Mark Fredrickson
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «δράω / δρῶ»Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, δρῶμεν, δρᾶτε, δρῶσι(ν)
δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, δρῶμεν, δρᾶτε, δρῶσι(ν)
δρῷμι, δρῷς, δρῷ ή δρῴην, δρῴης, δρῴη, δρῷμεν, δρῷτε, δρῷεν
---, δρᾶ, δράτω, ---, δρᾶτε, δρώντων ή δράτωσαν
δρᾶν
δρῶν, δρῶσα, δρῶν
Παρατατικός
ἔδρων, ἔδρας, ἔδρα, ἐδρῶμεν, ἐδρᾶτε, ἔδρων
Οριστική
δράσω, δράσεις, δράσει, δράσομεν, δράσετε, δράσουσι(ν)
δράσοιμι, δράσοις, δράσοι, δράσοιμεν, δράσοιτε, δράσοιεν
Απαρέμφατο
δράσειν
Μετοχή
δράσων, δράσουσα, δρᾶσον
Οριστική
ἔδρασα, ἔδρασας, ἔδρασε(ν), ἐδράσαμεν, ἐδράσατε, ἔδρασαν
δράσω, δράσῃς, δράσῃ, δράσωμεν, δράσητε, δράσωσι(ν)
δράσαιμι, δράσαις ή δράσειας, δράσαι ή δράσειε(ν), δράσαιμεν, δράσαιτε, δράσαιεν ή δράσειαν
Προστακτική
---, δρᾶσον, δρασάτω, ---, δράσατε, δρασάντων (ή δρασάτωσαν)
δρᾶσαι
δράσας, δράσασα, δρᾶσαν
Οριστική
δέδρακα, δέδρακας, δέδρακε, δεδράκαμεν, δεδράκατε, δεδράκασι(ν)
δεδρακώς-δεδρακυῖα-δεδρακός ὦ
δεδρακώς-δεδρακυῖα-δεδρακός ᾖς
δεδρακότες-δεδρακυῖαι-δεδρακότα ὦμεν
Ευκτική
δεδρακώς-δεδρακυῖα-δεδρακός εἴην
Προστακτική
---
δεδρακώς-δεδρακυῖα-δεδρακός ἴσθι
δεδρακότες-δεδρακυῖαι-δεδρακότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδρακέναι
Μετοχή
δεδρακώς, δεδρακυῖα, δεδρακός
Μέση φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δρῶμαι, δρᾷ, δρᾶται, δρώμεθα, δρᾶσθε, δρῶνται
δρῶμαι, δρᾷ, δρᾶται, δρώμεθα, δρᾶσθε, δρῶνται
δρῴμην, δρῷο, δρῷτο, δρῴμεθα, δρῷσθε, δρῷντο
--- δρῶ, δράσθω, --- δρᾶσθε, δράσθων ή δράσθωσαν
δρᾶσθαι
δρώμενος, δρωμένη, δρώμενον
Παρατατικός
ἐδρώμην, ἐδρῶ, ἐδρᾶτο, ἐδρώμεθα, ἐδρᾶσθε, ἐδρῶντο
Οριστική
ἐδράσθην, ἐδράσθης, ἐδράσθη, ἐδράσθημεν, ἐδράσθητε, ἐδράσθησαν
δρασθῶ, δρασθῇς, δρασθῇ, δρασθῶμεν, δρασθῆτε, δρασθῶσι(ν)
δρασθείην, δρασθείης, δρασθείη, δρασθείημεν ή δρασθεῖμεν, δρασθείητε ή δρασθεῖτε, δρασθείησαν ή δρασθεῖεν
---, δράσθητι, δρασθήτω, ---, δράσθητε, δρασθέντων ή δρασθήτωσαν
Απαρέμφατο
δρασθῆναι
δρασθείς
δρασθεῖσα
Οριστική
δέδραμαι, δέδρασαι, δέδραται, δεδράμεθα, δέδρασθε, δέδρανται
δεδραμένος-δεδραμένη-δεδραμένον ὦ
δεδραμένος-δεδραμένη-δεδραμένον ᾖς
δεδραμένοι-δεδραμέναι-δεδραμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδραμένος-δεδραμένη-δεδραμένον εἴην
Προστακτική
---, δέδρασο, δεδράσθω, ---, δέδρασθε, δεδράσθων
δεδρᾶσθαι
Μετοχή
δεδραμένος, δεδραμένη, δεδραμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου