Vincent Van Gogh
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μελετάω / μελετώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μελετώ, μελετάς, μελετά, μελετούμε, μελετάτε, μελετούν ή μελετούνε
Υποτακτική
να μελετώ, να μελετάς, να μελετά, να μελετούμε, να μελετάτε, να μελετούν ή να μελετούνε
& να μελετάω, να μελετάς, να μελετάει, να μελετάμε, να μελετάτε, να μελετάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: μελέτα – β΄ πληθυντικό: μελετάτε
Μετοχή
μελετώντας
Παρατατικός
Οριστική
μελετούσα, μελετούσες, μελετούσε, μελετούσαμε, μελετούσατε, μελετούσαν (ή μελετούσανε)
Αόριστος
Οριστική
μελέτησα, μελέτησες, μελέτησε, μελετήσαμε, μελετήσατε, μελέτησαν (ή μελετήσανε)
να μελετήσω, να μελετήσεις, να μελετήσει, να μελετήσουμε, να μελετήσετε, να μελετήσουν (ή να μελετήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μελέτησε – β΄ πληθυντικό: μελετήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μελετώ, θα μελετάς, θα μελετά, θα μελετούμε, θα μελετάτε, θα μελετούν ή θα μελετούνε
Οριστική
θα μελετήσω, θα μελετήσεις, θα μελετήσει, θα μελετήσουμε, θα μελετήσετε, θα μελετήσουν (ή θα μελετήσουνε)
Οριστική
θα έχω μελετήσει, θα έχεις μελετήσει, θα έχει μελετήσει, θα έχουμε μελετήσει, θα έχετε μελετήσει, θα έχουν(ε) μελετήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μελετήσει, έχεις μελετήσει, έχει μελετήσει, έχουμε μελετήσει, έχετε μελετήσει, έχουν(ε) μελετήσει
να έχω μελετήσει, να έχεις μελετήσει, να έχει μελετήσει, να έχουμε μελετήσει, να έχετε μελετήσει, να έχουν(ε) μελετήσει
Μετοχή
έχοντας μελετήσει
Οριστική
είχα μελετήσει, είχες μελετήσει, είχε μελετήσει, είχαμε μελετήσει, είχατε μελετήσει, είχαν/είχανε μελετήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μελετώμαι, μελετάσαι, μελετάται, μελετώμεθα, μελετάσθε, μελετώνται
να μελετώμαι, να μελετάσαι, να μελετάται, να μελετώμεθα, να μελετάσθε, να μελετώνται
& να μελετιέμαι, να μελετιέσαι, να μελετιέται, να μελετιόμαστε, να μελετιέστε, να μελετιούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
μελετώμενος, μελετώμενη, μελετώμενο
Οριστική
μελετιόμουν, μελετιόσουν, μελετιόταν (& μελετάτο), μελετιόμαστε, μελετιόσαστε, μελετιόνταν ή μελετιούνταν (& μελετώντο ή μελετώνταν)
Οριστική
μελετήθηκα, μελετήθηκες, μελετήθηκε, μελετηθήκαμε, μελετηθήκατε, μελετήθηκαν (ή μελετηθήκανε)
να μελετηθώ, να μελετηθείς, να μελετηθεί, να μελετηθούμε, να μελετηθείτε, να μελετηθούν (ή να μελετηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μελετήσου – β΄ πληθυντικό: μελετηθείτε
Οριστική
θα μελετώμαι, θα μελετάσαι, θα μελετάται, θα μελετώμεθα, θα μελετάσθε, θα μελετώνται
Οριστική
θα μελετηθώ, θα μελετηθείς, θα μελετηθεί, θα μελετηθούμε, θα μελετηθείτε, θα μελετηθούν (ή θα μελετηθούνε)
Οριστική
θα έχω μελετηθεί, θα έχεις μελετηθεί, θα έχει μελετηθεί, θα έχουμε μελετηθεί, θα έχετε μελετηθεί, θα έχουν(ε) μελετηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μελετηθεί, έχεις μελετηθεί, έχει μελετηθεί, έχουμε μελετηθεί, έχετε μελετηθεί, έχουν(ε) μελετηθεί
να έχω μελετηθεί, να έχεις μελετηθεί, να έχει μελετηθεί, να έχουμε μελετηθεί, να έχετε μελετηθεί, να έχουν(ε) μελετηθεί
Μετοχή
μελετημένος, μελετημένη, μελετημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μελετηθεί, είχες μελετηθεί, είχε μελετηθεί, είχαμε μελετηθεί, είχατε μελετηθεί, είχαν(ε) μελετηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου