Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐπιλανθάνομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐπιλανθάνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιλανθάνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιλανθάνομαι, πιλανθάν/πιλανθάνει, πιλανθάνεται, πιλανθανόμεθα, πιλανθάνεσθε, πιλανθάνονται
Υποτακτική
πιλανθάνωμαι, πιλανθάν, πιλανθάνηται, πιλανθανώμεθα, πιλανθάνησθε, πιλανθάνωνται
Ευκτική
πιλανθανοίμην, πιλανθάνοιο, πιλανθάνοιτο, πιλανθανοίμεθα, πιλανθάνοισθε, πιλανθάνοιντο
Προστακτική
---, πιλανθάνου, πιλανθανέσθω, ---, πιλανθάνεσθε, πιλανθανέσθων ή πιλανθανέσθωσαν
Απαρέμφατο
πιλανθάνεσθαι
Μετοχή
πιλανθανόμενος
πιλανθανομένη
πιλανθανόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πελανθανόμην, πελανθάνου, πελανθάνετο, πελανθανόμεθα, πελανθάνεσθε, πελανθάνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πιλήσομαι, πιλήσ / πιλήσει, πιλήσεται, πιλησόμεθα, πιλήσεσθε, πιλήσονται
Ευκτική
πιλησοίμην, πιλήσοιο, πιλήσοιτο, πιλησοίμεθα, πιλήσοισθε, πιλήσοιντο
Απαρέμφατο
πιλήσεσθαι
Μετοχή
πιλησόμενος
πιλησομένη
πιλησόμενον
 
Αόριστος Β ́
Οριστική
πελαθόμην, πελάθου, πελάθετο, πελαθόμεθα, πελάθεσθε, πελάθοντο
Υποτακτική
πιλάθωμαι, πιλάθ, πιλάθηται, πιλαθώμεθα, πιλάθησθε, πιλάθωνται
Ευκτική
πιλαθοίμην, πιλάθοιο, πιλάθοιτο, πιλαθοίμεθα, πιλάθοισθε, πιλάθοιντο
Προστακτική
---, πιλαθο, πιλαθέσθω, ---, πιλάθεσθε, πιλαθέσθων
Απαρέμφατο
πιλαθέσθαι
Μετοχή
πιλαθόμενος
πιλαθομένη
πιλαθόμενον
 
Παρακείμενος
Οριστική
πιλέλησμαι, πιλέλησαι, πιλέλησται, πιλελήσμεθα, πιλέλησθε, πιλελησμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον ς
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα μεν
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα τε
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα σι
 
Ευκτική
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον εην
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον εης
πιλελησμένος- πιλελησμένη-πιλελησμένον εη
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα (εμεν)
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα εητε (ετε)
πιλελησμένοι- πιλελησμέναι-πιλελησμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πιλέλησο, πιλελήσθω, --- πιλέλησθε, πιλελήσθων
 
Απαρέμφατο
πιλελσθαι
Μετοχή
πιλελησμένος
πιλελησμένη
πιλελησμένον
 
Υπερσυντέλικος
πελελήσμην, πελέλησο, πελέληστο, πελελήσμεθα, πελέλησθε, πιλελησμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...