Ρώμος Φιλύρας
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου, γεννήθηκε το 1888 στο Κιάτο της Κορινθίας, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά. Πήρε μέρος στους Bαλκανικούς πολέμους και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στο μεταξύ, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα ανίατης αρρώστιας, που επηρέασαν τα λογικά του. Εισήχθη το 1927 στο Δρομοκαΐτειο, όπως και οι ποιητές Γ. Βιζυηνός και Μ. Μητσάκης, όπου και πέθανε το 1942. Πριν εγκλειστεί στο ψυχιατρείο, είχε δημοσιεύσει τις συλλογές Ρόδα στον αφρό (1911), Γυρισμοί (1919), Οι ερχόμενες (1920), Κλεψύδρα (1921), Ο πιερρότος (1922), Θυσία (1923) και το πεζό Ο θεατρίνος της ζωής (1916). Τα Άπαντά του δημοσιεύτηκαν το 1939 με κριτική εισαγωγή και επιμέλεια του Αιμίλιου Χουρμούζιου6 . Κάποια από τα ποιήματα που ο Φιλύρας έγραφε στα φωτεινά διαλείμματα του Δρομοκαϊτείου, τα ποιήματα της Διασποράς όπως ονομάστηκαν, έχουν συγκεντρωθεί από τον Τ. Κόρφη στο βιβλίο του Ρώμος Φιλύρας (1974) μαζί με το πεζό έργο του «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο». Όμως, πολλά χειρόγραφά του ποιητή ίσως έχουν χαθεί για πάντα.
Η ποίηση του Φιλύρα διακρίνεται για τον σπάνιο και πηγαίο λυρισμό της. Βρίσκεται σ’ έναν διαρκή μετεωρισμό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με τάση προς την εξιδανίκευση και τον αυτοσχεδιασμό. Ο Βάρναλης τον χαρακτήριζε ως τον Ρεμπό της Ελλάδας (Παπακώστας, 2006: 65). Τα ποιήματά του αφήνουν «τη γεύση του κλαυσίγελου, σα να παίζει μεταξύ σοβαρού και αστείου» (Στεργιόπουλος, 1980: 255). Ο Φιλύρας δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβολιστής με την αυστηρή έννοια (Αράγης, 2006: 305), γιατί το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό για την εποχή του· είναι από τους πρώτους, μαζί με τον Καρυωτάκη, που άνοιξαν τον δρόμο προς τον Μοντερνισμό.
Η κριτική για το έργο του
Η νεωτερικότητα του Φιλύρα
«Σε κάθε ποίημα του Φιλύρα […] υπάρχει το βασικό θέμα που, πολλές φορές, δεν είναι καν θέμα αλλά ένα όνομα (γυναίκας ή ακόμα και τόπου) και μια χειμαρρώδης ανάπτυξη, οδηγημένη από τη διάθεση του ποιητή σε απρόβλεπτους δρόμους και κατευθύνσεις. Εικόνες που διαδέχονται άλλες εικόνες, αταίριαστες επιφανειακά κι όμως μυστικά ενωμένες, φορτισμένες λέξεις κοντά σε κοινές, ασήμαντες, σπάνιες, καταπληκτικές ρίμες κοντά σε συνηθισμένες, διασκελισμοί στίχων και στιχουργικά σφάλματα για την καθιερωμένη τότε στιχουργική. Το ποίημα πάλλεται, κυματίζει από μια εσωτερική θύελλα που μπορεί, βέβαια, να σιγάσει απρόοπτα ή να κορυφωθεί σ’ έναν χαλασμό. Έτσι, συγκρινόμενοι οι στίχοι του με τους στίχους άλλων ποιητών της εποχής του υστερούν σε τεχνική ή —καλύτερα— διαφέρουν […].
Στίχοι γραμμένοι θα ’λεγες σαν ακανόνιστα κύματα με ξαφνικά ξεσπάσματα ή ασταθή βηματισμό, που πηδηχτά προχωρούν με μια παράδοξη σύνταξη, γεμάτοι εκρηκτικότητα, έτοιμοι να σπάσουν τα καθιερωμένα. Ο ποιητής φαίνεται ν’ ασφυκτιά στα παλιά σχήματα και θέλει να τα θρυμματίσει· ακολουθώντας δικούς του δρόμους μέσα στην παράδοση, που δεν μπορούσε, όμως, να την παραμερίσει, πλησιάζει, περισσότερο ίσως απ’ όλους τους ποιητές της εποχής του, το μοντέρνο».
(Τάσος Κόρφης, 1974, Ρώμος Φιλύρας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Αθήνα: Πρόσπερος, σελ. 15-16)
Τα γνωρίσματα της ποίησης του Φιλύρα
«Ο Φιλύρας ήταν ποιητής με σπάνια έξαρση και πηγαία λυρικά αναβρύσματα, αλλά και με όλα τα μοιραία επακόλουθα του ποιητικού αυτοσχεδιασμού στη μορφή και στη δομή των ποιημάτων του, ώστε να μοιάζει περισσότερο φανταιζίστας [Φανταιζίστας (fantaisiste): εικονιστής. Οι εικονιστές αναζητούσαν εκφραστική και λεκτική σαφήνεια και ακρίβεια. Το κίνημα του εικονισμού τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα και έχει ως αρχηγέτη τον Έζρα Πάουντ.] παρά νεοσυμβολιστής.
Κατ’ εξοχήν αντιεργαστηριακός, άφηνε ελεύθερα την έμπνευση να τον κυβερνήσει, σπάζοντας απ’ τις πρώτες του ακόμα συλλογές την ως τότε λογοκρατική αντίληψη για την ποίηση και φροντίζοντας να βολεύει “εκ των ενόντων” τα κενά που δημιουργούσε στο στίχο, στη γλώσσα και στην εννοιολογική συνοχή του ποιήματος η εγκατάλειψή του στη διάθεση της στιγμής [...].
Στην πρώτη του συλλογή Ρόδα στον αφρό, ξεκινάει μ’ ένα άπλωμα στον φυσικό και τον έξω χώρο, συνεχίζοντας την παράδοση του παλαμικού και μεταπαλαμικού λυρισμού, για να κλειστεί στη συνέχεια με τις επόμενες συλλογές στο σαλόνι και την πόλη, σταθεροποιώντας την ποιητική του γλώσσα, να υμνήσει σχεδόν αποκλειστικά και να εξιδανικεύσει τη γυναίκα και να εξαρθεί αργότερα, όταν είχαν αρχίσει πια τα πρώτα συμπτώματα της βλάβης του λογικού του, σε ύψος και πλάτος με απροσδόκητες λυρικές κορυφώσεις και δραματικές πτώσεις. Η ποίησή του, σε τελευταία ανάλυση, είναι υμνητικά ερωτική και φυσιολατρική και, παράλληλα, αστική του κλειστού χώρου, πάντοτε μετεωριζόμενη και με ταυτόχρονες τάσεις προς τον ρεαλισμό και τη σάτιρα, αφού παρόμοια με τον ήρωά του στο πεζό Ο Θεατρίνος της ζωής, εκτός απ’ τη μαγική ικανότητα να κυνηγάει το “σύννεφο”, είχε κι εκείνος μέσα του τον Φασουλή και τον Μώμο. Η σάτιρά του, ωστόσο, δεν διατηρεί πυκνό κι αυτοδύναμο το τραγικό στοιχείο, όπως η σάτιρα του Καρυωτάκη.
Μαζί με τις υλικές αντιστάσεις, έχει αποβάλει και την οξύτητα, κι απομένει κάτι ανάμεσα στη φάρσα, τη μιμική του κλόουν και την αυτογελοιοποίηση — κι από κει παίρνει, έμμεσα κι αντανακλαστικά, και τον δραματικό της χαρακτήρα. Αλλά ο Φιλύρας, πέρα απ’ την ίδια την ποιότητα του λυρισμού του και την επίδραση που άσκησε, παρουσιάζει ενδιαφέρον κι από την άποψη τη γραμματολογική. Μέσα στο έργο, καθώς και το έργο δυο-τριών άλλων σύγχρονών του, σημειώνεται μια στροφή ιδιαίτερα σημαντική για την ποίησή μας. Από την παλαιότερη ποιητική νοοτροπία περνάμε στη νεώτερη, από την αδρότερη αίσθηση στη λεπταισθησία, ενώ, απ’ την άλλη μεριά, πριν και μαζί με τον Καρυωτάκη, γίνεται κι ένας απ’ τους πρώτους που ανοίγουν ρήγμα στην παράδοση. Ήδη η κυριαρχική επικράτηση του ήχου κι η διασάλευση της νοηματικής συνοχής, απ’ τη δεύτερη κιόλας συλλογή του, τον οδηγούν σ’ ένα προεισαγωγικό πήδημα, έξω απ’ τη λογοκρατία. Αργότερα, με το αποδεσμευμένο ποιητικό του υποσυνείδητο και τους χαλαρωμένους λογικούς του συνειρμούς, εφάρμοσε ανεπίγνωστα τη θεωρία του Υπερρεαλισμού, κατά τρόπο αυθεντικότερο απ’ τους ίδιους τους υπερρεαλιστές. Μπόρεσε ν’ αποδεσμεύσει όσα δεν θα τολμούσε, αν ο έλεγχος της λογικής του δεν είχε χαλαρώσει απ’ την αρρώστια. Κι επειδή ήταν πραγματικός ποιητής, μας έδωσε, ακόμα και στην τελευταία φάση του, μερικά έξοχα αποσπάσματα και λιγότερα ολοκληρωμένα ποιήματα, που προαναγγέλλουν σταθερά τη νεώτερη ποίηση».
(Κ. Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. Ανθολογία Γραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 254-256)
Ο έρωτας και η γυναίκα στην ποίηση του Φιλύρα
«Συμβολιστής με την αυστηρή έννοια δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Φιλύρας. Είναι ωστόσο πιο κοντά στο Συμβολισμό από οποιαδήποτε άλλη ποιητική σχολή. Σε γενικές γραμμές, εξάλλου, συνεχίζει το παράδειγμα των πρώτων μεταπαλαμικών ποιητών. Εννοώ ότι, όπως εκείνοι, αφήνει έξω από το έργο του τις εθνικιστικές ιδέες της εποχής. Έχει επίσης τον ίδιο μ’ εκείνους, αν και γνησιότερο, εσωστρεφή προσανατολισμό και ανάλογα φωνή εσωτερικού χώρου […]. Μερικά κείμενα δείχνουν πως δεν έχει ελευθερωθεί πάρα πολύ από το γενικό και αφηρημένο λόγο που συναντούμε σε προγενέστερους ποιητές. Μάλιστα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις χάνει ουσιαστικά την επαφή του με τα πράγματα. Επιπλέον, δεν απουσιάζει εντελώς από τα γραφτά του η ιδεατή αντίληψη του ποιητικού αντικειμένου. Θα δούμε παρακάτω πως, στην πιο υπολογίσιμη δουλειά του, ξεπερνάει αυτό το μείον. Ας σημειωθεί ακόμα πως δεν λείπουν από τα κείμενά του τα αρκτικά κεφαλαία λέξεων, κατά το προηγούμενο του Παλαμά, του Σικελιανού και του Βάρναλη, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Αυτό, βέβαια, που βαραίνει μέσα στο συνολικό γνωστό του έργο είναι οι θετικές πραγματώσεις του και μάλιστα οι κορυφαίες στιγμές του. Από τ’ άλλο μέρος είναι αλήθεια πως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πολύ άνισο ποιητικό έργο.
Κρίνοντας επιφανειακά, θα έλεγε κανείς πως ο Φιλύρας είναι ένας συναισθηματικός ερωτικός ποιητής. Πράγματι, είναι συναισθηματικός και ερωτικός, αλλά όχι μόνο. Περισσότερο θα έλεγα πως είναι ποιητής της ομορφιάς. Η ομορφιά, οπουδήποτε τη συναντάει, στη φύση, στην τέχνη, στις γυναίκες, στα πράγματα, τον θέλγει και τον συνεπαίρνει. Είναι χαρακτηριστικό πως η εποχή του έτους στην οποία αναφέρεται συχνότερα είναι η άνοιξη με τα λουλούδια. Αντικρίζοντας κάτι εξαιρετικά όμορφο για τον ίδιο, φτάνει στα πρόθυρα της έκστασης. Γεγονός που τον κάνει να εκφράζεται
συχνά με εικόνες, σαν να μεταχειρίζεται χρωστήρα. Κι είναι αλήθεια πως σε αρκετό βαθμό τα ποιήματά του θυμίζουν τεχνική ακουαρέλας, όπου προέχουν οι χρωματικές διαβαθμίσεις. Όμως, ο ποιητής αυτός δεν είναι απλώς ένας φίνος ζωγράφος της ομορφιάς. Τα κείμενά του αποτελούν, πάντα ή σχεδόν, συνθέσεις αισθήματος και στοχασμού.
Ο ποιητής έγραψε πολύ νέος. Στα 16 χρόνια του, ήταν ήδη συνεργάτης στο λογοτεχνικό περιοδικό Ο Νουμάς. Είχε, καθώς φαίνεται, την έφεση της πολυγραφίας κι αυτό μάλλον τον παράσερνε, όταν μάλιστα η ελλαδική παράδοση το υπέθαλπε, στο να γράφει κείμενα συμβατικά και πρόχειρα. Θα έλεγα ακόμα πως στο Φιλύρα υπήρχε και ισχυρή ενδιάθετη τάση προς τις ιδεατές καταστάσεις. Μια τάση που θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στην εξελικτική πορεία του ποιητή. Μάλιστα, πάνω σ’ αυτό δοκιμάστηκε το ποιητικό του αισθητήριο. Έτσι, μπορεί να πει κανείς πως η εξέλιξή του κρίθηκε, αν όχι απόλυτα, πάντως σε εξαιρετικό βαθμό από το κατά πόσο ξεπέρασε την τάση του προς τα ιδεατά θέματα. Τελικά, αν και όχι μεθοδικά, ιχνηλατώντας ενστικτώδικα τον εαυτό του και το περιβάλλον του, κατάφερε να κερδίσει το παιχνίδι ή, αλλιώς, το στοίχημα της ποίησης. Κινήθηκε, λοιπόν, προς δύο κατευθύνσεις: προς τον εαυτό του και προς το περιβάλλον του. Ας δούμε ειδικότερα με ποιον τρόπο.
α) Προς τον εαυτό του. Όπως έχω πει, αυτό πού θέλγει περισσότερο τον ποιητή είναι η ομορφιά. Στα πλαίσια της ομορφιάς κεντρική θέση κατέχει η γυναίκα, η γυναίκα ιδίως ως ερωτικό αντικείμενο. Οι γυναίκες για το Φιλύρα είναι αιθέρια πλάσματα και τις πλησιάζει με ανάλογη διάθεση […]. Μολαταύτα δεν παύει να ’χει σώμα και να τυραννιέται συχνά από ένα διχαστικό αίσθημα. Ένα αίσθημα που προκύπτει από τη διάσταση ανάμεσα στην ψυχική ανάταση και τη σαρκική επιθυμία. Κάτι που, καθώς είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, δεν θα παραλείψει να το σημειώσει όποτε το φέρνει ο λόγος […]. Πέρα όμως από τη διάσταση ψυχής και σώματος, υπάρχει κάτι ακόμα πιο οδυνηρό: η διάσταση ανάμεσα στα αισθήματα και στις ανταποκρίσεις σ’ αυτά. Ο Φιλύρας, σύμφωνα με τα κείμενά του, ερωτευόταν όλες τις όμορφες γυναίκες, οπουδήποτε τις συναντούσε, στο θέατρο, σ’ ένα σαλόνι, στο δρόμο... Και τις ερωτευόταν αμέσως με μια αγαθότητα, αθωότητα και αγνότητα ανάλογη μ’ εκείνη ενός άλλου ποιητή τής επόμενης γενιάς, του Γιώργου Σαραντάρη. Αυτή η ερωτική διάχυση ωθεί το Φιλύρα να αναφέρεται συχνά στα ερωτικά του ινδάλματα μαζικά, χρησιμοποιώντας πληθυντικό αριθμό. Έχουμε π.χ. ποιήματα με τίτλους “Οι ερχόμενες”, “Κούκλες”, “Σ’ εκείνες”, “Φευγαλέες”, “Οι άλλες”, “Πολλές” […]. Αυτή ακριβώς ή ζήτηση βρίσκει διέξοδο, με τον ποιητικότερο θα έλεγα τρόπο, σε αντίστοιχες φαντασιώσεις. Μπορεί στο κοινωνικό επίπεδο να μην είναι τα πράγματα όπως θα τα ήθελε ο ποιητής, μα στο φαντασιακό έχει όλο το έδαφος να κινηθεί κατά τις διαθέσεις του. Κι αυτό που κάνει τελικά είναι να εσωτερικεύει τις φαντασιώσεις του ως ατομικά υπαρξιακά γεγονότα.
β) Η άλλη σωστική κίνηση του Φιλύρα έγινε, όπως έχω πει, προς το περιβάλλον. Κοιτάζοντας εποπτικά το έργο του βλέπουμε πως υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση από την ύπαιθρο προς την πόλη […]. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, προσεγγίζεται η πολεοδομική μορφή της πόλης ή, αλλιώς, το τοπίο της […]. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η πόλη δίνεται από την οπτική γωνία ενός επαρχιώτη που έζησε και ζει μέσα σ’ αυτή […]. Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το αστικό περιβάλλον δίνεται μέσα από στιγμές καθημερινότητας […]. Έτσι αυτόματα, στο βαθμό που έχουμε εμπειρικά συμβάντα υπαρξιακής σημασίας, έχουμε ανάλογης ποιότητας εσωτερίκευση του περιβάλλοντος […]. Η καθημερινότητα που βλέπουμε στα ποιήματα του Φιλύρα δεν είναι μια πλατιά καθημερινότητα που αγκαλιάζει πολύ μεγάλο μέρος της αθηναϊκής ζωής. Είναι πάντως μια σίγουρη σχέση με την εμπειρική πλευρά της ζωής κι αυτό τον λυτρώνει από την ιδεατή εκδοχή του ποιητικού υλικού […]. Από το δρόμο, λοιπόν, της καθημερινότητας ο ποιητής προσγειώνεται στο αθηναϊκό έδαφος, ιχνηλατώντας ταυτόχρονα τη φυσιογνωμία του ανθρώπινου και μη περίγυρού του. Ενός περίγυρου στον οποίο προέχει πάλι η γυναικεία παρουσία, ερωτική και μη. Γι’ αυτό και τα περισσότερα συναφή ποιήματα αφορούν την Αθηναία της εποχής. Πράγματι ο Φιλύρας, και όχι ο Μαλακάσης, όπως ήθελε ο Άγρας, ύμνησε την “Αθηναία δέσποινα”».
(Γ. Αράγης, 2006, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 305-314)
Ο Φιλύρας και η αναζήτηση του ιδανικού
«Στην οραματική διάθεση του Φιλύρα απαντούν μια σειρά από εξωκοσμικές παρουσίες. Το μυθολογικό και παραμυθιακό στοιχείο του νεραϊδόκοσμου είναι πανταχού παρόν και εκδηλώνεται μέσα από ομοιογενείς όρους (“Αμαδρυάδες”, “Λάμιες”, “Νεράιδες” κλπ.). […]
Από το λογοτεχνικό έργο του Φιλύρα, ξεχωρίζουν κυρίως δύο κείμενα: το ένα είναι ποιητικό, ο γνωστός Πιερότος, και το άλλο, ελάχιστα γνωστό, το πεζό Ο θεατρίνος της ζωής, τα οποία συναρτώνται ευθέως μεταξύ τους. Προσεκτική ανάγνωση των δύο κειμένων, του Πιερότου, δηλαδή, και του Θεατρίνου της ζωής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Τη σύγκριση αυτή δικαιολογεί και το γεγονός ότι ο Φιλύρας κινείται στο πλαίσιο των “φανταιζίστ” συγγραφέων, με την έννοια της αντισυμβατικότητας. Παρά το διαφορετικό είδος όπου το καθένα εντάσσεται, πρόκειται για δύο κείμενα συναφή ως προς τη θεματολογία τους, καθώς δίνουν υπόσταση σ’ έναν ιδιόμορφο ανθρώπινο τύπο, τον κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό τύπο του μίμου, πιερότου ή θεατρίνου, και αναπαράγουν μια κοινή αίσθηση και αντίληψη των πραγμάτων, εκείνην της χιουμοριστικής ανατροπής, όπως πολύ εύστοχα την αναπαριστάνει ποιητικά ο Μαλακάσης: Ο θεατρίνος της ζωής σου κι ο πιερότος σου Τι σαρκασμός, μα και τι σάτιρα φαρμακερή! Κι αν με μικρό ένα χάχανο πληγώνει ο πρώτος σου, ο δεύτερός σου πιο κατάκαρδα βαρεί.
Οι αντιφατικές αυτές υπάρξεις (ο πιερότος και ο θεατρίνος), καθώς συνδυάζουν ειρωνεία και θλίψη μαζί, είναι κάθε άλλο παρά ουδέτερες και ανώδυνες για τη συνείδηση του αναγνώστη, κάτι που μπορεί να συγκεκριμενοποιεί την αίσθηση της ταραχής, την οποία ο αναγνώστης, σύμφωνα με τους παραπάνω στίχους, αποκομίζει, ερχόμενος σ’ επαφή με την ποίηση του Φιλύρα.
[…] Ο Φιλύρας δημοσίευσε και μια σειρά από αυτοβιογραφικά κείμενα με παράδοξο περιεχόμενο, λίγο πριν και, επίσης, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο Δρομοκαΐτειο, τα οποία ξεφεύγουν από τα ρεαλιστικά όρια μιας κλασικής αυτοβιογράφησης. Στα κείμενα αυτά κυριαρχεί η απόλυτη μετάθεση και μυθοποίηση του πραγματικού, με άξονα μια υπερτροφική και ναρκισσευόμενη καλλιέργεια του εγώ, σε σημείο που να συγχέονται τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ο ιστός της αφήγησης διαπλέκεται γύρω από μια πρόσμιξη αληθών αυτοβιογραφικών δεδομένων και στοιχείων της ελληνικής και της δυτικής ιστορίας, πλεοναστικά κατανεμημένων σε σχέση με τα πρώτα. Αναφέρονται ονόματα διάσημων ιστορικών προσωπικοτήτων, τα οποία συμπλέκονται αυθαίρετα με την προσωπική και γενεαλογική ιστορία του αφηγητή, με τρόπο που προκαλεί έκπληξη […]. Ο συνδετικός κρίκος αυτών των συσχετισμών βρίσκεται σε μια πλήρως ελευθερωμένη και χειραφετημένη από κάθε περιορισμό φαντασία. […]
Η αναζήτηση του ιδανικού, έτσι όπως εκφράζεται μέσω της προβολής της μεγαλομανίας του αφηγητή στον χώρο της ιστορίας, καθώς και στη μορφή του απόλυτου έρωτα, συντελεί στη διαμόρφωση μιας ψευδούς ιδιωτικής κοσμοαντίληψης, μιας καθαρής ουτοπίας, όπου τον κύριο λόγο έχει η επιθυμία. Κι αυτό, επειδή τα δεδομένα του πραγματικού φαίνονται περιοριστικά και ανεπαρκή, προκειμένου να ξεδιψάσουν τη βαθύτατη ανάγκη του απόλυτου, που διακατέχει τον ποιητή. Είναι ευδιάκριτο ότι, λόγω των τολμηρών υπερβολών και αντιθέσεων που ενσωματώνουν τα αυτοβιογραφήματα αυτά, παρουσιάζουν έκδηλα σημάδια νεωτερικότητας. Μέσα από την αυτοπροβολή και τη μεγέθυνση, καλλιεργούν ένα ιδιάζον χιούμορ, όπου δύσκολα διακρίνεται η μυθομανία από την αυτοειρωνεία».
(Γ. Παπακώστας, 2006, «Ένας λυρικός της αντισυμβατικότητας», εφημ. Το Βήμα, Νέες Εποχές, 3/12/2006, σελ. Β65)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου, γεννήθηκε το 1888 στο Κιάτο της Κορινθίας, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά. Πήρε μέρος στους Bαλκανικούς πολέμους και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στο μεταξύ, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα ανίατης αρρώστιας, που επηρέασαν τα λογικά του. Εισήχθη το 1927 στο Δρομοκαΐτειο, όπως και οι ποιητές Γ. Βιζυηνός και Μ. Μητσάκης, όπου και πέθανε το 1942. Πριν εγκλειστεί στο ψυχιατρείο, είχε δημοσιεύσει τις συλλογές Ρόδα στον αφρό (1911), Γυρισμοί (1919), Οι ερχόμενες (1920), Κλεψύδρα (1921), Ο πιερρότος (1922), Θυσία (1923) και το πεζό Ο θεατρίνος της ζωής (1916). Τα Άπαντά του δημοσιεύτηκαν το 1939 με κριτική εισαγωγή και επιμέλεια του Αιμίλιου Χουρμούζιου6 . Κάποια από τα ποιήματα που ο Φιλύρας έγραφε στα φωτεινά διαλείμματα του Δρομοκαϊτείου, τα ποιήματα της Διασποράς όπως ονομάστηκαν, έχουν συγκεντρωθεί από τον Τ. Κόρφη στο βιβλίο του Ρώμος Φιλύρας (1974) μαζί με το πεζό έργο του «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο». Όμως, πολλά χειρόγραφά του ποιητή ίσως έχουν χαθεί για πάντα.
Η ποίηση του Φιλύρα διακρίνεται για τον σπάνιο και πηγαίο λυρισμό της. Βρίσκεται σ’ έναν διαρκή μετεωρισμό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, με τάση προς την εξιδανίκευση και τον αυτοσχεδιασμό. Ο Βάρναλης τον χαρακτήριζε ως τον Ρεμπό της Ελλάδας (Παπακώστας, 2006: 65). Τα ποιήματά του αφήνουν «τη γεύση του κλαυσίγελου, σα να παίζει μεταξύ σοβαρού και αστείου» (Στεργιόπουλος, 1980: 255). Ο Φιλύρας δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβολιστής με την αυστηρή έννοια (Αράγης, 2006: 305), γιατί το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό για την εποχή του· είναι από τους πρώτους, μαζί με τον Καρυωτάκη, που άνοιξαν τον δρόμο προς τον Μοντερνισμό.
Η κριτική για το έργο του
Η νεωτερικότητα του Φιλύρα
«Σε κάθε ποίημα του Φιλύρα […] υπάρχει το βασικό θέμα που, πολλές φορές, δεν είναι καν θέμα αλλά ένα όνομα (γυναίκας ή ακόμα και τόπου) και μια χειμαρρώδης ανάπτυξη, οδηγημένη από τη διάθεση του ποιητή σε απρόβλεπτους δρόμους και κατευθύνσεις. Εικόνες που διαδέχονται άλλες εικόνες, αταίριαστες επιφανειακά κι όμως μυστικά ενωμένες, φορτισμένες λέξεις κοντά σε κοινές, ασήμαντες, σπάνιες, καταπληκτικές ρίμες κοντά σε συνηθισμένες, διασκελισμοί στίχων και στιχουργικά σφάλματα για την καθιερωμένη τότε στιχουργική. Το ποίημα πάλλεται, κυματίζει από μια εσωτερική θύελλα που μπορεί, βέβαια, να σιγάσει απρόοπτα ή να κορυφωθεί σ’ έναν χαλασμό. Έτσι, συγκρινόμενοι οι στίχοι του με τους στίχους άλλων ποιητών της εποχής του υστερούν σε τεχνική ή —καλύτερα— διαφέρουν […].
Στίχοι γραμμένοι θα ’λεγες σαν ακανόνιστα κύματα με ξαφνικά ξεσπάσματα ή ασταθή βηματισμό, που πηδηχτά προχωρούν με μια παράδοξη σύνταξη, γεμάτοι εκρηκτικότητα, έτοιμοι να σπάσουν τα καθιερωμένα. Ο ποιητής φαίνεται ν’ ασφυκτιά στα παλιά σχήματα και θέλει να τα θρυμματίσει· ακολουθώντας δικούς του δρόμους μέσα στην παράδοση, που δεν μπορούσε, όμως, να την παραμερίσει, πλησιάζει, περισσότερο ίσως απ’ όλους τους ποιητές της εποχής του, το μοντέρνο».
(Τάσος Κόρφης, 1974, Ρώμος Φιλύρας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Αθήνα: Πρόσπερος, σελ. 15-16)
Τα γνωρίσματα της ποίησης του Φιλύρα
«Ο Φιλύρας ήταν ποιητής με σπάνια έξαρση και πηγαία λυρικά αναβρύσματα, αλλά και με όλα τα μοιραία επακόλουθα του ποιητικού αυτοσχεδιασμού στη μορφή και στη δομή των ποιημάτων του, ώστε να μοιάζει περισσότερο φανταιζίστας [Φανταιζίστας (fantaisiste): εικονιστής. Οι εικονιστές αναζητούσαν εκφραστική και λεκτική σαφήνεια και ακρίβεια. Το κίνημα του εικονισμού τοποθετείται στις αρχές του 20ου αιώνα και έχει ως αρχηγέτη τον Έζρα Πάουντ.] παρά νεοσυμβολιστής.
Κατ’ εξοχήν αντιεργαστηριακός, άφηνε ελεύθερα την έμπνευση να τον κυβερνήσει, σπάζοντας απ’ τις πρώτες του ακόμα συλλογές την ως τότε λογοκρατική αντίληψη για την ποίηση και φροντίζοντας να βολεύει “εκ των ενόντων” τα κενά που δημιουργούσε στο στίχο, στη γλώσσα και στην εννοιολογική συνοχή του ποιήματος η εγκατάλειψή του στη διάθεση της στιγμής [...].
Στην πρώτη του συλλογή Ρόδα στον αφρό, ξεκινάει μ’ ένα άπλωμα στον φυσικό και τον έξω χώρο, συνεχίζοντας την παράδοση του παλαμικού και μεταπαλαμικού λυρισμού, για να κλειστεί στη συνέχεια με τις επόμενες συλλογές στο σαλόνι και την πόλη, σταθεροποιώντας την ποιητική του γλώσσα, να υμνήσει σχεδόν αποκλειστικά και να εξιδανικεύσει τη γυναίκα και να εξαρθεί αργότερα, όταν είχαν αρχίσει πια τα πρώτα συμπτώματα της βλάβης του λογικού του, σε ύψος και πλάτος με απροσδόκητες λυρικές κορυφώσεις και δραματικές πτώσεις. Η ποίησή του, σε τελευταία ανάλυση, είναι υμνητικά ερωτική και φυσιολατρική και, παράλληλα, αστική του κλειστού χώρου, πάντοτε μετεωριζόμενη και με ταυτόχρονες τάσεις προς τον ρεαλισμό και τη σάτιρα, αφού παρόμοια με τον ήρωά του στο πεζό Ο Θεατρίνος της ζωής, εκτός απ’ τη μαγική ικανότητα να κυνηγάει το “σύννεφο”, είχε κι εκείνος μέσα του τον Φασουλή και τον Μώμο. Η σάτιρά του, ωστόσο, δεν διατηρεί πυκνό κι αυτοδύναμο το τραγικό στοιχείο, όπως η σάτιρα του Καρυωτάκη.
Μαζί με τις υλικές αντιστάσεις, έχει αποβάλει και την οξύτητα, κι απομένει κάτι ανάμεσα στη φάρσα, τη μιμική του κλόουν και την αυτογελοιοποίηση — κι από κει παίρνει, έμμεσα κι αντανακλαστικά, και τον δραματικό της χαρακτήρα. Αλλά ο Φιλύρας, πέρα απ’ την ίδια την ποιότητα του λυρισμού του και την επίδραση που άσκησε, παρουσιάζει ενδιαφέρον κι από την άποψη τη γραμματολογική. Μέσα στο έργο, καθώς και το έργο δυο-τριών άλλων σύγχρονών του, σημειώνεται μια στροφή ιδιαίτερα σημαντική για την ποίησή μας. Από την παλαιότερη ποιητική νοοτροπία περνάμε στη νεώτερη, από την αδρότερη αίσθηση στη λεπταισθησία, ενώ, απ’ την άλλη μεριά, πριν και μαζί με τον Καρυωτάκη, γίνεται κι ένας απ’ τους πρώτους που ανοίγουν ρήγμα στην παράδοση. Ήδη η κυριαρχική επικράτηση του ήχου κι η διασάλευση της νοηματικής συνοχής, απ’ τη δεύτερη κιόλας συλλογή του, τον οδηγούν σ’ ένα προεισαγωγικό πήδημα, έξω απ’ τη λογοκρατία. Αργότερα, με το αποδεσμευμένο ποιητικό του υποσυνείδητο και τους χαλαρωμένους λογικούς του συνειρμούς, εφάρμοσε ανεπίγνωστα τη θεωρία του Υπερρεαλισμού, κατά τρόπο αυθεντικότερο απ’ τους ίδιους τους υπερρεαλιστές. Μπόρεσε ν’ αποδεσμεύσει όσα δεν θα τολμούσε, αν ο έλεγχος της λογικής του δεν είχε χαλαρώσει απ’ την αρρώστια. Κι επειδή ήταν πραγματικός ποιητής, μας έδωσε, ακόμα και στην τελευταία φάση του, μερικά έξοχα αποσπάσματα και λιγότερα ολοκληρωμένα ποιήματα, που προαναγγέλλουν σταθερά τη νεώτερη ποίηση».
(Κ. Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. Ανθολογία Γραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 254-256)
Ο έρωτας και η γυναίκα στην ποίηση του Φιλύρα
«Συμβολιστής με την αυστηρή έννοια δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Φιλύρας. Είναι ωστόσο πιο κοντά στο Συμβολισμό από οποιαδήποτε άλλη ποιητική σχολή. Σε γενικές γραμμές, εξάλλου, συνεχίζει το παράδειγμα των πρώτων μεταπαλαμικών ποιητών. Εννοώ ότι, όπως εκείνοι, αφήνει έξω από το έργο του τις εθνικιστικές ιδέες της εποχής. Έχει επίσης τον ίδιο μ’ εκείνους, αν και γνησιότερο, εσωστρεφή προσανατολισμό και ανάλογα φωνή εσωτερικού χώρου […]. Μερικά κείμενα δείχνουν πως δεν έχει ελευθερωθεί πάρα πολύ από το γενικό και αφηρημένο λόγο που συναντούμε σε προγενέστερους ποιητές. Μάλιστα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις χάνει ουσιαστικά την επαφή του με τα πράγματα. Επιπλέον, δεν απουσιάζει εντελώς από τα γραφτά του η ιδεατή αντίληψη του ποιητικού αντικειμένου. Θα δούμε παρακάτω πως, στην πιο υπολογίσιμη δουλειά του, ξεπερνάει αυτό το μείον. Ας σημειωθεί ακόμα πως δεν λείπουν από τα κείμενά του τα αρκτικά κεφαλαία λέξεων, κατά το προηγούμενο του Παλαμά, του Σικελιανού και του Βάρναλη, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Αυτό, βέβαια, που βαραίνει μέσα στο συνολικό γνωστό του έργο είναι οι θετικές πραγματώσεις του και μάλιστα οι κορυφαίες στιγμές του. Από τ’ άλλο μέρος είναι αλήθεια πως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πολύ άνισο ποιητικό έργο.
Κρίνοντας επιφανειακά, θα έλεγε κανείς πως ο Φιλύρας είναι ένας συναισθηματικός ερωτικός ποιητής. Πράγματι, είναι συναισθηματικός και ερωτικός, αλλά όχι μόνο. Περισσότερο θα έλεγα πως είναι ποιητής της ομορφιάς. Η ομορφιά, οπουδήποτε τη συναντάει, στη φύση, στην τέχνη, στις γυναίκες, στα πράγματα, τον θέλγει και τον συνεπαίρνει. Είναι χαρακτηριστικό πως η εποχή του έτους στην οποία αναφέρεται συχνότερα είναι η άνοιξη με τα λουλούδια. Αντικρίζοντας κάτι εξαιρετικά όμορφο για τον ίδιο, φτάνει στα πρόθυρα της έκστασης. Γεγονός που τον κάνει να εκφράζεται
συχνά με εικόνες, σαν να μεταχειρίζεται χρωστήρα. Κι είναι αλήθεια πως σε αρκετό βαθμό τα ποιήματά του θυμίζουν τεχνική ακουαρέλας, όπου προέχουν οι χρωματικές διαβαθμίσεις. Όμως, ο ποιητής αυτός δεν είναι απλώς ένας φίνος ζωγράφος της ομορφιάς. Τα κείμενά του αποτελούν, πάντα ή σχεδόν, συνθέσεις αισθήματος και στοχασμού.
Ο ποιητής έγραψε πολύ νέος. Στα 16 χρόνια του, ήταν ήδη συνεργάτης στο λογοτεχνικό περιοδικό Ο Νουμάς. Είχε, καθώς φαίνεται, την έφεση της πολυγραφίας κι αυτό μάλλον τον παράσερνε, όταν μάλιστα η ελλαδική παράδοση το υπέθαλπε, στο να γράφει κείμενα συμβατικά και πρόχειρα. Θα έλεγα ακόμα πως στο Φιλύρα υπήρχε και ισχυρή ενδιάθετη τάση προς τις ιδεατές καταστάσεις. Μια τάση που θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στην εξελικτική πορεία του ποιητή. Μάλιστα, πάνω σ’ αυτό δοκιμάστηκε το ποιητικό του αισθητήριο. Έτσι, μπορεί να πει κανείς πως η εξέλιξή του κρίθηκε, αν όχι απόλυτα, πάντως σε εξαιρετικό βαθμό από το κατά πόσο ξεπέρασε την τάση του προς τα ιδεατά θέματα. Τελικά, αν και όχι μεθοδικά, ιχνηλατώντας ενστικτώδικα τον εαυτό του και το περιβάλλον του, κατάφερε να κερδίσει το παιχνίδι ή, αλλιώς, το στοίχημα της ποίησης. Κινήθηκε, λοιπόν, προς δύο κατευθύνσεις: προς τον εαυτό του και προς το περιβάλλον του. Ας δούμε ειδικότερα με ποιον τρόπο.
α) Προς τον εαυτό του. Όπως έχω πει, αυτό πού θέλγει περισσότερο τον ποιητή είναι η ομορφιά. Στα πλαίσια της ομορφιάς κεντρική θέση κατέχει η γυναίκα, η γυναίκα ιδίως ως ερωτικό αντικείμενο. Οι γυναίκες για το Φιλύρα είναι αιθέρια πλάσματα και τις πλησιάζει με ανάλογη διάθεση […]. Μολαταύτα δεν παύει να ’χει σώμα και να τυραννιέται συχνά από ένα διχαστικό αίσθημα. Ένα αίσθημα που προκύπτει από τη διάσταση ανάμεσα στην ψυχική ανάταση και τη σαρκική επιθυμία. Κάτι που, καθώς είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, δεν θα παραλείψει να το σημειώσει όποτε το φέρνει ο λόγος […]. Πέρα όμως από τη διάσταση ψυχής και σώματος, υπάρχει κάτι ακόμα πιο οδυνηρό: η διάσταση ανάμεσα στα αισθήματα και στις ανταποκρίσεις σ’ αυτά. Ο Φιλύρας, σύμφωνα με τα κείμενά του, ερωτευόταν όλες τις όμορφες γυναίκες, οπουδήποτε τις συναντούσε, στο θέατρο, σ’ ένα σαλόνι, στο δρόμο... Και τις ερωτευόταν αμέσως με μια αγαθότητα, αθωότητα και αγνότητα ανάλογη μ’ εκείνη ενός άλλου ποιητή τής επόμενης γενιάς, του Γιώργου Σαραντάρη. Αυτή η ερωτική διάχυση ωθεί το Φιλύρα να αναφέρεται συχνά στα ερωτικά του ινδάλματα μαζικά, χρησιμοποιώντας πληθυντικό αριθμό. Έχουμε π.χ. ποιήματα με τίτλους “Οι ερχόμενες”, “Κούκλες”, “Σ’ εκείνες”, “Φευγαλέες”, “Οι άλλες”, “Πολλές” […]. Αυτή ακριβώς ή ζήτηση βρίσκει διέξοδο, με τον ποιητικότερο θα έλεγα τρόπο, σε αντίστοιχες φαντασιώσεις. Μπορεί στο κοινωνικό επίπεδο να μην είναι τα πράγματα όπως θα τα ήθελε ο ποιητής, μα στο φαντασιακό έχει όλο το έδαφος να κινηθεί κατά τις διαθέσεις του. Κι αυτό που κάνει τελικά είναι να εσωτερικεύει τις φαντασιώσεις του ως ατομικά υπαρξιακά γεγονότα.
β) Η άλλη σωστική κίνηση του Φιλύρα έγινε, όπως έχω πει, προς το περιβάλλον. Κοιτάζοντας εποπτικά το έργο του βλέπουμε πως υπάρχει μια σταδιακή μετατόπιση από την ύπαιθρο προς την πόλη […]. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, προσεγγίζεται η πολεοδομική μορφή της πόλης ή, αλλιώς, το τοπίο της […]. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η πόλη δίνεται από την οπτική γωνία ενός επαρχιώτη που έζησε και ζει μέσα σ’ αυτή […]. Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το αστικό περιβάλλον δίνεται μέσα από στιγμές καθημερινότητας […]. Έτσι αυτόματα, στο βαθμό που έχουμε εμπειρικά συμβάντα υπαρξιακής σημασίας, έχουμε ανάλογης ποιότητας εσωτερίκευση του περιβάλλοντος […]. Η καθημερινότητα που βλέπουμε στα ποιήματα του Φιλύρα δεν είναι μια πλατιά καθημερινότητα που αγκαλιάζει πολύ μεγάλο μέρος της αθηναϊκής ζωής. Είναι πάντως μια σίγουρη σχέση με την εμπειρική πλευρά της ζωής κι αυτό τον λυτρώνει από την ιδεατή εκδοχή του ποιητικού υλικού […]. Από το δρόμο, λοιπόν, της καθημερινότητας ο ποιητής προσγειώνεται στο αθηναϊκό έδαφος, ιχνηλατώντας ταυτόχρονα τη φυσιογνωμία του ανθρώπινου και μη περίγυρού του. Ενός περίγυρου στον οποίο προέχει πάλι η γυναικεία παρουσία, ερωτική και μη. Γι’ αυτό και τα περισσότερα συναφή ποιήματα αφορούν την Αθηναία της εποχής. Πράγματι ο Φιλύρας, και όχι ο Μαλακάσης, όπως ήθελε ο Άγρας, ύμνησε την “Αθηναία δέσποινα”».
(Γ. Αράγης, 2006, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 305-314)
Ο Φιλύρας και η αναζήτηση του ιδανικού
«Στην οραματική διάθεση του Φιλύρα απαντούν μια σειρά από εξωκοσμικές παρουσίες. Το μυθολογικό και παραμυθιακό στοιχείο του νεραϊδόκοσμου είναι πανταχού παρόν και εκδηλώνεται μέσα από ομοιογενείς όρους (“Αμαδρυάδες”, “Λάμιες”, “Νεράιδες” κλπ.). […]
Από το λογοτεχνικό έργο του Φιλύρα, ξεχωρίζουν κυρίως δύο κείμενα: το ένα είναι ποιητικό, ο γνωστός Πιερότος, και το άλλο, ελάχιστα γνωστό, το πεζό Ο θεατρίνος της ζωής, τα οποία συναρτώνται ευθέως μεταξύ τους. Προσεκτική ανάγνωση των δύο κειμένων, του Πιερότου, δηλαδή, και του Θεατρίνου της ζωής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Τη σύγκριση αυτή δικαιολογεί και το γεγονός ότι ο Φιλύρας κινείται στο πλαίσιο των “φανταιζίστ” συγγραφέων, με την έννοια της αντισυμβατικότητας. Παρά το διαφορετικό είδος όπου το καθένα εντάσσεται, πρόκειται για δύο κείμενα συναφή ως προς τη θεματολογία τους, καθώς δίνουν υπόσταση σ’ έναν ιδιόμορφο ανθρώπινο τύπο, τον κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό τύπο του μίμου, πιερότου ή θεατρίνου, και αναπαράγουν μια κοινή αίσθηση και αντίληψη των πραγμάτων, εκείνην της χιουμοριστικής ανατροπής, όπως πολύ εύστοχα την αναπαριστάνει ποιητικά ο Μαλακάσης: Ο θεατρίνος της ζωής σου κι ο πιερότος σου Τι σαρκασμός, μα και τι σάτιρα φαρμακερή! Κι αν με μικρό ένα χάχανο πληγώνει ο πρώτος σου, ο δεύτερός σου πιο κατάκαρδα βαρεί.
Οι αντιφατικές αυτές υπάρξεις (ο πιερότος και ο θεατρίνος), καθώς συνδυάζουν ειρωνεία και θλίψη μαζί, είναι κάθε άλλο παρά ουδέτερες και ανώδυνες για τη συνείδηση του αναγνώστη, κάτι που μπορεί να συγκεκριμενοποιεί την αίσθηση της ταραχής, την οποία ο αναγνώστης, σύμφωνα με τους παραπάνω στίχους, αποκομίζει, ερχόμενος σ’ επαφή με την ποίηση του Φιλύρα.
[…] Ο Φιλύρας δημοσίευσε και μια σειρά από αυτοβιογραφικά κείμενα με παράδοξο περιεχόμενο, λίγο πριν και, επίσης, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο Δρομοκαΐτειο, τα οποία ξεφεύγουν από τα ρεαλιστικά όρια μιας κλασικής αυτοβιογράφησης. Στα κείμενα αυτά κυριαρχεί η απόλυτη μετάθεση και μυθοποίηση του πραγματικού, με άξονα μια υπερτροφική και ναρκισσευόμενη καλλιέργεια του εγώ, σε σημείο που να συγχέονται τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ο ιστός της αφήγησης διαπλέκεται γύρω από μια πρόσμιξη αληθών αυτοβιογραφικών δεδομένων και στοιχείων της ελληνικής και της δυτικής ιστορίας, πλεοναστικά κατανεμημένων σε σχέση με τα πρώτα. Αναφέρονται ονόματα διάσημων ιστορικών προσωπικοτήτων, τα οποία συμπλέκονται αυθαίρετα με την προσωπική και γενεαλογική ιστορία του αφηγητή, με τρόπο που προκαλεί έκπληξη […]. Ο συνδετικός κρίκος αυτών των συσχετισμών βρίσκεται σε μια πλήρως ελευθερωμένη και χειραφετημένη από κάθε περιορισμό φαντασία. […]
Η αναζήτηση του ιδανικού, έτσι όπως εκφράζεται μέσω της προβολής της μεγαλομανίας του αφηγητή στον χώρο της ιστορίας, καθώς και στη μορφή του απόλυτου έρωτα, συντελεί στη διαμόρφωση μιας ψευδούς ιδιωτικής κοσμοαντίληψης, μιας καθαρής ουτοπίας, όπου τον κύριο λόγο έχει η επιθυμία. Κι αυτό, επειδή τα δεδομένα του πραγματικού φαίνονται περιοριστικά και ανεπαρκή, προκειμένου να ξεδιψάσουν τη βαθύτατη ανάγκη του απόλυτου, που διακατέχει τον ποιητή. Είναι ευδιάκριτο ότι, λόγω των τολμηρών υπερβολών και αντιθέσεων που ενσωματώνουν τα αυτοβιογραφήματα αυτά, παρουσιάζουν έκδηλα σημάδια νεωτερικότητας. Μέσα από την αυτοπροβολή και τη μεγέθυνση, καλλιεργούν ένα ιδιάζον χιούμορ, όπου δύσκολα διακρίνεται η μυθομανία από την αυτοειρωνεία».
(Γ. Παπακώστας, 2006, «Ένας λυρικός της αντισυμβατικότητας», εφημ. Το Βήμα, Νέες Εποχές, 3/12/2006, σελ. Β65)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου