Naxart Studio
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὠθέω-ῶ / ὠθοῦμαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὠθῶ, ὠθεῖς, ὠθεῖ, ὠθοῦμεν, ὠθεῖτε, ὠθοῦσι(ν)
Υποτακτική
ὠθῶ, ὠθῇς, ὠθῇ, ὠθῶμεν, ὠθῆτε, ὠθῶσι(ν)
Ευκτική
ὠθοῖμι, ὠθοῖς, ὠθοῖ, ή ὠθοίην, ὠθοίης, ὠθοίη, ὠθοῖμεν, ὠθοῖτε, ὠθοῖεν
Προστακτική
---, ὤθει, ὠθείτω, ---, ὠθεῖτε, ὠθούντων (ή ὠθείτωσαν)
Απαρέμφατο
ὠθεῖν
Μετοχή
ὠθῶν, ὠθοῦσα, ὠθοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐώθουν, ἐώθεις, ἐώθει, ἐωθοῦμεν, ἐωθεῖτε, ἐώθουν
Μέλλοντας
Οριστική
ὤσω, ὤσεις, ὤσει, ὤσομεν, ὤσετε, ὤσουσι(ν)
Ευκτική
ὤσοιμι, ὤσοις, ὤσοι, ὤσοιμεν, ὤσοιτε, ὤσοιεν
Απαρέμφατο
ὤσειν
Μετοχή
ὤσων, ὤσουσα, ὦσον
Αόριστος
Οριστική
ἔωσα, ἔωσας, ἔωσε(ν), ἐώσαμεν, ἐώσατε, ἔωσαν
Υποτακτική
ὤσω, ὤσῃς, ὤσῃ, ὤσωμεν, ὤσητε, ὤσωσι(ν)
Ευκτική
ὤσαιμι, ὤσαις / ὤσειας, ὤσαι / ὤσειε(ν), ὤσαιμεν, ὤσαιτε, ὤσαιεν / ὤσειαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὠθέω-ῶ / ὠθοῦμαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὠθῶ, ὠθεῖς, ὠθεῖ, ὠθοῦμεν, ὠθεῖτε, ὠθοῦσι(ν)
ὠθῶ, ὠθῇς, ὠθῇ, ὠθῶμεν, ὠθῆτε, ὠθῶσι(ν)
ὠθοῖμι, ὠθοῖς, ὠθοῖ, ή ὠθοίην, ὠθοίης, ὠθοίη, ὠθοῖμεν, ὠθοῖτε, ὠθοῖεν
---, ὤθει, ὠθείτω, ---, ὠθεῖτε, ὠθούντων (ή ὠθείτωσαν)
ὠθεῖν
Μετοχή
ὠθῶν, ὠθοῦσα, ὠθοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐώθουν, ἐώθεις, ἐώθει, ἐωθοῦμεν, ἐωθεῖτε, ἐώθουν
Μέλλοντας
Οριστική
ὤσω, ὤσεις, ὤσει, ὤσομεν, ὤσετε, ὤσουσι(ν)
ὤσοιμι, ὤσοις, ὤσοι, ὤσοιμεν, ὤσοιτε, ὤσοιεν
ὤσειν
ὤσων, ὤσουσα, ὦσον
Οριστική
ἔωσα, ἔωσας, ἔωσε(ν), ἐώσαμεν, ἐώσατε, ἔωσαν
ὤσω, ὤσῃς, ὤσῃ, ὤσωμεν, ὤσητε, ὤσωσι(ν)
ὤσαιμι, ὤσαις / ὤσειας, ὤσαι / ὤσειε(ν), ὤσαιμεν, ὤσαιτε, ὤσαιεν / ὤσειαν
---, ὦσον, ὠσάτω, ---, ὤσατε, ὠσάντων (ή ὠσάτωσαν)
ὦσαι
ὤσας, ὤσασα, ὤσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὠθοῦμαι, ὠθῇ/ὠθεῖ, ὠθεῖται, ὠθοῦμεθα, ὠθεῖσθε, ὠθοῦνται
ὠθῶμαι, ὠθῇ, ὠθῆται, ὠθῶμεθα, ὠθῆσθε, ὠθῶνται
ὠθοίμην, ὠθοῖο, ὠθοῖτο, ὠθοίμεθα, ὠθοῖσθε, ὠθοῖντο
---, ὠθοῦ, ὠθείσθω, ---, ὠθεῖσθε, ὠθείσθων ή ὠθείσθωσαν
ὠθεῖσθαι
ὠθούμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἐωθούμην, ἐωθοῦ, ἐωθεῖτο, ἐωθούμεθα, ἐωθεῖσθε, ἐωθοῦντο
Οριστική
ὤσομαι, ὤσῃ / ὤσει, ὤσεται, ὠσόμεθα, ὤσεσθε, ὤσονται
ὠσοίμην, ὤσοιο, ὤσοιτο, ὠσοίμεθα, ὤσοισθε, ὤσοιντο
ὤσεσθαι
ὠσόμενος
Οριστική
ὠσθήσομαι, ὠσθήσῃ/ὠσθήσει, ὠσθήσεται, ὠσθησόμεθα, ὠσθήσεσθε, ὠσθήσονται
ὠσθησοίμην, ὠσθήσοιο, ὠσθήσοιτο, ὠσθησοίμεθα, ὠσθήσοισθε, ὠσθήσοιντο
ὠσθήσεσθαι
ὠσθησόμενος
Οριστική
ἐωσάμην, ἐώσω, ἐώσατο, ἐωσάμεθα, ἐώσασθε, ἐώσαντο
ὤσωμαι, ὤσῃ, ὤσηται, ὠσώμεθα, ὤσησθε, ὤσωνται
ὠσαίμην, ὤσαιο, ὤσαιτο, ὠσαίμεθα, ὤσαισθε, ὤσαιντο
---, ὦσαι, ὠσάσθω, ---, ὤσασθε, ὠσάσθων ή ὠσάσθωσαν
ὤσασθαι
ὠσάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐώσθην, ἐώσθης, ἐώσθη, ἐώσθημεν, ἐώσθητε, ἐώσθησαν
ὠσθῶ, ὠσθῇς, ὠσθῇ, ὠσθῶμεν, ὠσθῆτε, ὠσθῶσι(ν)
ὠσθείην, ὠσθείης, ὠσθείη, ὠσθείημεν ή ὠσθεῖμεν, ὠσθείητε ή ὠσθεῖτε, ὠσθείησαν ή ὠσθεῖεν
---, ὤσθητι, ὠσθήτω, ---, ὤσθητε, ὠσθέντων ή ὠσθήτωσαν
ὠσθῆναι
ὠσθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἔωσμαι, ἔωσαι, ἔωσται, ἐώσμεθα, ἔωσθε, ἐωσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐωσμένος- ἐωσμένη-ἐωσμένον ὦ
ἐωσμένος- ἐωσμένη-ἐωσμένον ᾖς
ἐωσμένοι- ἐωσμέναι-ἐωσμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐωσμένος- ἐωσμένη-ἐωσμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔωσο, ἐώσθω, --- ἔωσθε, ἐώσθων ή ἐώσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐῶσθαι
ἐωσμένος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου