Naxart Studio
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὠνέομαι-ὠνοῦμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ὠνοῦμαι, ὠνεῖ / ὠνῇ, ὠνεῖται, ὠνούμεθα, ὠνεῖσθε, ὠνοῦνται
Υποτακτική
ὠνῶμαι, ὠνῇ, ὠνῆται, ὠνώμεθα, ὠνῆσθε, ὠνῶνται
Ευκτική
ὠνοίμην, ὠνοῖο, ὠνοῖτο, ὠνοίμεθα, ὠνοῖσθε, ὠνοῖντο
Προστακτική
---, ὠνοῦ, ὠνείσθω, ---, ὠνεῖσθε, ὠνείσθων ή ὠνείσθωσαν
Απαρέμφατο
ὠνεῖσθαι
Μετοχή
ὠνούμενος, ὠνουμένη, ὠνούμενον
Παρατατικός
ἐωνούμην, ἐωνοῦ, ἐωνεῖτο, ἐωνούμεθα, ἐωνεῖσθε, ἐωνοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
ὠνήσομαι, ὠνήσῃ / ὠνήσει, ὠνήσεται, ὠνησόμεθα, ὠνήσεσθε, ὠνήσονται
Ευκτική
ὠνησοίμην, ὠνήσοιο, ὠνήσοιτο, ὠνησοίμεθα, ὠνήσοισθε, ὠνήσοιντο
Απαρέμφατο
ὠνήσεσθαι
Μετοχή
ὠνησόμενος
ὠνησομένη
ὠνησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐπριάμην, ἐπρίω, ἐπρίατο, ἐπριάμεθα, ἐπρίασθε, ἐπρίαντο
Υποτακτική
πρίωμαι, πρίῃ, πρίηται, πριώμεθα, πρίησθε, πρίωνται
Ευκτική
πριαίμην, πρίαιο, πρίαιτο, πριαίμεθα, πρίαισθε, πρίαιντο
Προστακτική
---, πρίω & πρίασο, πριάσθω, ---, πρίασθε, πριάσθων ή πριάσθωσαν
Απαρέμφατο
πρίασθαι
Μετοχή
πριάμενος
πριαμένη
πριάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
ἐώνημαι, ἐώνησαι, ἐώνηται, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηνται
Υποτακτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ὦ
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ᾖς
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ᾖ
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα ὦμεν
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα ἦτε
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα ὦσι
Ευκτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον εἴην
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον εἴης
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον εἴη
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα εἴημεν (εἶμεν)
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα εἴητε (εἶτε)
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἐώνησο, ἐωνήσθω, --- ἐώνησθε, ἐωνήσθων ή ἐωνήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐωνῆσθαι
Μετοχή
ἐωνημένος,
ἐωνημένη,
ἐωνημένον
Υπερσυντέλικος
ἐωνήμην, ἐώνησο, ἐώνητο, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὠνέομαι-ὠνοῦμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ὠνοῦμαι, ὠνεῖ / ὠνῇ, ὠνεῖται, ὠνούμεθα, ὠνεῖσθε, ὠνοῦνται
ὠνῶμαι, ὠνῇ, ὠνῆται, ὠνώμεθα, ὠνῆσθε, ὠνῶνται
ὠνοίμην, ὠνοῖο, ὠνοῖτο, ὠνοίμεθα, ὠνοῖσθε, ὠνοῖντο
---, ὠνοῦ, ὠνείσθω, ---, ὠνεῖσθε, ὠνείσθων ή ὠνείσθωσαν
ὠνεῖσθαι
ὠνούμενος, ὠνουμένη, ὠνούμενον
Παρατατικός
ἐωνούμην, ἐωνοῦ, ἐωνεῖτο, ἐωνούμεθα, ἐωνεῖσθε, ἐωνοῦντο
Οριστική
ὠνήσομαι, ὠνήσῃ / ὠνήσει, ὠνήσεται, ὠνησόμεθα, ὠνήσεσθε, ὠνήσονται
ὠνησοίμην, ὠνήσοιο, ὠνήσοιτο, ὠνησοίμεθα, ὠνήσοισθε, ὠνήσοιντο
ὠνήσεσθαι
ὠνησόμενος
Οριστική
ἐπριάμην, ἐπρίω, ἐπρίατο, ἐπριάμεθα, ἐπρίασθε, ἐπρίαντο
πρίωμαι, πρίῃ, πρίηται, πριώμεθα, πρίησθε, πρίωνται
πριαίμην, πρίαιο, πρίαιτο, πριαίμεθα, πρίαισθε, πρίαιντο
Προστακτική
---, πρίω & πρίασο, πριάσθω, ---, πρίασθε, πριάσθων ή πριάσθωσαν
Απαρέμφατο
πρίασθαι
Μετοχή
πριάμενος
πριαμένη
πριάμενον
Οριστική
ἐώνημαι, ἐώνησαι, ἐώνηται, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηνται
Υποτακτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ὦ
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ᾖς
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα ὦμεν
Ευκτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον εἴην
Προστακτική
---, ἐώνησο, ἐωνήσθω, --- ἐώνησθε, ἐωνήσθων ή ἐωνήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐωνῆσθαι
ἐωνημένος,
Υπερσυντέλικος
ἐωνήμην, ἐώνησο, ἐώνητο, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου