Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φιλάω - φιλώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φιλάω - φιλώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jure Kravanja
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φιλάω - φιλώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φιλώ, φιλάς, φιλά, φιλούμε, φιλάτε, φιλούν ή φιλούνε
& φιλάω, φιλάς, φιλάει, φιλάμε, φιλάτε, φιλάνε
Υποτακτική
να φιλώ, να φιλάς, να φιλά, να φιλούμε, να φιλάτε, να φιλούν ή να φιλούνε
& να φιλάω, να φιλάς, να φιλάει, να φιλάμε, να φιλάτε, να φιλάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: φίλα – β΄ πληθυντικό: φιλάτε
Μετοχή
φιλώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
φιλούσα, φιλούσες, φιλούσε, φιλούσαμε, φιλούσατε, φιλούσαν (ή φιλούσανε)
& φίλαγα, φίλαγες, φίλαγε, φιλάγαμε, φιλάγατε, φίλαγαν (ή φιλάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
φίλησα, φίλησες, φίλησε, φιλήσαμε, φιλήσατε, φίλησαν (ή φιλήσανε)
Υποτακτική
να φιλήσω, να φιλήσεις, να φιλήσει, να φιλήσουμε, να φιλήσετε, να φιλήσουν (ή να φιλήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φίλησε – β΄ πληθυντικό: φιλήστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φιλώ, θα φιλάς, θα φιλά, θα φιλούμε, θα φιλάτε, θα φιλούν ή θα φιλούνε
& θα φιλάω, θα φιλάς, θα φιλάει, θα φιλάμε, θα φιλάτε, θα φιλάνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φιλήσω, θα φιλήσεις, θα φιλήσει, θα φιλήσουμε, θα φιλήσετε, θα φιλήσουν (ή θα φιλήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φιλήσει, θα έχεις φιλήσει, θα έχει φιλήσει, θα έχουμε φιλήσει, θα έχετε φιλήσει, θα έχουν(ε) φιλήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φιλήσει, έχεις φιλήσει, έχει φιλήσει, έχουμε φιλήσει, έχετε φιλήσει, έχουν(ε) φιλήσει
Υποτακτική
να έχω φιλήσει, να έχεις φιλήσει, να έχει φιλήσει, να έχουμε φιλήσει, να έχετε φιλήσει, να έχουν(ε) φιλήσει
Μετοχή
έχοντας φιλήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φιλήσει, είχες φιλήσει, είχε φιλήσει, είχαμε φιλήσει, είχατε φιλήσει, είχαν/είχανε φιλήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φιλιέμαι, φιλιέσαι, φιλιέται, φιλιόμαστε, φιλιέστε, φιλιούνται
Υποτακτική
να φιλιέμαι, να φιλιέσαι, να φιλιέται, να φιλιόμαστε, να φιλιέστε, να φιλιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φιλιέστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
φιλιόμουν, φιλιόσουν, φιλιόταν, φιλιόμαστε, φιλιόσαστε, φιλιόνταν ή φιλιούνταν
& φιλιόμουνα, φιλιόσουνα, φιλιότανε, φιλιόμασταν, φιλιόσασταν, φιλιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
φιλήθηκα, φιλήθηκες, φιλήθηκε, φιληθήκαμε, φιληθήκατε, φιλήθηκαν (ή φιληθήκανε)
Υποτακτική
να φιληθώ, να φιληθείς, να φιληθεί, να φιληθούμε, να φιληθείτε, να φιληθούν (ή να φιληθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: φιλήσου – β΄ πληθυντικό: φιληθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φιλιέμαι, θα φιλιέσαι, θα φιλιέται, θα φιλιόμαστε, θα φιλιέστε, θα φιλιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φιληθώ, θα φιληθείς, θα φιληθεί, θα φιληθούμε, θα φιληθείτε, θα φιληθούν (ή θα φιληθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φιληθεί, θα έχεις φιληθεί, θα έχει φιληθεί, θα έχουμε φιληθεί, θα έχετε φιληθεί, θα έχουν(ε) φιληθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φιληθεί, έχεις φιληθεί, έχει φιληθεί, έχουμε φιληθεί, έχετε φιληθεί, έχουν(ε) φιληθεί
Υποτακτική
να έχω φιληθεί, να έχεις φιληθεί, να έχει φιληθεί, να έχουμε φιληθεί, να έχετε φιληθεί, να έχουν(ε) φιληθεί
Μετοχή
φιλημένος, φιλημένη, φιλημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φιληθεί, είχες φιληθεί, είχε φιληθεί, είχαμε φιληθεί, είχατε φιληθεί, είχαν(ε) φιληθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...