Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Πιστεύετε πώς το βοσκόπουλο σκέφτεται και δρα λογικά στη συγκεκριμένη περίσταση; Τι εννοεί με τη φράση «ήμην εν συνειδήσει αθώος»;
«Δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις, εἰμὴ νὰ περιμένω. Θὰ ἐκράτουν τὴν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δὲν θὰ ὑπώπτευε τὴν παρουσίαν μου. Ἄλλως ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.» Ο νεαρός βοσκός είναι πράγματι αθώος ως προς τις περιστάσεις που τον έφεραν τόσο κοντά στο σημείο που έπεσε να κολυμπήσει η Μοσχούλα, αλλά δεν είναι απολύτως αθώος ως προς το γεγονός ότι παραμένει στο σημείο εκείνο κι εν τέλει ενδίδει στην περιέργειά του και αρχίζει να παρατηρεί την γυμνή κοπέλα. Ο νεαρός από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η Μοσχούλα έχει βρεθεί στη θάλασσα σκέφτεται πως η θέση του είναι δύσκολη γιατί μοιάζει σαν να βρίσκεται εκεί σκόπιμα. «Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης.»
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του σατυρίσκο του βουνού γιατί ξέρει πως έτσι θα τον δουν και οι άλλοι αν μάθουν για το περιστατικό αυτό. Αντιμετωπίζει κι ο ίδιος τον εαυτό του ενοχικά, γιατί απλούστατα τα συναισθήματά του για τη Μοσχούλα δεν είναι τελείως αθώα. Ο νεαρός είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα και το γεγονός ότι εκείνη κολυμπά γυμνή πολύ κοντά του, του προκαλεί μια, όπως θα φανεί, ακατανίκητη επιθυμία. Ο νεαρός βοσκός από την πρώτη στιγμή που θα αντικρίσει τη Μοσχούλα: «Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει·», μαγεύεται από την ομορφιά της και αρχίζει να κυριεύεται από μια έντονη επιθυμία να συνεχίσει να την κοιτάζει. Οι σκέψεις διαφυγής είναι η ύστατη προσπάθεια να δει λογικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά οι δικαιολογίες που βρίσκει για κάθε πιθανό σχέδιο διαφυγής υποδηλώνουν πως στην πραγματικότητα αυτό που θέλει περισσότερο είναι να παραμείνει εκεί κοντά ώστε να απολαύσει το υπέροχο θέαμα. Ο ήρωας έχει ήδη πέσει θύμα του γυναικείου πειρασμού και μάλιστα από τη στιγμή που βλέπει το γυμνό της σώμα, όχι μόνο δε θέλει να φύγει, αλλά αναζητά υποσυνείδητα και κάποια αφορμή για να πλησιάσει την κοπέλα: «Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἂν μοῦ ἦλθον πονηροί, καὶ συνάμα παιδικοὶ ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Να ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νὰ ἔβαζε μιὰ φωνή! νὰ ἔβλεπε κανένα ροφὸν εἰς τὸν πυθμένα, τὸν ὁποῖον νὰ ἐκλάβῃ διὰ θηρίον, διὰ σκυλόψαρον, καὶ νὰ ἐφώναζεν βοήθειαν!» Παρατηρούμε, επομένως, πως ενώ ο νεαρός ήρωας δεν ευθύνεται για το γεγονός ότι βρέθηκε στο σημείο εκείνο, είναι εν τέλει υπόλογος για το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να κατανικήσει τις επιθυμίες του κι έμεινε να παρατηρεί την κοπέλα εν αγνοία της.
Πιστεύετε πώς το βοσκόπουλο σκέφτεται και δρα λογικά στη συγκεκριμένη περίσταση; Τι εννοεί με τη φράση «ήμην εν συνειδήσει αθώος»;
«Δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις, εἰμὴ νὰ περιμένω. Θὰ ἐκράτουν τὴν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δὲν θὰ ὑπώπτευε τὴν παρουσίαν μου. Ἄλλως ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.» Ο νεαρός βοσκός είναι πράγματι αθώος ως προς τις περιστάσεις που τον έφεραν τόσο κοντά στο σημείο που έπεσε να κολυμπήσει η Μοσχούλα, αλλά δεν είναι απολύτως αθώος ως προς το γεγονός ότι παραμένει στο σημείο εκείνο κι εν τέλει ενδίδει στην περιέργειά του και αρχίζει να παρατηρεί την γυμνή κοπέλα. Ο νεαρός από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η Μοσχούλα έχει βρεθεί στη θάλασσα σκέφτεται πως η θέση του είναι δύσκολη γιατί μοιάζει σαν να βρίσκεται εκεί σκόπιμα. «Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης.»
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του σατυρίσκο του βουνού γιατί ξέρει πως έτσι θα τον δουν και οι άλλοι αν μάθουν για το περιστατικό αυτό. Αντιμετωπίζει κι ο ίδιος τον εαυτό του ενοχικά, γιατί απλούστατα τα συναισθήματά του για τη Μοσχούλα δεν είναι τελείως αθώα. Ο νεαρός είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα και το γεγονός ότι εκείνη κολυμπά γυμνή πολύ κοντά του, του προκαλεί μια, όπως θα φανεί, ακατανίκητη επιθυμία. Ο νεαρός βοσκός από την πρώτη στιγμή που θα αντικρίσει τη Μοσχούλα: «Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει·», μαγεύεται από την ομορφιά της και αρχίζει να κυριεύεται από μια έντονη επιθυμία να συνεχίσει να την κοιτάζει. Οι σκέψεις διαφυγής είναι η ύστατη προσπάθεια να δει λογικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά οι δικαιολογίες που βρίσκει για κάθε πιθανό σχέδιο διαφυγής υποδηλώνουν πως στην πραγματικότητα αυτό που θέλει περισσότερο είναι να παραμείνει εκεί κοντά ώστε να απολαύσει το υπέροχο θέαμα. Ο ήρωας έχει ήδη πέσει θύμα του γυναικείου πειρασμού και μάλιστα από τη στιγμή που βλέπει το γυμνό της σώμα, όχι μόνο δε θέλει να φύγει, αλλά αναζητά υποσυνείδητα και κάποια αφορμή για να πλησιάσει την κοπέλα: «Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἂν μοῦ ἦλθον πονηροί, καὶ συνάμα παιδικοὶ ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Να ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νὰ ἔβαζε μιὰ φωνή! νὰ ἔβλεπε κανένα ροφὸν εἰς τὸν πυθμένα, τὸν ὁποῖον νὰ ἐκλάβῃ διὰ θηρίον, διὰ σκυλόψαρον, καὶ νὰ ἐφώναζεν βοήθειαν!» Παρατηρούμε, επομένως, πως ενώ ο νεαρός ήρωας δεν ευθύνεται για το γεγονός ότι βρέθηκε στο σημείο εκείνο, είναι εν τέλει υπόλογος για το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να κατανικήσει τις επιθυμίες του κι έμεινε να παρατηρεί την κοπέλα εν αγνοία της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου