Julien Oncete
Κική
Δημουλά «Τα πάθη της βροχής»
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα
μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σί, σί, σί.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ‘μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη
βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιώτα, γιώτα κοντά στο
σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν
και μουρμουρμίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σα μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά ‘ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
(Το λίγο του κόσμου, 1971)
συλλογιστός
και συνέρημος· λέξεις
πεποιημένες· συλλογιστός ήχος είναι προφανώς αυτός που συντροφεύει τους
λογισμούς και συνέρημος ο σύντροφος της ερημίας (= μοναξιάς).
κρυστάλλινα
ψηφία· εκτός από την
ακουστική υπάρχει εδώ και οπτική εικόνα σχετιζόμενη με τη γραφή της λέξης εσύ·
το ύψιλον έχει σχήμα ποτηριού. Πρόκειται για την άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση,
που ουσιαστικά είναι άλλη γραφή κι άλλη ανάγνωση βασανιστικών ερωτικών
συναισθημάτων που γεννά η απουσία και τα επιτείνει η μελαγχολική βροχή.
Σχόλιο
Το ποίημα, σύμφωνα με τον τίτλο του,
είναι μία αφήγηση των παθών της βροχής. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο συμβολισμό
που αυτοπαρουσιάζεται ήδη με τον τίτλο του ποιήματος. Το σύμβολο (η βροχή) από
αντικείμενο γίνεται υποκείμενο του ποιήματος, φορέας συναισθημάτων και φορέας ποιητικής
δράσης, ενώ το αληθινό υποκείμενο —η ποιήτρια— απαλλαγμένη από το βάρος του
βασανιστικού και γεμάτου ένταση συναισθήματος που προκαλεί η ερωτική στέρηση
και η ερωτική απουσία, αναλαμβάνει τον περιθωριακό ρόλο του παρατηρητή των
συναισθημάτων της, τα οποία δεν διστάζει και να σχολιάζει και να σαρκάζει.
«Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα
μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σί, σί, σί.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής»
Ο αρκτικός στίχος του ποιήματος
αποδίδει την ένταση των συναισθημάτων της ποιήτριας, η οποία κινείται αμφίρροπα
μεταξύ συλλογισμών και παραλογισμών∙ η λογική της αδυνατεί να χαλιναγωγήσει το
αίσθημα θλίψης που την ταλανίζει, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε παράλογες
σκέψεις. Κι είναι ακριβώς τη στιγμή που η ποιήτρια πασχίζει να εκλογικεύσει τα
συναισθήματά της, νιώθοντας ήδη πως δεν μπορεί να τα θέσει υπό έλεγχο, όταν
αρχίζει να πέφτει κι η βροχή.
Η βροχή, που με την έλευσή της
επιτείνει τη μελαγχολική διάθεση της ποιήτριας, βιώνει τα δικά της «πάθη».
Πέφτει νικημένη∙ πέφτει έχοντας λιώσει, και δημιουργεί πάντοτε τον ίδιο
ηττημένο ήχο: σί, σί, σί. Ο συναισθηματικός κλονισμός της ποιήτριας, η δική
της, δηλαδή, αδυναμία να κυριαρχήσει πάνω στον εαυτό της, μεταβιβάζεται και
αποδίδεται στη βροχή. Η ήττα της ποιήτριας γίνεται αίφνης η ήττα της βροχής.
Ό,τι καταρρέει εκείνα τα μεσάνυχτα, δεν είναι πλέον το ποιητικό υποκείμενο,
είναι η νικημένη βροχή.
Αξιοπρόσεχτη, βέβαια, η αμφισημία της
φράσης «λιώνει τα μεσάνυχτα», καθώς το ρήμα «λιώνει» μπορεί να εκληφθεί ως
μεταβατικό και, άρα, τα μεσάνυχτα αντί να αποτελούν χρονικό προσδιορισμό,
ενδέχεται να λειτουργούν ως το αντικείμενο του ρήματος. Η βροχή, δηλαδή, να
συνθλίβει τα μεσάνυχτα, ραπίζοντάς τα με την αδιάκοπη πτώση της. Υπ’ αυτή την
έννοια, η βροχή αποκτά έναν πιο ενεργό ρόλο και λειτουργεί ως το στοιχείο
εκείνο που επιφέρει ένα καίριο χτύπημα στα μεσάνυχτα. Όλα όσα ήταν ήδη
κλονισμένα, καταρρέουν πια υπό την ένταση και την κυρίαρχη παρουσία της βροχής.
Η βροχή κι η νύχτα δημιουργούν
συνδυαστικά ένα ασφυκτικό πλαίσιο που δεν επιτρέπει στους συλλογισμούς της
ποιήτριας να απομακρυνθούν από ό,τι της προκαλεί πόνο∙ ένα πλαίσιο που δεν της
επιτρέπει να λησμονήσει τη μοναξιά της και την απουσία εκείνου. Έτσι, ο ήχος
της βροχής έρχεται να συνοδέψει τους συλλογισμούς της ποιήτριας και να
αποτελέσει μια συντροφιά στις επώδυνες αυτές στιγμές της μοναξιάς∙ κι είναι,
μάλιστα, ο συνηθισμένος ήχος μιας συνηθισμένης βροχής, έστω κι αν η
συναισθηματικά ευάλωτη ποιήτρια νοηματοδοτεί και ερμηνεύει τελικά με τελείως
διαφορετικό τρόπο τον ως προς όλα ουδέτερο και κανονικό αυτό ήχο.
«Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ‘μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη
βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιώτα, γιώτα κοντά στο
σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.»
Ο παραλογισμός που προκύπτει από τον
πόνο της οριστικής απουσίας εκείνου, έχει μάθει πια στην ποιήτρια μια
διαφορετική γραφή και μια διαφορετική ανάγνωση για τους ήχους. Οι ήχοι, όπως ο
ήχος της βροχής, δεν είναι δίχως νόημα και δεν ακούγονται χωρίς να μεταφέρουν
ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Έτσι, κατά τη
διάρκεια όλης αυτής της βασανιστικής και άγρυπνης νύχτας η ποιήτρια ακούει τη
βροχή να πέφτει, και διαβάζει στον ήχο που κάνει κάθε σταγόνα ένα σίγμα πλάι σ’
ένα γιώτα∙ ένα γιώτα κοντά στο σίγμα, που τα αντιλαμβάνεται ως κρυστάλλινα
ψηφία που τσουγκρίζουν, ως κρυστάλλινα ποτήρια, που τροποποιούν την ορθογραφία
των λέξεων και στο ηχητικό αυτό -σι-, αποκαλύπτουν και μουρμουρίζουν αδιάκοπα
ένα μονότονο «εσύ».
Εγκλωβισμένη η ποιήτρια στις σκέψεις
της για εκείνον, αναγνωρίζει ακόμη και στον ήχο της βροχής μια διαρκή υπόμνηση
της απουσίας του απ’ τη ζωή της, μα και συγχρόνως μια διαρκή υπόμνηση της
κυριαρχίας του στους συλλογισμούς της. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί η ποιήτρια
είναι το πόσο της λείπει εκείνος∙ το πόσο υποφέρει χωρίς την παρουσία του
ερωτικού της συντρόφου, γι’ αυτό και απομένει άγρυπνη ν’ ακούει σε κάθε σταγόνα
της βροχής ένα οδυνηρό «εσύ».
Η υπό άλλες συνθήκες ουδέτερη και
αδιάφορη βροχή γίνεται τώρα ένας βασανιστικός ήχος που θυμίζει αδιάκοπα στην
ποιήτρια πως εκείνος δεν είναι πια κοντά της, και πως ό,τι της απομένει είναι
οι αναμνήσεις της κοινής τους ζωής, συνοδευμένες από την επώδυνη επίγνωση πως
ανήκουν πια αμετάκλητα στο παρελθόν.
«Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ»
Η
ποιήτρια μένει άγρυπνη όλη τη νύχτα ν’ ακούει τη βροχή και ν’ αναγνωρίζει σε
κάθε σταγόνα της εκείνο το «εσύ» που την κρατά δέσμια στην ανάμνηση εκείνου.
Στιγμή προς στιγμή η θλίψη της γίνεται ολοένα και πιο έντονη, αφού κάθε νέα
σταγόνα, κάθε νέο «εσύ» την οδηγούν στη συνειδητοποίηση πως δεν μπορεί να
κατανικήσει με κανέναν τρόπο την επιθυμία της για εκείνον.
Απομένει, λοιπόν, όλη τη νύχτα ν’
ακούει τον ίδιο παρεξηγημένο ήχο, τον ήχο εκείνο που τόσο παράδοξα ερμηνεύει
εκείνη, δίνοντάς του ένα νόημα που πολύ απέχει από την πραγματική του φύση. Ο
συνηθισμένος ήχος της βροχής, γίνεται έτσι ένας συναισθηματικός δυνάστης που
κρατά ξύπνια την ποιήτρια, σε μια νύχτα που μοιάζει να μην έχει τέλος, σε μια
νύχτα που μοιάζει αξημέρωτη∙ γίνεται ένας δυνάστης που της υπενθυμίζει αδιάκοπη
την ανάγκη της για εκείνον. Ανάγκη, ωστόσο, που δεν μπορεί να βρει την πλήρωσή
της, αφού εκείνος έχει φύγει από κοντά της για πάντα∙ ανάγκη που απομένει δίχως
λύτρωση και βασανίζει την ποιήτρια μέχρι το πρωί.
Το επίθετο «αξημέρωτος» αποκαλύπτει
πόσο επώδυνη υπήρξε η νύχτα αυτή για την ποιήτρια, μιας και ο χρόνος μοιάζει να
έχει καθηλωθεί και να μην περνά. Η ποιήτρια αισθάνεται παγιδευμένη σε μια νύχτα
δίχως τέλος, μόνιμα εγκλωβισμένη στον πόνο και στην οδύνη που της προκαλεί η
απουσία του αγαπημένου της.
«βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ»
Η προσωποποιημένη βροχή μοιάζει να μην
είναι σε θέση να αρθρώσει μια κανονική ομιλία με ομαλή ροή. Βραδύγλωσση, όπως
φαντάζει στην ποιήτρια, η ομιλία της, δίνει την εντύπωση πως ενώ ξεκίνησε να
αφηγηθεί μια μεγάλη ιστορία, έμεινε τελικά να τραυλίζει την ίδια λέξη: «εσύ,
εσύ». Ναυαγισμένη η πρόθεση της βροχής να πει μια κανονική ιστορία, όπως
ναυαγισμένη υπήρξε κι η πρόθεση της ποιήτριας ν’ ακολουθήσει μαζί μ’ εκείνον
μια κανονική πορεία. Η σχέση τους τελείωσε πρόωρα, αφήνοντας την ποιήτρια
εκτεθειμένη στον πόνο ενός μόνιμου μηρυκασμού όσων ελάχιστων έζησαν μαζί. Κατά
τον ίδιο τρόπο που η βραδύγλωσση βροχή δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από το
«εσύ», κι η ποιήτρια αδυνατεί να απομακρύνει τη σκέψη της από εκείνον κι από
όσα θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί.
Η σκέψη πως υπήρχαν πολλές ακόμη χαρές
που θα μπορούσαν να βιώσουν μαζί∙ η σκέψη πως υπήρχαν ακόμη πολλά κεφάλαια στην
κοινή ιστορία τους, τα οποία θα μείνουν τελικά απραγματοποίητα, αφού η σχέση
τους «ναυάγησε», αποτελεί για την ποιήτρια πηγή ενός πόνου δίχως τέλος.
Αξίζει να προσεχθεί πως παρά τη διαρκή
επανάληψη του «εσύ», δεν χρησιμοποιείται καθόλου το β΄ πρόσωπο στο ποίημα, μιας
και όσα καταγράφονται, αν και αφορούν το πώς αισθάνεται η ποιήτρια για το
αγαπημένο της πρόσωπο, δεν απευθύνονται σε αυτό. Με την απουσία του β΄ προσώπου
αισθητοποιείται εναργέστερα η απουσία εκείνου από τη ζωή της και καθίσταται
εμφανέστερο το γεγονός πως η ποιήτρια κινείται σταθερά σ’ ένα κλίμα νοσταλγίας.
Είναι, άλλωστε, η διαρκής έλλειψη εκείνου και το αμετάκλητο της αποχώρησής του
που έχουν οδηγήσει την ποιήτρια σε μια τέτοια κατάσταση συναισθηματικής έντασης
και ψυχικής οδύνης.
«νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σα μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία»
Το «εσύ» αυτό που ψιθυρίζει με εμμονή η
βροχή, τρέφει τη νοσταλγική διάθεση της ποιήτριας με τις δύο οδυνηρές του
συλλαβές, οδηγώντας τη σε μια συναισθηματική ένταση που μπορεί να αποδοθεί με
μία λέξη κάθε φορά∙ μνήμη, μομφή, μοιρολατρία. Τρεις λέξεις που εναλλάσσονται
αδιάκοπα κατά τη διάρκεια της νύχτας κι οι οποίες αποκαλύπτουν τα μονοπάτια που
ακολουθούν οι συλλογισμοί της ποιήτριας. Άλλοτε μένει στη μνήμη, στην ανάμνηση
των κοινών τους εμπειριών, κι άλλοτε ξεστρατίζει στη μομφή, στην κατηγορία,
δηλαδή, πως η ευθύνη για τον άδοξο τερματισμό αυτής της σχέσης βαρύνει την ίδια
και τη δική της συμπεριφορά. Άλλοτε, πάλι, η σκέψη της στρέφεται στη
μοιρολατρία, στη δίχως αιτιάσεις αποδοχή πως ό,τι έγινε ήταν γραφτό να γίνει∙
πως η σχέση τους δεν ήταν προορισμένη να έχει διάρκεια και πως δεν απομένει
τίποτε άλλο να γίνει πέρα από το να πείσει τον εαυτό της να αποδεχτεί την
κατάληξη των πραγμάτων σαν κάτι το αναπόφευκτο.
«τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά ‘ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.»
Η ποιήτρια έχοντας περάσει όλη τη νύχτα
σκεπτόμενη εκείνον, τη σχέση τους και τα πιθανά λάθη που έγιναν και τους
οδήγησαν στο χωρισμό, αρχίζει ν’ αγανακτεί με τη βροχή, που δεν την αφήνει να
ξεφύγει από τις επώδυνες αυτές σκέψεις. Μοιάζει παράλογο κι υπερβολικό να
απαιτείται τόση βροχή -υπολανθάνουν εδώ τα δάκρυα της ποιήτριας- για μια
απουσία∙ μοιάζει παράλογο να χρειάζεται να χυθούν τόσα δάκρυα για το γεγονός
και μόνο πως εκείνος δεν είναι πια παρών. Όπως παράλογο κι υπερβολικό είναι να
ξαγρυπνά το ποιητικό υποκείμενο τόσες ώρες για μια και μόνη λέξη, για ένα
«εσύ».
Η ποιήτρια μεταθέτει την ευθύνη γι’
αυτή την άγρυπνη νύχτα στη βροχή και στην άγονη μεροληψία της∙ μεταθέτει την
ευθύνη στη βροχή και αγανακτεί μαζί της, διότι είναι εκείνη που την εξάντλησε
με τη διαρκή και μονότονη επανάληψη της ίδιας λέξης: «όλο εσύ, εσύ, εσύ». Η
μεροληψία της βροχής, η εμμονή της στο ίδιο θέμα, στην ίδια σκέψη, στο ίδιο
πρόσωπο, σ’ εκείνο το «εσύ» -που δεν είναι, βέβαια, παρά η μεροληψία της ίδιας
της ποιήτριας- μοιάζει εντελώς άσκοπη και ανούσια. Δεν είναι λογικό να
παραμερίζονται όλα τ’ άλλα ζητήματα της ζωής σαν να μην έχουν αξία και να
παραμένει η σκέψη της προσκολλημένη σ’ εκείνον και στο γεγονός πως δεν είναι
πια μαζί της.
Μοιάζει εντελώς παράδοξη η δύναμη αυτή
του ερωτικού συναισθήματος που κατορθώνει να εκμηδενίζει την αξία όλων των
άλλων στοιχείων της ζωής και να καθιστά απολύτως κεντρικής σημασίας και
απολύτως αναγκαίο το άλλο πρόσωπο. Η αγανάκτηση της ποιήτριας απέναντι στην
αδυναμία της να απομακρύνει τη σκέψη της από εκείνον, αποκαλύπτει με τον πλέον
δραστικό τρόπο την ακατανίκητη ένταση των συναισθημάτων που είναι ικανός να
γεννήσει ο έρωτας στην ψυχή των ανθρώπων. Εντελώς απροσδόκητα και δίχως να
υπάρχει λογική αιτιολόγηση όλες οι άλλες πτυχές του καθημερινού βίου κι όλοι οι
άλλοι άνθρωποι υποχωρούν και μοιάζουν να μην έχουν καμία σημασία, επιτρέποντας
σ’ ένα και μόνο πρόσωπο, σ’ εκείνο το κυρίαρχο «εσύ» να λάβει πρωτεύοντα ρόλο
και να μονοπωλεί κάθε στιγμή και κάθε σκέψη του ερωτευμένου προσώπου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου