Attributed to Domenico
Maria Canuti
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «περιποιούμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
περιποιούμαι, περιποιείσαι, περιποιείται, περιποιούμαστε, περιποιείστε, περιποιούνται
Υποτακτική
να περιποιούμαι, να περιποιείσαι, να περιποιείται, να περιποιούμαστε, να περιποιείστε, να περιποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: περιποιείστε
Μετοχή
περιποιούμενος, περιποιούμενη, περιποιούμενο
Παρατατικός
Οριστική
περιποιούμουν, περιποιούσουν, περιποιούταν, περιποιούμαστε, περιποιούσαστε, περιποιούνταν
& περιποιούμουνα, περιποιούσουνα, περιποιούτανε,
περιποιούμασταν, περιποιούσασταν, περιποιούνταν
& περιποιόμουν, περιποιόσουν, περιποιόταν, περιποιόμασταν, περιποιόσασταν, περιποιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
περιποιήθηκα, περιποιήθηκες, περιποιήθηκε, περιποιηθήκαμε, περιποιηθήκατε, περιποιήθηκαν ή περιποιηθήκανε
Υποτακτική
να περιποιηθώ, να περιποιηθείς, να περιποιηθεί, να περιποιηθούμε, να περιποιηθείτε, να περιποιηθούν ή να περιποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: περιποιήσου β΄ πληθυντικό: περιποιηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα περιποιούμαι, θα περιποιείσαι, θα περιποιείται, θα περιποιούμαστε, θα περιποιείστε, θα περιποιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα περιποιηθώ, θα περιποιηθείς, θα περιποιηθεί, θα περιποιηθούμε, θα περιποιηθείτε, θα περιποιηθούν ή θα περιποιηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω περιποιηθεί, θα έχεις περιποιηθεί, θα έχει περιποιηθεί, θα έχουμε περιποιηθεί, θα έχετε περιποιηθεί, θα έχουν(ε) περιποιηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω περιποιηθεί, έχεις περιποιηθεί, έχει περιποιηθεί, έχουμε περιποιηθεί, έχετε περιποιηθεί, έχουν(ε) περιποιηθεί
Υποτακτική
να έχω περιποιηθεί, να έχεις περιποιηθεί, να έχει περιποιηθεί, να έχουμε περιποιηθεί, να έχετε περιποιηθεί, να έχουν(ε) περιποιηθεί
Μετοχή
περιποιημένος, περιποιημένη, περιποιημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα περιποιηθεί, είχες περιποιηθεί, είχε περιποιηθεί, είχαμε περιποιηθεί, είχατε περιποιηθεί, είχαν(ε) περιποιηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «περιποιούμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
περιποιούμαι, περιποιείσαι, περιποιείται, περιποιούμαστε, περιποιείστε, περιποιούνται
να περιποιούμαι, να περιποιείσαι, να περιποιείται, να περιποιούμαστε, να περιποιείστε, να περιποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: περιποιείστε
Μετοχή
περιποιούμενος, περιποιούμενη, περιποιούμενο
Παρατατικός
Οριστική
περιποιούμουν, περιποιούσουν, περιποιούταν, περιποιούμαστε, περιποιούσαστε, περιποιούνταν
& περιποιόμουν, περιποιόσουν, περιποιόταν, περιποιόμασταν, περιποιόσασταν, περιποιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
περιποιήθηκα, περιποιήθηκες, περιποιήθηκε, περιποιηθήκαμε, περιποιηθήκατε, περιποιήθηκαν ή περιποιηθήκανε
να περιποιηθώ, να περιποιηθείς, να περιποιηθεί, να περιποιηθούμε, να περιποιηθείτε, να περιποιηθούν ή να περιποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: περιποιήσου β΄ πληθυντικό: περιποιηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα περιποιούμαι, θα περιποιείσαι, θα περιποιείται, θα περιποιούμαστε, θα περιποιείστε, θα περιποιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα περιποιηθώ, θα περιποιηθείς, θα περιποιηθεί, θα περιποιηθούμε, θα περιποιηθείτε, θα περιποιηθούν ή θα περιποιηθούνε
Οριστική
θα έχω περιποιηθεί, θα έχεις περιποιηθεί, θα έχει περιποιηθεί, θα έχουμε περιποιηθεί, θα έχετε περιποιηθεί, θα έχουν(ε) περιποιηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω περιποιηθεί, έχεις περιποιηθεί, έχει περιποιηθεί, έχουμε περιποιηθεί, έχετε περιποιηθεί, έχουν(ε) περιποιηθεί
να έχω περιποιηθεί, να έχεις περιποιηθεί, να έχει περιποιηθεί, να έχουμε περιποιηθεί, να έχετε περιποιηθεί, να έχουν(ε) περιποιηθεί
Μετοχή
περιποιημένος, περιποιημένη, περιποιημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα περιποιηθεί, είχες περιποιηθεί, είχε περιποιηθεί, είχαμε περιποιηθεί, είχατε περιποιηθεί, είχαν(ε) περιποιηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου