Delphine Devos
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θυμάμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
θυμάμαι ή θυμούμαι, θυμάσαι, θυμάται, θυμόμαστε ή θυμούμαστε, θυμάστε ή θυμόσαστε, θυμούνται
να θυμάμαι ή να θυμούμαι, να θυμάσαι, να θυμάται, να θυμόμαστε ή να θυμούμαστε, να θυμάστε ή να θυμόσαστε, να θυμούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: θυμάστε
Μετοχή
θυμούμενος, θυμούμενη, θυμούμενο
Οριστική
θυμόμουν, θυμόσουν, θυμόταν, θυμόμαστε (ή θυμούμαστε), θυμόσαστε, θυμόνταν (ή θυμόντανε ή θυμούνταν)
Αόριστος
Οριστική
θυμήθηκα, θυμήθηκες, θυμήθηκε, θυμηθήκαμε, θυμηθήκατε, θυμήθηκαν
να θυμηθώ, να θυμηθείς, να θυμηθεί, να θυμηθούμε, να θυμηθείτε, να θυμηθούν (ή να θυμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θυμήσου – β΄ πληθυντικό: θυμηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θυμάμαι ή θα θυμούμαι, θα θυμάσαι, θα θυμάται, θα θυμόμαστε ή θα θυμούμαστε, θα θυμάστε ή θα θυμόσαστε, θα θυμούνται
Οριστική
θα θυμηθώ, θα θυμηθείς, θα θυμηθεί, θα θυμηθούμε, θα θυμηθείτε, θα θυμηθούν (ή θα θυμηθούνε)
Οριστική
θα έχω θυμηθεί, θα έχεις θυμηθεί, θα έχει θυμηθεί, θα έχουμε θυμηθεί, θα έχετε θυμηθεί, θα έχουν(ε) θυμηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θυμηθεί, έχεις θυμηθεί, έχει θυμηθεί, έχουμε θυμηθεί, έχετε θυμηθεί, έχουν(ε) θυμηθεί
να έχω θυμηθεί, να έχεις θυμηθεί, να έχει θυμηθεί, να έχουμε θυμηθεί, να έχετε θυμηθεί, να έχουν(ε) θυμηθεί
Μετοχή
θυμισμένος, θυμισμένη, θυμισμένο
Οριστική
είχα θυμηθεί, είχες θυμηθεί, είχε θυμηθεί, είχαμε θυμηθεί, είχατε θυμηθεί, είχαν(ε) θυμηθεί
Παρατατικός: θυμόμουν(α), θυμόσουν(α), θυμόταν(ε) – θυμόμαστε / θυμόμασταν, θυμόμαστε / θυμόσασταν, θυμούνταν / θυμόνταν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου