Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλίνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dean Russo
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλίνω»
 
κλίνω: γέρνω προς ορισμένη κατεύθυνση, εμφανίζω τάση προς κάτι, σχηματίζω τύπους του παραδείγματος κλιτού μέρους του λόγου, κάνω κάτι να στραφεί
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλίνω, κλίνεις, κλίνει, κλίνουμε, κλίνετε, κλίνουν (ή κλίνουνε)
Υποτακτική
να κλίνω, να κλίνεις, να κλίνει, να κλίνουμε, να κλίνετε, να κλίνουν (ή να κλίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλίνε – β΄ πληθυντικό: κλίνετε
Μετοχή
κλίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έκλινα, έκλινες, έκλινε, κλίναμε, κλίνατε, έκλιναν ή κλίνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έκλινα, έκλινες, έκλινε, κλίναμε, κλίνατε, έκλιναν ή κλίνανε
Το κλίνω έχει κοινούς τύπους για τον παρατατικό και τον αόριστο.
Υποτακτική
να κλίνω, να κλίνεις, να κλίνει, να κλίνουμε, να κλίνετε, να κλίνουν (ή να κλίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλίνε – β΄ πληθυντικό: κλίνετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνω, θα κλίνεις, θα κλίνει, θα κλίνουμε, θα κλίνετε, θα κλίνουν (ή θα κλίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνω, θα κλίνεις, θα κλίνει, θα κλίνουμε, θα κλίνετε, θα κλίνουν (ή θα κλίνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλίνει, θα έχεις κλίνει, θα έχει κλίνει, θα έχουμε κλίνει, θα έχετε κλίνει, θα έχουν(ε) κλίνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλίνει, έχεις κλίνει, έχει κλίνει, έχουμε κλίνει, έχετε κλίνει, έχουν(ε) κλίνει
Υποτακτική
να έχω κλίνει, να έχεις κλίνει, να έχει κλίνει, να έχουμε κλίνει, να έχετε κλίνει, να έχουν(ε) κλίνει
Μετοχή
έχοντας κλίνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλίνει, είχες κλίνει, είχε κλίνει, είχαμε κλίνει, είχατε κλίνει, είχαν(ε) κλίνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλίνομαι, κλίνεσαι, κλίνεται, κλινόμαστε, κλίνεστε, κλίνονται
Υποτακτική
να κλίνομαι, να κλίνεσαι, να κλίνεται, να κλινόμαστε, να κλίνεστε, να κλίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλίνεστε
Μετοχή
κλινόμενος, κλινόμενη, κλινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
κλινόμουν, κλινόσουν, κλινόταν, κλινόμαστε, κλινόσαστε, κλίνονταν
(& κλινόμουνα, κλινόσουνα, κλινότανε, κλινόμασταν, κλινόσασταν, κλινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κλίθηκα, κλίθηκες, κλίθηκε, κλιθήκαμε, κλιθήκατε, κλίθηκαν (ή κλιθήκανε)
Υποτακτική
να κλιθώ, να κλιθείς, να κλιθεί, να κλιθούμε, να κλιθείτε, να κλιθούν (ή να κλιθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλίσου – β΄ πληθυντικό: κλιθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνομαι, θα κλίνεσαι, θα κλίνεται, θα κλινόμαστε, θα κλίνεστε, θα κλίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλιθώ, θα κλιθείς, θα κλιθεί, θα κλιθούμε, θα κλιθείτε, θα κλιθούν (ή θα κλιθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλιθεί, θα έχεις κλιθεί, θα έχει κλιθεί, θα έχουμε κλιθεί, θα έχετε κλιθεί, θα έχουν(ε) κλιθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλιθεί, έχεις κλιθεί, έχει κλιθεί, έχουμε κλιθεί, έχετε κλιθεί, έχουν(ε) κλιθεί
Υποτακτική
να έχω κλιθεί, να έχεις κλιθεί, να έχει κλιθεί, να έχουμε κλιθεί, να έχετε κλιθεί, να έχουν(ε) κλιθεί
Μετοχή
κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλιθεί, είχες κλιθεί, είχε κλιθεί, είχαμε κλιθεί, είχατε κλιθεί, είχαν(ε) κλιθεί
 
Σημειώσεις: Η μετοχή κεκλιμένος γράφεται με ένα -μ-, αφού ο παρακείμενος και οι άλλοι χρόνοι της μεσοπαθητικής φωνής σχηματίστηκαν στην Αρχαία από το θέμα κλι- (χωρίς ν): κέκλιμαι > κεκλιμένος (όχι κεκλιμμένος)∙ παράβαλε, κρίνω – κέκριμαι > κεκριμένος (συγκεκριμένος, διακεκριμένος, εγκεκριμένος).
Ο αόριστος τύπος του ρήματος κλίνω είναι έκλινα, ίδιος δηλαδή με τον παρατατικό. Έτσι, δεν λέμε *έκλισα το ρήμα, αλλά Έκλινα το ρήμα – Το πλοίο παρεξέκλινε της πορείας του, όχι *παρεξέκλισε κ.λπ. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το κρίνω: αόριστος έκρινα, όπως ακριβώς και ο παρατατικός: Έκρινα ότι έτσι έπρεπε να πράξω – Τον έκριναν με αυστηρά κριτήρια.
Η εξήγηση γιατί ο αόριστος του κλίνω και του κρίνω σχηματίζεται χωρίς σίγμα αλλά είναι ίδιος με τον παρατατικό βρίσκεται στην Αρχαία Ελληνική∙ τα κλίνω και τα κρίνω είχαν θέμα κλιν- και κριν- με βραχύ -ι-. Στον αόριστο έλαβαν κανονικά την κατάληξη -σα του αορίστους (*κλιν-σα, *κριν-σα). Με απλοποίηση του συμπλέγματος -νσ- που δεν ήταν φωνητικά ανεκτό στην Αρχαία Ελληνική και αντέκταση του βραχέος -ι- (δηλαδή από βραχύ έγινε μακρό) ο αόριστος κρινε (με μακρό -ι-) διακρινόταν φωνητικά από τον παρατατικό κρινε (με βραχύ -ι-). Φυσικά, αυτή η διαφορά ποσότητας του φωνήεντος ήταν αισθητή στην Αρχαία Ελληνική, οπότε δεν υπήρχε το πρόβλημα της συγχύσεως που αντιμετωπίζουμε στη Νέα Ελληνική, στην οποία δεν υπάρχει διάκριση βραχέων και μακρών φωνηέντων.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...