Wassily Kandinsky
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζωγραφίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζωγραφίζω, ζωγραφίζεις, ζωγραφίζει, ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζετε, ζωγραφίζουν (ή ζωγραφίζουνε)
Υποτακτική
να ζωγραφίζω, να ζωγραφίζεις, να ζωγραφίζει, να ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζετε, να ζωγραφίζουν (ή να ζωγραφίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζωγράφιζε – β΄ πληθυντικό: ζωγραφίζετε
Μετοχή
ζωγραφίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ζωγράφιζα, ζωγράφιζες, ζωγράφιζε, ζωγραφίζαμε, ζωγραφίζατε, ζωγράφιζαν ή ζωγραφίζανε
Αόριστος
Οριστική
ζωγράφισα, ζωγράφισες, ζωγράφισε, ζωγραφίσαμε, ζωγραφίσατε, ζωγράφισαν ή ζωγραφίσανε
Υποτακτική
να ζωγραφίσω, να ζωγραφίσεις, να ζωγραφίσει, να ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσετε, να ζωγραφίσουν (ή να ζωγραφίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζωγράφισε – β΄ πληθυντικό: ζωγραφίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφίζω, θα ζωγραφίζεις, θα ζωγραφίζει, θα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζετε, θα ζωγραφίζουν (ή θα ζωγραφίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφίσω, θα ζωγραφίσεις, θα ζωγραφίσει, θα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίσετε, θα ζωγραφίσουν (ή θα ζωγραφίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζωγραφίσει, θα έχεις ζωγραφίσει, θα έχει ζωγραφίσει, θα έχουμε ζωγραφίσει, θα έχετε ζωγραφίσει, θα έχουν(ε) ζωγραφίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζωγραφίσει, έχεις ζωγραφίσει, έχει ζωγραφίσει, έχουμε ζωγραφίσει, έχετε ζωγραφίσει, έχουν(ε) ζωγραφίσει
Υποτακτική
να έχω ζωγραφίσει, να έχεις ζωγραφίσει, να έχει ζωγραφίσει, να έχουμε ζωγραφίσει, να έχετε ζωγραφίσει, να έχουν(ε) ζωγραφίσει
Μετοχή
έχοντας ζωγραφίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζωγραφίσει, είχες ζωγραφίσει, είχε ζωγραφίσει, είχαμε ζωγραφίσει, είχατε ζωγραφίσει, είχαν(ε) ζωγραφίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζωγραφίζομαι, ζωγραφίζεσαι, ζωγραφίζεται, ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφίζεστε, ζωγραφίζονται
Υποτακτική
να ζωγραφίζομαι, να ζωγραφίζεσαι, να ζωγραφίζεται, να ζωγραφιζόμαστε, να ζωγραφίζεστε, να ζωγραφίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζωγραφίζεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ζωγραφιζόμουν, ζωγραφιζόσουν, ζωγραφιζόταν, ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφίζονταν
(& ζωγραφιζόμουνα, ζωγραφιζόσουνα, ζωγραφιζότανε,
ζωγραφιζόμασταν, ζωγραφιζόσασταν, ζωγραφιζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
ζωγραφίστηκα, ζωγραφίστηκες, ζωγραφίστηκε, ζωγραφιστήκαμε, ζωγραφιστήκατε, ζωγραφίστηκαν ή ζωγραφιστήκανε
Υποτακτική
να ζωγραφιστώ, να ζωγραφιστείς, να ζωγραφιστεί, να ζωγραφιστούμε, να ζωγραφιστείτε, να ζωγραφιστούν ή να ζωγραφιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ζωγραφίσου – β΄ πληθυντικό: ζωγραφιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφίζομαι, θα ζωγραφίζεσαι, θα ζωγραφίζεται, θα ζωγραφιζόμαστε, θα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφιστώ, θα ζωγραφιστείς, θα ζωγραφιστεί, θα ζωγραφιστούμε, θα ζωγραφιστείτε, θα ζωγραφιστούν ή θα ζωγραφιστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζωγραφιστεί, θα έχεις ζωγραφιστεί, θα έχει ζωγραφιστεί, θα έχουμε ζωγραφιστεί, θα έχετε ζωγραφιστεί, θα έχουν(ε) ζωγραφιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζωγραφιστεί, έχεις ζωγραφιστεί, έχει ζωγραφιστεί, έχουμε ζωγραφιστεί, έχετε ζωγραφιστεί, έχουν(ε) ζωγραφιστεί
Υποτακτική
να έχω ζωγραφιστεί, να έχεις ζωγραφιστεί, να έχει ζωγραφιστεί, να έχουμε ζωγραφιστεί, να έχετε ζωγραφιστεί, να έχουν(ε) ζωγραφιστεί
Μετοχή
ζωγραφισμένος, ζωγραφισμένη, ζωγραφισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζωγραφιστεί, είχες ζωγραφιστεί, είχε ζωγραφιστεί, είχαμε ζωγραφιστεί, είχατε ζωγραφιστεί, είχαν(ε) ζωγραφιστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζωγραφίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζωγραφίζω, ζωγραφίζεις, ζωγραφίζει, ζωγραφίζουμε, ζωγραφίζετε, ζωγραφίζουν (ή ζωγραφίζουνε)
να ζωγραφίζω, να ζωγραφίζεις, να ζωγραφίζει, να ζωγραφίζουμε, να ζωγραφίζετε, να ζωγραφίζουν (ή να ζωγραφίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζωγράφιζε – β΄ πληθυντικό: ζωγραφίζετε
Μετοχή
ζωγραφίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ζωγράφιζα, ζωγράφιζες, ζωγράφιζε, ζωγραφίζαμε, ζωγραφίζατε, ζωγράφιζαν ή ζωγραφίζανε
Αόριστος
Οριστική
ζωγράφισα, ζωγράφισες, ζωγράφισε, ζωγραφίσαμε, ζωγραφίσατε, ζωγράφισαν ή ζωγραφίσανε
να ζωγραφίσω, να ζωγραφίσεις, να ζωγραφίσει, να ζωγραφίσουμε, να ζωγραφίσετε, να ζωγραφίσουν (ή να ζωγραφίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζωγράφισε – β΄ πληθυντικό: ζωγραφίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφίζω, θα ζωγραφίζεις, θα ζωγραφίζει, θα ζωγραφίζουμε, θα ζωγραφίζετε, θα ζωγραφίζουν (ή θα ζωγραφίζουνε)
Οριστική
θα ζωγραφίσω, θα ζωγραφίσεις, θα ζωγραφίσει, θα ζωγραφίσουμε, θα ζωγραφίσετε, θα ζωγραφίσουν (ή θα ζωγραφίσουνε)
Οριστική
θα έχω ζωγραφίσει, θα έχεις ζωγραφίσει, θα έχει ζωγραφίσει, θα έχουμε ζωγραφίσει, θα έχετε ζωγραφίσει, θα έχουν(ε) ζωγραφίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζωγραφίσει, έχεις ζωγραφίσει, έχει ζωγραφίσει, έχουμε ζωγραφίσει, έχετε ζωγραφίσει, έχουν(ε) ζωγραφίσει
να έχω ζωγραφίσει, να έχεις ζωγραφίσει, να έχει ζωγραφίσει, να έχουμε ζωγραφίσει, να έχετε ζωγραφίσει, να έχουν(ε) ζωγραφίσει
Μετοχή
έχοντας ζωγραφίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζωγραφίσει, είχες ζωγραφίσει, είχε ζωγραφίσει, είχαμε ζωγραφίσει, είχατε ζωγραφίσει, είχαν(ε) ζωγραφίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζωγραφίζομαι, ζωγραφίζεσαι, ζωγραφίζεται, ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφίζεστε, ζωγραφίζονται
να ζωγραφίζομαι, να ζωγραφίζεσαι, να ζωγραφίζεται, να ζωγραφιζόμαστε, να ζωγραφίζεστε, να ζωγραφίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζωγραφίζεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ζωγραφιζόμουν, ζωγραφιζόσουν, ζωγραφιζόταν, ζωγραφιζόμαστε, ζωγραφιζόσαστε, ζωγραφίζονταν
Αόριστος
Οριστική
ζωγραφίστηκα, ζωγραφίστηκες, ζωγραφίστηκε, ζωγραφιστήκαμε, ζωγραφιστήκατε, ζωγραφίστηκαν ή ζωγραφιστήκανε
να ζωγραφιστώ, να ζωγραφιστείς, να ζωγραφιστεί, να ζωγραφιστούμε, να ζωγραφιστείτε, να ζωγραφιστούν ή να ζωγραφιστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ζωγραφίσου – β΄ πληθυντικό: ζωγραφιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζωγραφίζομαι, θα ζωγραφίζεσαι, θα ζωγραφίζεται, θα ζωγραφιζόμαστε, θα ζωγραφίζεστε, θα ζωγραφίζονται
Οριστική
θα ζωγραφιστώ, θα ζωγραφιστείς, θα ζωγραφιστεί, θα ζωγραφιστούμε, θα ζωγραφιστείτε, θα ζωγραφιστούν ή θα ζωγραφιστούνε
Οριστική
θα έχω ζωγραφιστεί, θα έχεις ζωγραφιστεί, θα έχει ζωγραφιστεί, θα έχουμε ζωγραφιστεί, θα έχετε ζωγραφιστεί, θα έχουν(ε) ζωγραφιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζωγραφιστεί, έχεις ζωγραφιστεί, έχει ζωγραφιστεί, έχουμε ζωγραφιστεί, έχετε ζωγραφιστεί, έχουν(ε) ζωγραφιστεί
να έχω ζωγραφιστεί, να έχεις ζωγραφιστεί, να έχει ζωγραφιστεί, να έχουμε ζωγραφιστεί, να έχετε ζωγραφιστεί, να έχουν(ε) ζωγραφιστεί
Μετοχή
ζωγραφισμένος, ζωγραφισμένη, ζωγραφισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζωγραφιστεί, είχες ζωγραφιστεί, είχε ζωγραφιστεί, είχαμε ζωγραφιστεί, είχατε ζωγραφιστεί, είχαν(ε) ζωγραφιστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου