Jennifer Baird
Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε… 1949»
Το ποίημα αποτελεί στο σύνολό του μια εικόνα της εποχής του Εμφυλίου. Ποιες επιμέρους εικόνες τη συνθέτουν;
Η πρώτη εικόνα που καταγράφει ο ποιητής είναι αυτή των φίλων που φεύγουν, μια εικόνα που παραμένει σκοπίμως ασαφής καθώς ο ποιητής αφήνει να πλανάται η αίσθηση της βίαιης εξορίας και του εκτοπισμού, αλλά και ο θάνατος. Οι φίλοι που χάνονται είναι οι φίλοι που σκοτώνονται στο πεδίο της μάχης, αλλά και οι φίλοι που εκτελούνται. Η πραγματική σκληρότητα της εικόνας παραμένει αθέατη, μιας και ο ποιητής προτιμά να δώσει την αίσθηση ενός αποχωρισμού που θα μπορούσε να είναι κι εκούσιος.
Οι επόμενες εικόνες ξεκινούν από τα ηχητικά ερεθίσματα που φτάνουν ως το κελί του ποιητή. Οι φωνές μιας μητέρας που περιφέρεται απελπισμένη στους δρόμους, ίσως σε μια εναγώνια αναζήτηση του παιδιού της και το σπαρακτικό κλάμα ενός παιδιού που μένει χωρίς απάντηση. Στα πλαίσια του εμφυλίου πάρα πολλοί άνθρωποι, κι από τις δύο παρατάξεις, έχασαν τη ζωή τους, κάποτε μάλιστα με απεχθείς τρόπους, με τραγικό αποτέλεσμα μητέρες να μένουν χωρίς τα παιδιά τους και παιδιά να χάνουν τους γονείς τους. Οι θάνατοι του αδελφοκτόνου αυτού πολέμου σκόρπισαν τον πόνο και το θρήνο στην ελληνική κοινωνία, αφήνοντας παντού λειψές οικογένειες.
Η επόμενη εικόνα δίνεται μονολεκτικά κι ενισχύεται με μια παρομοίωση που κρύβει όλη την πίκρα και την απογοήτευση του ποιητή. Ερείπια, αναφωνεί ο ποιητής, αναφερόμενος στην εικόνα που χαρακτηρίζει πλέον τη χώρα. Αμέσως μετά το τέλος της κατοχής και προτού προλάβει η ελληνική κοινωνία να επανέλθει από τις καταστροφές του γερμανικού στρατού, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος, με αποτέλεσμα οι καταστροφές του νέου πολέμου να έρθουν να προστεθούν σε αυτές του προηγούμενου και η Ελλάδα να είναι μια ερειπωμένη επικράτεια. Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες, σχολιάζει ο ποιητής, είναι πλέον η χώρα, με μια σαφή αναφορά στα προδομένα ιδανικά και στη διάψευση των προσδοκιών τόσο του ποιητή όσο και των υπόλοιπων ανθρώπων που πίστεψαν ότι ο αγώνας τους θα μπορούσε να δικαιωθεί.
Η εικόνα που κλείνει το ποίημα προέρχεται απευθείας από τη ζωή του ποιητή μέσα στη φυλακή. Οι εφιάλτες που στοιχειώνουν το δύσκολο ύπνο των κρατούμενων στα σιδερένια κρεβάτια της φυλακής, ιδίως τα ξημερώματα, την ώρα δηλαδή που συνηθίζονταν να γίνονται οι εκτελέσεις, έχουν να κάνουν με την αίσθηση των ανθρώπων αυτών ότι οι ελπίδες και τα όνειρά τους τελικά πληρώνονται μ’ έναν άδικο τερματισμό της ζωής τους. Οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για να δημιουργήσουν μια καλύτερη κοινωνία –ανεξάρτητα αν αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ή όχι, κι ανεξάρτητα από τις βλέψεις των ανώτερων στελεχών της παράταξής τους, για τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους ο εμφύλιος ήταν στην ουσία μια επανάσταση κατά της αδικίας και της εκμετάλλευσης-, έρχονται τώρα αντιμέτωποι με τη φυλάκιση και την προοπτική της εκτέλεσής τους. Απελπισία, απόγνωση και πόνος χαρακτηρίζουν τις στιγμές που ζουν οι άνθρωποι αυτοί γι’ αυτό και το ξημέρωμα νιώθουν πως το φως λιγοστεύει, καθώς οι ελπίδες τους χάνονται και η ζωή τους φτάνει προς το τέλος της. Ακόμη και όσοι δεν εκτελούνται, βίωναν τον πόνο και το φόβο των συντρόφων τους και περνούσαν κι εκείνοι εφιαλτικές νύχτες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου