Paul Bond
Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 5η
Ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει (να προβάλει ως γενικά αποδεκτό) ότι όλοι μπορούν να κατέχουν την αρετή και ότι η αρετή διδάσκεται, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα. Να τα καταγράψετε και να τα αξιολογήσετε.
α) Στην αρχή της ενότητας ο Πρωταγόρας θέτει ως δεδομένη την ιδέα της καθολικότητας της αρετής, μολονότι αυτό αποτελεί δικό του συμπέρασμα, που βασίζεται στις συμπεριφορές των ανθρώπων: «όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως ο καθένας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή».
Προκειμένου, λοιπόν, να στηρίξει την άποψή του σχετικά με την καθολικότητα της αρετής, χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα που αντλεί από την παρατήρηση της καθημερινότητας των Αθηναίων. Το επιχείρημα βασίζεται στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίοι οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν εκείνον που ψευδώς ισχυρίζεται ότι κατέχει κάποια τέχνη κι εκείνον που με ειλικρίνεια αποδέχεται ότι δεν είναι δίκαιος.
Στην πρώτη περίπτωση εξοργίζονται με την ανειλικρίνεια του συμπολίτη τους και οι δικοί του τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός, καθώς γίνεται εύκολα αντιληπτό το εάν κάποιος γνωρίζει μια τέχνη ή όχι.
Στην περίπτωση όμως της δικαιοσύνης, οι Αθηναίοι θεωρούν δεδομένο ότι όλοι οφείλουν να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι, είτε αυτό είναι αλήθεια είτε όχι. Κι ενώ σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα απαιτούν ειλικρίνεια, ως προς το θέμα της δικαιοσύνης απαιτούν έστω και την ψευδή αποδοχή της, καθώς πιστεύουν πως εκείνος που δεν υιοθετεί και δεν αποδέχεται τη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να ζει μαζί με τους άλλους ανθρώπους.
Η προθυμία, άλλωστε, των Αθηναίων να εθελοτυφλήσουν μπροστά στην πραγματική φύση των συνανθρώπων τους αναδεικνύει κατηγορηματικά τη μέγιστη σημασία που αποδίδουν στην ανάγκη της κοινής αποδοχής των θεμελιωδών αρχών της κοινωνικής συνύπαρξης.
Η πειστικότητα του επιχειρήματος είναι μερική μόνο, καθώς ο σοφιστής χρησιμοποιεί αφενός πορίσματα μιας εμπειρικής παρατήρησης κι αφετέρου τα παρουσιάζει μέσα από το πρίσμα του επιθυμητού. Οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι «πρέπει» να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι και το βρίσκουν «αναγκαίο» να μην υπάρχει κανείς που να μη μετέχει στη δικαιοσύνη. Μέσα απ’ αυτές τις σκέψεις, δηλαδή, μας παρουσιάζει ο Πρωταγόρας τι θεωρούν οι Αθηναίοι ότι πρέπει να γίνεται και όχι τι ακριβώς γίνεται. Αυτή η προσέγγιση μας παρουσιάζει το δέον και το επιθυμητό, αλλά μας αποκρύπτει το είναι και το συμβαίνον.
β) Σε ό,τι αφορά το διδακτό της αρετής ο Πρωταγόρας διακρίνει σε δύο κατηγορίες τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων: εκείνα που είναι έμφυτα κι εκείνα που αποκτώνται μέσα από τη διδασκαλία και την εξάσκηση. Παράλληλα, παρουσιάζει τη στάση των ανθρώπων απέναντι στις αρνητικές εκφάνσεις αυτών των χαρακτηριστικών, ανατρέχοντας ουσιαστικά εκ νέου σε παραδείγματα αντλημένα από την παρατήρηση της καθημερινής συμπεριφοράς των πολιτών.
Για όσα, λοιπόν, αρνητικά γνωρίσματα έχουν οι άνθρωποι από τη φύση τους, οι συμπολίτες τους δεν οργίζονται μαζί τους, ούτε επιχειρούν να τους νουθετήσουν. Η καχεκτική διάπλαση του σώματος, η ασχήμια και το μικρό ύψος, για παράδειγμα, είναι στοιχεία που οι άνθρωποι αποκτούν από τη φύση τους ή τυχαία, οπότε όλοι αντιλαμβάνονται πως είναι μάταιο να επιχειρήσουν να τα αλλάξουν με τιμωρίες ή συμβουλές.
Σε σχέση, όμως, με τα θετικά γνωρίσματα που κάθε πολίτης μπορεί να αποκτήσει μέσα από τη διδασκαλία, την άσκηση και την επιμέλεια, οι άνθρωποι οργίζονται μ’ εκείνους που δεν έχουν φροντίσει να τ’ αποκτήσουν. Αν, δηλαδή, κάποιος έχει αρνητικά γνωρίσματα στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, οι συμπολίτες του τον τιμωρούν ή το συμβουλεύουν, προκειμένου να τον αναγκάσουν να τα εξαλείψει ή τουλάχιστον να τα βελτιώσει μέσα από την κατάλληλη διδαχή και εξάσκηση. Σ’ αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά, μάλιστα, που θα μπορούσε κάποιος να βελτιώσει με τη διδασκαλία, συγκαταλέγονται η αδικία και η ασέβεια, ό,τι δηλαδή είναι αντίθετο στην πολιτική αρετή.
Η σκέψη του Πρωταγόρα, επομένως, είναι πως εφόσον οι Αθηναίοι καταφεύγουν σε τιμωρίες και νουθεσίες, για να συνετίσουν εκείνους που δεν έχουν αποκτήσει θετικές συμπεριφορές και θετικά γνωρίσματα του χαρακτήρα, είναι εύλογο πως θεωρούν ότι τα στοιχεία που συνιστούν την πολιτική αρετή μπορούν να αποκτηθούν απ’ όλους, αν τους δοθεί η κατάλληλη διδασκαλία.
Το δεύτερο επιχείρημα, παρά την προφανή λογική που απορρέει από την εμπειρική παρατήρηση, ενέχει ορισμένες αντιφάσεις και ατέλειες που μειώνουν την πειστικότητά του:
- Στην εισαγωγική παρουσίαση του επιχειρήματος ο σοφιστής αναφέρει πως οι άνθρωποι θεωρούν ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αποκτάται με επιμέλεια, απ’ όποιον την αποκτά (ᾧ ἂν παραγίγνηται), υπονομεύοντας έτσι την αρχή της καθολικότητας που είχε προηγουμένως υποστηρίξει.
- Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρεται στα θετικά επίκτητα γνωρίσματα, όταν λέει: εάν κάποιος δεν τα έχει (ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ), όπου επί της ουσίας παραδέχεται ότι δεν τα αποκτούν όλοι οι άνθρωποι. Η αδυναμία αυτή των ανθρώπων προσκρούει τόσο με την καθολικότητα της αρετής, όσο και με τη σκέψη ότι όλοι μπορούν να διδαχτούν και να αποκτήσουν την πολιτική αρετή.
- Με τη διαπίστωση του επιχειρήματος «ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις» ο Πρωταγόρας παρουσιάζει ως δεδομένο αυτό που οφείλει να αποδείξει, έχουμε δηλαδή λήψη του ζητουμένου.
Οι ελλείψεις του επιχειρήματος θεραπεύονται μόνο αν δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας εννοεί, έστω κι αν δεν το διατυπώνει έτσι, ότι όλοι εν δυνάμει μπορούν να μετέχουν της πολιτικής αρετής και πως όλοι έχουν τη δυνατότητα να τη διδαχτούν. Αν γίνει αυτή η διευκρίνιση τότε μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις στην καθολικότητα και στο διδακτό της αρετής, χωρίς να καταρρίπτονται οι θέσεις του σοφιστή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου