Judy Kirouac
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης «Η αποσώστρα» [Τράπεζα Θεμάτων]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)
Η
αποσώστρα
Ότ᾿ είχε βασιλέψ᾿ ο ήλιος. Κατεβαίναμε το στενό
καλδερίμι, τον κατήφορο. Ζερβά μεριά, στο κάτω σκαλοπάτι του παλιού σπιτιού του
Γιάννου τ᾿
Αγιώτη (μια φορά ήτον του Γιάννου τ᾿ Αγιώτη, όταν ο μακαρίτης εζούσε κ᾿ εμεθούσε ακόμα· τώρα δεν ξέρω πλια τίνος
είναι, γιατί πέρασαν τόσα χρόνια!) καθέταν η Μορισώ το Γιαλινάκι, με τη ρόκα
της, με τ᾿
αδράχτι της, μαζί με δυο άλλες, κι άλεθε η γλώσσα της. Την στιγμή που περνούσα,
άκουσα να πέση μια παροιμία απ᾿ το στόμα της:― Τρεις
οπ᾿ σ᾿ έχω, άντρα, και τρεις οπ᾿ μ᾿ έχεις, έξι· και τρεις του παιδιού,
εννιά…
Εκείνο το δειλινό, είχε σπαργανίσει,
καθώς έμαθον, μία νιόνυφη, η γυναίκα του Κώστα του Μπουλτογιάννη. Εξ εφτά μήνες
είχαν περάσει απ᾿
το γάμο. Η θεια-Μορισὼ
εσχολίαζε, τώρα, κατά τον δικόν της τον τρόπο, το φταμηνίτικο ή το πρωιμάδι,
που είχεν έρθει στον κόσμον αυτόν. Όλα τα συμβάντα του μικρού χωριού, τα όσα
γίνονταν, και τα όσα δεν είχαν γίνει ακόμα, έτσι τα σχολίαζε. Δεν άφηνε καμμιά
κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ᾿ αποσώση. Μ᾿ αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την
ώρα της, κ᾿
έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών οι ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, σ᾿ αυτόν τον παλιόκοσμο;
Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο
σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά. Ο
γυιος της, ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρει μαύρα πέλαγα. Άμορος
είχε γίνει, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε·
ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θα ᾽ρθη, και δεν ερχότανε. Την κόρη της,
την είχε καλοπαντρέψει, μα δεν είχε τύχη να ζήσῃ· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε
ως που ν᾿ αποχτήση το δικαίωμα ο πατεριασμένος
του να κληρονομήση τα προικιά, κ᾿ ύστερα, στους πέντε μήνες
ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήτον ο μεγαλύτερος καημός της θεια-Μορισίνας!
Και τώρα εγήραζε, κ᾿ εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους
τέσσερες τοίχους του σπιτιού της. Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι,
μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ᾿ ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ᾿ τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο
και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Αυτό, σαν έγινε δεκαπέντε
χρόνων, αγάπησ᾿ ένα
νέον στη γειτονιά και μια βραδιά, τη Σαρακοστή, όταν η ψυχομάννα της ήτον στην
Εκκλησιά (γιατί είχε ξαναρχίσει, φυσικά, να πηγαίνη, επειδή δεν υπόφερνε να
τήνε λένε «ξεχωρισμένη» κι «αλιβάνιστη») έμπασε τον αγαπητικό στο σπίτι, κ᾿ έκαμε αρρεβώνα μαζί του. «Ή θα με
πάρης, ή θα χαθώ».
Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ᾿ το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την
πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο. Εδώ «τα ηύρε
σκούρα». Οι
δικολάβοι, οπού δεν λείπουν από κανένα
μικρό χωριό, υπερασπίστηκαν τη νέα, και την εσυμβούλεψαν να μην κουνηθή από το
σπίτι. Η θειά το Γιαλινάκι επήγε σ᾿ ένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως
μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι αυτός την ορμήνεψε να
βάλη μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήσῃ να πεθάνη απ᾿ το κρύο, κι απ᾿ το άλλο μέρος, να του κάμη το σπίτι
απάνω του, οικονομικά, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια-Μορισίνα. Αληθινά, χωρίς
να το καλοσυλλογιστή, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό», κ᾿ έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους,
ένα κοντόγιορτο, κι άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια…
Τότε, έξαφνα, την επήρε το παράπονο,
κόπηκε η καρδιά της, κι άρχισε να χύνη τόσα δάκρυα απ᾿ τα μάτια της, ως να είχε μέσα της
ολάκερη στέρνα βουλωμένη, που δεν είχε δουλευτή ποτέ, και τώρα μόνο άρχισε να
ξεχειλίζη. Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της, και τον επαρακάλεσε
να της χαλάση το έγγραφο το «οικονομικό». Ο ξάδερφος, όμως, δεν φαίνεται να
είχε πολλά υγρά μέσα του· αρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κ᾿ είπε πως το σπίτι ήτον δικό του…
Αφού είδε κι αποείδε, η γρια-Μορισίνα,
και καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε
καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι αυτή ν᾿ αποσώνη τις κουβέντες, τα μαντάτα, και
τις δουλειές των αλλωνών. Κ᾿ επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σχόλια για
κάθε τι. Η μεγαλύτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκώμια
για τον καθένα.
Άμα έβγαινε το πουρνό απ᾿ την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που
είχε ξαναρχίσει να πηγαίνη, το έστρων᾿ εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά απ᾿ το σπίτι της, κ᾿ έπιανε λακριντί με τις γειτόνισσες.
Τις καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, εδούλευε κ᾿ η γλώσσα της, σαν να έκαναν ζευγάρι τα
δυο. Τις Κυριακές, που έβλεπε και πλειότερον κόσμο (γιατί το στενό κατηφορικό
καλδερίμι ήτον πρώτο σοκάκι κατά το γιαλό, δίπλα στην πιάτσα) άλεθε το διπλό η
γλώσσα της.
Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά
στολισμένον, με γαλάζια γυαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά
φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα, καί τ᾿ άσπρα, που ᾽ν᾿ τα;»
Αν επερνούσε καμμιά νιόνυφη, με
ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της εφαίνεταν τόσο
νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα πω; Κουρμαντέλα, να μην αβασκαθή, το κορμί
της!…»
Αν ήτον κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι
είν᾿ τούτο, μαθές; Πώς δεν την εξεδίπλωσε η
μάννα της;…»
Αν ήτον καμμιά ψηλή κι άγαρμπη: «Δε σας
φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη… ποὺ το πάει ο μπάρμπ᾿ Αναγνώστης μπροστά απ᾿ τον παπά, που θα πη το “Σοφία,
ορθοί”»;
Αν έβλεπε κανένα κορίτσι πολύ
μαυρειδερό: «Την επάτησε στην μπογιά ου Αρούμ᾿ς» (παραγκώμι ενός βαφιά του τόπου).
Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο:
«Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο
μισό. Χρειάζεται σκαλωσιά να βάλη ο
Αριφός» (παρατσούκλι του πρωτομάστορη, που σκάρωνε τα καράβια).
Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια,
τα ᾽παιρνε «κουτουριάρικα», και τα ᾽χε σχεδόν μονοπώλιο, η γρια-Μορισίνα.
Εκείν᾿ η παροιμία που ακούσαμε απ᾿ το στόμα της, «Τρεις οπ᾿ σ᾿ έχω», κτλ., ήτον μόνο συνέχεια χωρίς
τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γίνει ο αρρεβώνας, του ίδιου τ᾿ αντρόγυνου, είχε ᾽πει: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα
στοιχειά βλογιούνται…»
Μια βραδιά, προ χρόνων, όταν είχε βγη
περίπατο ένα ζευγάρι αρρεβωνιασμένων, οπού οι μαννάδες και των δυο κάτι παλιά
ψεγάδια είχαν, φαίνεται, στην υπόληψή τους, η γριά έξαφνα είχε ξεφωνίσει:
― Τι
ταιριασμένο
αντρόγυνο,
να
σ᾿ πω!
― Σε
τι
είναι
ταιριασμένο,
θεια-Μορισώ;
την
ερώτησαν.
― Να
πλια,
π……ς
γυιος,
και
π……ς
δυχατέρα,
απήντησεν
η γερόντισσα.
Μια χρονιά, είναι τώρα πολύς καιρός, ο
καινούργιος δήμαρχος που είχε γίνει στο χωριό, θέλοντας να νεωτερίση, ξώδεψε
ολίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμη λέει «αρτεσιανά φρέατα».
Ύστερ᾿ απ᾿ ολίγους μήνες, τα ψευτοπήγαδα χάλασαν,
κ᾿ έγιναν άχρηστα. Η θεια-Μορισίνα, πήγ᾿ ένα βράδυ να γεμίση το κανατάκι της, σ᾿ έν᾿ απ᾿ αυτά, και δεν ηύρε νερό στάλα.
― Παλαβώσανε
και
τα
φτιάσανε·
παλαβώσανε
και
τα
χαλάσανε;
είπε.
Θαρρώ πως αυτό ήτον το απόφθεγμά της το
τελευταίο. Ύστερ᾿
απ᾿ ολίγο, σχωρέθηκε.
(Η αποσώστρα, 1905)
καλδερίμι ή καλντερίμι: λιθόστρωτος δρόμος του οποίου οι
πέτρες δεν είναι κατεργασμένες.
πλια: πια
ρόκα: ράβδος στην οποία τοποθετούταν μαλλί για γνέσιμο.
αδράχτι: ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό
εργαλείο με τον οποίο γνέθουν το μαλλί.
σπαργανίσει >σπάργανα: η μακριά και πλατιά ταινία με την
οποία άλλοτε τύλιγαν τα βρέφη, φασκιά.
πρωιμάδι: πρώιμος καρπός.
λακριντί: φλύαρη συζήτηση, κουβέντα, διήγηση·
φλυαρία.
αποσώνω: αποτελειώνω κτ. που έχω αρχίσει.
αδιαφόρετος: που δε φέρνει διάφορο, κέρδος·
άχρηστος.
άμορος: άφαντος.
πατεριασμένος: ο κακός πατέρας
δικολάβος: πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά
του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια.
στέρνα: κατασκευή, είδος χτιστής δεξαμενής,
που χρησιμοποιείται για αποθήκευση υγρών, ιδίως νερού.
κόρδα: χορδή / τμήμα μοναστηριού
ποδογύρι: το κάτω μέρος του υφάσματος των
γυναικείων ρούχων, που γυρίζει προς τα μέσα και γαζώνεται.
τέμπλο: εικονοστάσιο αρκετά ψηλό που χωρίζει
το Άγιο Βήμα από τον κυρίως ναό.
ανέμη: όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη,
γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε
κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι.
κουτουριάρικα: απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς
υπολογισμό ή προγραμματισμό.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1.
Να εντοπίσετε τα τέσσερα δευτερεύοντα πρόσωπα της αφήγησης (12 μονάδες)
Στο πλαίσιο του διηγήματος γίνεται
αναφορά σε αρκετά επιμέρους πρόσωπα, αν συμπεριλάβουμε τον αφηγητή, αλλά κι
εκείνα τα πρόσωπα που αναφέρονται παρεμπιπτόντως, όπως είναι οι γειτόνισσες ή
οι μισομεθυσμένοι εργάτες. Μπορούμε, ωστόσο, να ξεχωρίσουμε τέσσερα
δευτερεύοντα πρόσωπα στα οποία γίνεται μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης
αναφορά. Έχουμε, έτσι:
ð τη μικρή κοπέλα που η Μορισώ παίρνει
κοντά της ως ψυχοπαίδι και την ανατρέφει μέχρι και τα δεκαπέντε της χρόνια
ð τον ξάδερφο της ηρωίδας, τον
κυβερνητικό υπάλληλο, ο οποίος εκμεταλλεύεται την αγανάκτηση της Μορισώς για την
ψυχοκόρη της, που έφερε κρυφά στον σπίτι τον αγαπητικό της και τον
αρραβωνιάστηκε, και την πείθει να γράψει σ’ αυτόν το σπίτι της, δήθεν για να
την εξυπηρετήσει στην προσπάθειά της να τιμωρήσει το ψυχοπαίδι της
ð τον σύζυγο της μοναδικής της κόρης, ο
οποίος αφού η γυναίκα του πέθανε στη γέννα και το παιδί τους έζησε μόνο όσο χρειάστηκε
για να γίνει ο ίδιος νόμιμος κάτοχος της προίκας, παντρεύτηκε αμέσως μετά μιαν
άλλη γυναίκα
ð τον μικρό γιο της ηρωίδας, ο οποίος
βρισκόταν ήδη πολλά χρόνια στην Αμερική κι ενώ έγραφε στη μητέρα του πως θα
έρθει, δεν ήρθε εντούτοις ποτέ.
α.2.
Να καταγράψετε δύο σημεία αλλαγής του χρόνου της αφήγησης (8 μονάδες)
Οι εναλλαγές του χρόνου της αφήγησης
είναι συχνές καθώς ο αφηγητής ακόμη και στο πλαίσιο των αναδρομών εντάσσει
δραματικούς ενεστώτες, για να καταστήσει πιο παραστατικά τα δρώμενα της
ιστορίας ή περνά από τον αόριστο των μοναδικών γεγονότων στον παρατατικό της
θαμιστικής αφήγησης.
α) Παρατηρούμε, έτσι, πως αφού έχει
ολοκληρωθεί η συνοπτική παρουσίαση της τύχης των παιδιών της «αυτός ήτον ο
μεγαλύτερος καημός της θεια-Μορισίνας!», η αφήγηση τρέπεται σε παροντική: «Και
τώρα εγήραζε, κ᾿
εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της.»
β) Αντιστοίχως, στο κλείσιμο του
διηγήματος, ενώ έχουμε μια συνεχή αναφορά σε σχόλια που έκανε στο παρελθόν η
ηρωίδα, αίφνης ο αφηγητής δηλώνει την παρουσία του επαναφέροντας την αφήγηση σε
παροντικό χρόνο:
«― Παλαβώσανε
και
τα
φτιάσανε·
παλαβώσανε
και
τα
χαλάσανε;
είπε.
Θαρρώ πως αυτό ήτον το απόφθεγμά της το τελευταίο.»
α.3.
Να επισημάνετε τον αφηγητή του κειμένου και τη σχέση του με τα άλλα πρόσωπα της
ιστορίας. (5 μονάδες)
Ο αφηγητής καθιστά εμφανή την παρουσία
του σε αρκετά σημεία του διηγήματος είτε ως μέρος της παρέας του είτε ως
μεμονωμένο πρόσωπο:
«Κατεβαίναμε το στενό καλδερίμι...»
«τώρα δεν ξέρω πλια τίνος είναι...»
«Την στιγμή που περνούσα...»
«Εκείνο το δειλινό, είχε σπαργανίσει,
καθώς έμαθον, μία νιόνυφη...»
«Εκείν᾿ η παροιμία που ακούσαμε απ᾿ το στόμα της...»
«Θαρρώ πως αυτό ήτον το
απόφθεγμά της το τελευταίο.»
Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει ο
αφηγητής τον εαυτό του στη ζωή του μικρού νησιώτικου χωριού, υποδηλώνει πως
είναι κι ο ίδιος ένας από τους κατοίκους, κι έχει έτσι την ευκαιρία ν’ ακούσει
προσωπικά κάποια από τα καυστικά της σχόλια. Ωστόσο, ο αφηγητής δεν έχει ή έστω
δεν δηλώνει πως έχει κάποια άμεση σχέση με την ηρωίδα και την οικογένειά της,
πέρα απ’ το γεγονός πως είναι συγχωριανοί. Μπορούμε, πάντως, να εικάσουμε πως
το χωριό αυτό βρίσκεται στη Σκιάθο, στο νησί που γεννήθηκε και πέρασε τα
παιδικά του χρόνια ο συγγραφέας.
β.1.
Να περιγράψετε το χαρακτήρα της βασικής ηρωίδας του διηγήματος.(20 μονάδες)
Η Μορισώ υπήρξε, όπως χαρακτηριστικά
σχολιάζει ο αφηγητής, παραπονεμένη και πολύπαθη γυναίκα. Στάθηκε άτυχη με το
γάμο της, αφού ο άντρας της ήταν ένας αδιαφόρετος, ένας άχρηστος, όσο ζούσε, κι
όταν πέθανε την άφησε με τρία παιδιά, από τα οποία πάλι δεν γνώρισε κάποια
χαρά. Ο μεγάλος της γιος είχε μπαρκάρει, τριάντα χρόνια ήδη, κι έκτοτε δεν είχε
ακουστεί ξανά, γεγονός που σημαίνει πως ίσως είχε πεθάνει σε κάποια μακρινή
χώρα. Ο μικρός της γιος, αν και ήταν σίγουρα ζωντανός, έμενε ωστόσο στην
Αμερική και δεν επισκεπτόταν ποτέ τη μητέρα του. Ενώ, η μοναδική της κόρη, την
οποία η ηρωίδα είχε καταφέρει να καλοπαντρέψει, πέθανε στη γέννα και το παιδί
της, το εγγόνι της ηρωίδας, ξεψύχησε λίγους μήνες μετά.
Η άτυχη οικογενειακή πορεία της Μορισώς
την είχε πικράνει βαθύτατα και την είχε αφήσει με την ανάγκη μιας συντροφιάς,
γι’ αυτό και η ηρωίδα φρόντισε να πάρει ως ψυχοπαίδι, να υιοθετήσει δηλαδή, ένα
κοριτσάκι, απ’ την απέναντι στεριά της Σκιάθου. Ωστόσο, παρά την αγάπη και τη
φροντίδα που της έδειξε, εκείνη στα δεκαπέντε της χρόνια, χωρίς να τη
συμβουλευτεί καν, αρραβωνιάστηκε με εκβιασμό τον αγαπητικό της. Το γεγονός αυτό
πλήγωσε ιδιαίτερα την Μορισώ, η οποία στην προσπάθειά της να τιμωρήσει την
ψυχοκόρη της, γνώρισε και μιαν απρόσμενη προδοσία από έναν ξάδερφό της, ο
οποίος την εκμεταλλεύτηκε και οικειοποιήθηκε το σπίτι της.
Έτσι, πλήρως απογοητευμένη η Μορισώ και
μη έχοντας πια κανέναν δικό της άνθρωπο, συνειδητοποίησε πως ό,τι κι αν
προσπάθησε στη ζωή της απέτυχε, οπότε έπαψε πια να διεκδικεί οποιουδήποτε
είδους ευτυχία στην προσωπική της ζωή κι αποφάσισε να ασχολείται αποκλειστικά
με τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Άρχισε, λοιπόν, να σχολιάζει τους γύρω της, να
σκαρώνει σκωπτικά τραγουδάκια και να βγάζει παρατσούκλια για τους συγχωριανούς
της.
Τα σχόλιά της ήταν, βέβαια, πολύ
καυστικά κι η διάθεσή της για κουτσομπολιό αστείρευτη, αφού δεν είχε πια καμιά
άλλη ασχολία στη ζωή της. Ωστόσο, ο αφηγητής στέκει με συμπάθεια απέναντι στην
ηρωίδα του, καθώς γνωρίζει πως όλη η πίκρα κι όλη η κακία που έβγαινε στα
σχόλιά της, δεν ήταν παρά απόρροια της βαθιάς δυστυχίας και απογοήτευσης που
είχε γνωρίσει στη ζωή της. Ο αφηγητής, επομένως, δεν παρουσιάζει την ηρωίδα ως
κακό άνθρωπο ή ως αναίτια αγενή και προσβλητική. Τονίζει επαρκώς τις προσωπικές
της ατυχίες, ώστε να είναι σαφές πως οι αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα της
υπήρξαν γέννημα μιας σειράς κακοδαιμονιών και ατυχιών στην προσωπική της ζωή.
β.2.
Να διακρίνετε σε ποιο κοινωνικό στερεότυπο ανταποκρίνεται. (5 μονάδες)
Η Μορισώ το Γιαλινάκι, η ηρωίδα του
διηγήματος, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναίκας της εποχής, που κουτσομπολεύει
και σχολιάζει τη ζωή και τις πράξεις των άλλων ανθρώπων. Πικραμένη κι
απογοητευμένη απ’ τη δική της ζωή, παύει από ένα σημείο και μετά να ασχολείται
με τη δική της οικογένεια και τις δικές της υποθέσεις, αφού είναι πια χήρα και
τα παιδιά της έχουν πεθάνει ή ζουν μακριά από εκείνη, κι αρχίζει να ασχολείται
αποκλειστικά με τη ζωή των συγχωριανών της.
Η αδιακρισία και το κουτσομπολιό
αποτελούν στοιχεία που αποδίδονταν στερεοτυπικά στις γυναίκες, μιας κι ήταν
συνήθειο της εποχής να μαζεύονται τα απογεύματα στις αυλές ή στα εξωτερικά
σκαλιά των σπιτιών και να σχολιάζουν όποιον περνούσε από εκεί. Πρόκειται,
βέβαια, για μια μάλλον άδικη τοποθέτηση, εφόσον ήταν εξίσου πιθανό να έκαναν
παρόμοια σχόλια κι οι άντρες στα καφενεία που μαζεύονταν, ωστόσο η συνήθεια
αυτή των γυναικών ήταν αρκετά διαδεδομένη και τόσο συχνή, ώστε τους αποδόθηκε
ως βασικό γνώρισμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου