, θα έχετε κινδυνεύσει, θα έχουν(ε) κινδυνεύσει
& θα έχω κινδυνέψει, θα έχεις κινδυνέψει, θα έχει κινδυνέψει, θα έχουμε κινδυνέψει, θα έχετε κινδυνέψει, θα έχουν(ε) κινδυνέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κινδυνεύσει, έχεις κινδυνεύσει, έχει κινδυνεύσει, έχουμε κινδυνεύσει, έχετε κινδυνεύσει, έχουν(ε) κινδυνεύσει
& έχω κινδυνέψει, έχεις κινδυνέψει, έχει κινδυνέψει, έχουμε κινδυνέψει, έχετε κινδυνέψει, έχουν(ε) κινδυνέψει
Υποτακτική
να έχω κινδυνεύσει, να έχεις κινδυνεύσει, να έχει κινδυνεύσει, να έχουμε κινδυνεύσει, να έχετε κινδυνεύσει, να έχουν(ε) κινδυνεύσει
& να έχω κινδυνέψει, να έχεις κινδυνέψει, να έχει κινδυνέψει, να έχουμε κινδυνέψει, να έχετε κινδυνέψει, να έχουν(ε) κινδυνέψει
Μετοχή
έχοντας κινδυνεύσει & έχοντας κινδυνέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κινδυνεύσει, είχες κινδυνεύσει, είχε κινδυνεύσει, είχαμε κινδυνεύσει, είχατε κινδυνεύσει, είχαν(ε) κινδυνεύσει
& είχα κινδυνέψει, είχες κινδυνέψει, είχε κινδυνέψει, είχαμε κινδυνέψει, είχατε κινδυνέψει, είχαν(ε) κινδυνέψει
 
Σημείωση: Το ρήμα κινδυνεύω παρουσιάζει αμφιταλάντευση και σχηματίζει τους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής τόσο με τα λόγια επιθήματα -εύσω, -ευσα (κινδυνεύσω, κινδύνευσα) όσο και με τα λαϊκά επιθήματα -έψω, -εψα (κινδυνέψω, κινδύνεψα).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...