Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφευρίσκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφευρίσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εφευρίσκω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εφευρίσκω, εφευρίσκεις, εφευρίσκει, εφευρίσκουμε, εφευρίσκετε, εφευρίσκουν (ή εφευρίσκουνε)
Υποτακτική
να εφευρίσκω, να εφευρίσκεις, να εφευρίσκει, να εφευρίσκουμε, να εφευρίσκετε, να εφευρίσκουν (ή να εφευρίσκουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφεύρισκε – β΄ πληθυντικό: εφευρίσκετε
Μετοχή
εφευρίσκοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εφεύρισκα, εφεύρισκες, εφεύρισκε, εφευρίσκαμε, εφευρίσκατε, εφεύρισκαν ή εφευρίσκανε
 
Αόριστος
Οριστική
εφηύρα, εφηύρες, εφηύρε, εφηύραμε, εφηύρατε, εφηύραν ή εφηύρανε
& εφεύρα, εφεύρες, εφεύρε, εφεύραμε, εφεύρατε, εφεύραν ή εφεύρανε
Υποτακτική
να εφεύρω, να εφεύρεις, να εφεύρει, να εφεύρουμε, να εφεύρετε, να εφεύρουν (ή να εφεύρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εφεύρε – β΄ πληθυντικό: εφεύρετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρίσκω, θα εφευρίσκεις, θα εφευρίσκει, θα εφευρίσκουμε, θα εφευρίσκετε, θα εφευρίσκουν (ή θα εφευρίσκουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφεύρω, θα εφεύρεις, θα εφεύρει, θα εφεύρουμε, θα εφεύρετε, θα εφεύρουν (ή θα εφεύρουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφεύρει, θα έχεις εφεύρει, θα έχει εφεύρει, θα έχουμε εφεύρει, θα έχετε εφεύρει, θα έχουν(ε) εφεύρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφεύρει, έχεις εφεύρει, έχει εφεύρει, έχουμε εφεύρει, έχετε εφεύρει, έχουν(ε) εφεύρει
Υποτακτική
να έχω εφεύρει, να έχεις εφεύρει, να έχει εφεύρει, να έχουμε εφεύρει, να έχετε εφεύρει, να έχουν(ε) εφεύρει
Μετοχή
έχοντας εφεύρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφεύρει, είχες εφεύρει, είχε εφεύρει, είχαμε εφεύρει, είχατε εφεύρει, είχαν(ε) εφεύρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εφευρίσκομαι, εφευρίσκεσαι, εφευρίσκεται, εφευρισκόμαστε, εφευρίσκεστε, εφευρίσκονται
Υποτακτική
να εφευρίσκομαι, να εφευρίσκεσαι, να εφευρίσκεται, να εφευρισκόμαστε, να εφευρίσκεστε, να εφευρίσκονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εφευρίσκεστε
Μετοχή
εφευρισκόμενος, εφευρισκόμενη, εφευρισκόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εφευρισκόμουν, εφευρισκόσουν, εφευρισκόταν, εφευρισκόμαστε, εφευρισκόσαστε, εφευρίσκονταν
(& εφευρισκόμουνα, εφευρισκόσουνα, εφευρισκότανε, εφευρισκόμασταν, εφευρισκόσασταν, εφευρισκόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
εφευρέθηκα, εφευρέθηκες, εφευρέθηκε, εφευρεθήκαμε, εφευρεθήκατε, εφευρέθηκαν (ή εφευρεθήκανε)
Υποτακτική
να εφευρεθώ, να εφευρεθείς, να εφευρεθεί, να εφευρεθούμε, να εφευρεθείτε, να εφευρεθούν (ή να εφευρεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εφευρέσου – β΄ πληθυντικό: εφευρεθείτε
Μετοχή
εφευρεθείς, εφευρεθείσα, εφευρεθέν
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρίσκομαι, θα εφευρίσκεσαι, θα εφευρίσκεται, θα εφευρισκόμαστε, θα εφευρίσκεστε, θα εφευρίσκονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εφευρεθώ, θα εφευρεθείς, θα εφευρεθεί, θα εφευρεθούμε, θα εφευρεθείτε, θα εφευρεθούν (ή θα εφευρεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εφευρεθεί, θα έχεις εφευρεθεί, θα έχει εφευρεθεί, θα έχουμε εφευρεθεί, θα έχετε εφευρεθεί, θα έχουν(ε) εφευρεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εφευρεθεί, έχεις εφευρεθεί, έχει εφευρεθεί, έχουμε εφευρεθεί, έχετε εφευρεθεί, έχουν(ε) εφευρεθεί
Υποτακτική
να έχω εφευρεθεί, να έχεις εφευρεθεί, να έχει εφευρεθεί, να έχουμε εφευρεθεί, να έχετε εφευρεθεί, να έχουν(ε) εφευρεθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εφευρεθεί, είχες εφευρεθεί, είχε εφευρεθεί, είχαμε εφευρεθεί, είχατε εφευρεθεί, είχαν(ε) εφευρεθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...