Barbara Keith
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ἀφικνοῦμαι, ἀφικνῇ/ἀφικνεῖ, ἀφικνεῖται, ἀφικνούμεθα, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνοῦνται
Υποτακτική
ἀφικνῶμαι, ἀφικνῇ, ἀφικνῆται, ἀφικνώμεθα, ἀφικνῆσθε, ἀφικνῶνται
Ευκτική
ἀφικνοίμην, ἀφικνοῖο, ἀφικνοῖτο, ἀφικνοίμεθα, ἀφικνοῖσθε, ἀφικνοῖντο
Προστακτική
---, ἀφικνοῦ, ἀφικνείσθω, ---, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνείσθων ή ἀφικνείσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀφικνεῖσθαι
Μετοχή
ἀφικνούμενος
ἀφικνουμένη
ἀφικνούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἀφικνούμην, ἀφικνοῦ, ἀφικνεῖτο, ἀφικνούμεθα, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀφίξομαι, ἀφίξῃ / ἀφίξει, ἀφίξεται, ἀφιξόμεθα, ἀφίξεσθε, ἀφίξονται
Ευκτική
ἀφιξοίμην, ἀφίξοιο, ἀφίξοιτο, ἀφιξοίμεθα, ἀφίξοισθε, ἀφίξοιντο
Απαρέμφατο
ἀφίξεσθαι
Μετοχή
ἀφιξόμενος
ἀφιξομένη
ἀφιξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἀφιχθήσομαι, ἀφιχθήσῃ/ἀφιχθήσει, ἀφιχθήσεται, ἀφιχθησόμεθα, ἀφιχθήσεσθε, ἀφιχθήσονται
Ευκτική
ἀφιχθησοίμην, ἀφιχθήσοιο, ἀφιχθήσοιτο, ἀφιχθησοίμεθα, ἀφιχθήσοισθε, ἀφιχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀφιχθήσεσθαι
Μετοχή
ἀφιχθησόμενος
ἀφιχθησομένη
ἀφιχθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἀφικόμην, ἀφίκου, ἀφίκετο, ἀφικόμεθα, ἀφίκεσθε, ἀφίκοντο
Υποτακτική
ἀφίκωμαι, ἀφίκῃ, ἀφίκηται, ἀφικώμεθα, ἀφίκησθε, ἀφίκωνται
Ευκτική
ἀφικοίμην, ἀφίκοιο, ἀφίκοιτο, ἀφικοίμεθα, ἀφίκοισθε, ἀφίκοιντο
Προστακτική
---, ἀφικοῦ, ἀφικέσθω, ---, ἀφίκεσθε, ἀφικέσθων ή ἀφικέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀφικέσθαι
Μετοχή
ἀφικόμενος, ἀφικομένη, ἀφικόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἀφίχθην, ἀφίχθης, ἀφίχθη, ἀφίχθημεν, ἀφίχθητε, ἀφίχθησαν
Υποτακτική
ἀφιχθῶ, ἀφιχθῇς, ἀφιχθῇ, ἀφιχθῶμεν, ἀφιχθῆτε, ἀφιχθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀφιχθείην, ἀφιχθείης, ἀφιχθείη, ἀφιχθείημεν ή ἀφιχθεῖμεν, ἀφιχθείητε ή ἀφιχθεῖτε, ἀφιχθείησαν ή ἀφιχθεῖεν
Προστακτική
---, ἀφίχθητι, ἀφιχθήτω, ---, ἀφίχθητε, ἀφιχθέντων ή ἀφιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀφιχθῆναι
Μετοχή
ἀφιχθείς
ἀφιχθεῖσα
ἀφιχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀφῖγμαι, ἀφῖξαι, ἀφῖκται, ἀφίγμεθα, ἀφῖχθε, ἀφιγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον ὦ
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον ᾖς
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον ᾖ
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα ὦμεν
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα ἦτε
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα ὦσι
Ευκτική
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον εἴην
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον εἴης
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον εἴη
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα εἴητε (εἶτε)
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἀφῖξο, ἀφίχθω, --- ἀφῖχθε, ἀφίχθων ή ἀφίχθωσαν
Απαρέμφατο
ἀφῖχθαι
Μετοχή
ἀφιγμένος,
ἀφιγμένη,
ἀφιγμένον
Υπερσυντέλικος
ἀφίγμην, ἀφῖξο, ἀφῖκτο, ἀφίγμεθα, ἀφῖχθε, ἀφιγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι»
Οριστική
ἀφικνοῦμαι, ἀφικνῇ/ἀφικνεῖ, ἀφικνεῖται, ἀφικνούμεθα, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνοῦνται
ἀφικνῶμαι, ἀφικνῇ, ἀφικνῆται, ἀφικνώμεθα, ἀφικνῆσθε, ἀφικνῶνται
ἀφικνοίμην, ἀφικνοῖο, ἀφικνοῖτο, ἀφικνοίμεθα, ἀφικνοῖσθε, ἀφικνοῖντο
---, ἀφικνοῦ, ἀφικνείσθω, ---, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνείσθων ή ἀφικνείσθωσαν
ἀφικνεῖσθαι
ἀφικνούμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἀφικνούμην, ἀφικνοῦ, ἀφικνεῖτο, ἀφικνούμεθα, ἀφικνεῖσθε, ἀφικνοῦντο
Οριστική
ἀφίξομαι, ἀφίξῃ / ἀφίξει, ἀφίξεται, ἀφιξόμεθα, ἀφίξεσθε, ἀφίξονται
ἀφιξοίμην, ἀφίξοιο, ἀφίξοιτο, ἀφιξοίμεθα, ἀφίξοισθε, ἀφίξοιντο
ἀφίξεσθαι
ἀφιξόμενος
Οριστική
ἀφιχθήσομαι, ἀφιχθήσῃ/ἀφιχθήσει, ἀφιχθήσεται, ἀφιχθησόμεθα, ἀφιχθήσεσθε, ἀφιχθήσονται
ἀφιχθησοίμην, ἀφιχθήσοιο, ἀφιχθήσοιτο, ἀφιχθησοίμεθα, ἀφιχθήσοισθε, ἀφιχθήσοιντο
ἀφιχθήσεσθαι
ἀφιχθησόμενος
Οριστική
ἀφικόμην, ἀφίκου, ἀφίκετο, ἀφικόμεθα, ἀφίκεσθε, ἀφίκοντο
ἀφίκωμαι, ἀφίκῃ, ἀφίκηται, ἀφικώμεθα, ἀφίκησθε, ἀφίκωνται
ἀφικοίμην, ἀφίκοιο, ἀφίκοιτο, ἀφικοίμεθα, ἀφίκοισθε, ἀφίκοιντο
---, ἀφικοῦ, ἀφικέσθω, ---, ἀφίκεσθε, ἀφικέσθων ή ἀφικέσθωσαν
ἀφικέσθαι
ἀφικόμενος, ἀφικομένη, ἀφικόμενον
Οριστική
ἀφίχθην, ἀφίχθης, ἀφίχθη, ἀφίχθημεν, ἀφίχθητε, ἀφίχθησαν
ἀφιχθῶ, ἀφιχθῇς, ἀφιχθῇ, ἀφιχθῶμεν, ἀφιχθῆτε, ἀφιχθῶσι(ν)
ἀφιχθείην, ἀφιχθείης, ἀφιχθείη, ἀφιχθείημεν ή ἀφιχθεῖμεν, ἀφιχθείητε ή ἀφιχθεῖτε, ἀφιχθείησαν ή ἀφιχθεῖεν
---, ἀφίχθητι, ἀφιχθήτω, ---, ἀφίχθητε, ἀφιχθέντων ή ἀφιχθήτωσαν
ἀφιχθῆναι
ἀφιχθείς
Οριστική
ἀφῖγμαι, ἀφῖξαι, ἀφῖκται, ἀφίγμεθα, ἀφῖχθε, ἀφιγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον ὦ
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον ᾖς
ἀφιγμένοι- ἀφιγμέναι-ἀφιγμένα ὦμεν
Ευκτική
ἀφιγμένος- ἀφιγμένη-ἀφιγμένον εἴην
Προστακτική
---, ἀφῖξο, ἀφίχθω, --- ἀφῖχθε, ἀφίχθων ή ἀφίχθωσαν
Απαρέμφατο
ἀφῖχθαι
ἀφιγμένος,
ἀφίγμην, ἀφῖξο, ἀφῖκτο, ἀφίγμεθα, ἀφῖχθε, ἀφιγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου