Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Barbara Keith
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φικνέομαι / φικνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
φικνομαι, φικν/φικνε, φικνεται, φικνούμεθα, φικνεσθε, φικνονται
Υποτακτική
φικνμαι, φικν, φικνται, φικνώμεθα, φικνσθε, φικννται
Ευκτική
φικνοίμην, φικνοο, φικνοτο, φικνοίμεθα, φικνοσθε, φικνοντο
Προστακτική
---, φικνο, φικνείσθω, ---, φικνεσθε, φικνείσθων ή φικνείσθωσαν
Απαρέμφατο
φικνεσθαι
Μετοχή
φικνούμενος
φικνουμένη
φικνούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φικνούμην, φικνο, φικνετο, φικνούμεθα, φικνεσθε, φικνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φίξομαι, φίξ / φίξει, φίξεται, φιξόμεθα, φίξεσθε, φίξονται
Ευκτική
φιξοίμην, φίξοιο, φίξοιτο, φιξοίμεθα, φίξοισθε, φίξοιντο
Απαρέμφατο
φίξεσθαι
Μετοχή
φιξόμενος
φιξομένη
φιξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φιχθήσομαι, φιχθήσ/φιχθήσει, φιχθήσεται, φιχθησόμεθα, φιχθήσεσθε, φιχθήσονται
Ευκτική
φιχθησοίμην, φιχθήσοιο, φιχθήσοιτο, φιχθησοίμεθα, φιχθήσοισθε, φιχθήσοιντο
Απαρέμφατο
φιχθήσεσθαι
Μετοχή
φιχθησόμενος
φιχθησομένη
φιχθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
φικόμην, φίκου, φίκετο, φικόμεθα, φίκεσθε, φίκοντο
Υποτακτική
φίκωμαι, φίκ, φίκηται, φικώμεθα, φίκησθε, φίκωνται
Ευκτική
φικοίμην, φίκοιο, φίκοιτο, φικοίμεθα, φίκοισθε, φίκοιντο
Προστακτική
---, φικο, φικέσθω, ---, φίκεσθε, φικέσθων ή φικέσθωσαν
Απαρέμφατο
φικέσθαι
Μετοχή
φικόμενος, φικομένη, φικόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φίχθην, φίχθης, φίχθη, φίχθημεν, φίχθητε, φίχθησαν
Υποτακτική
φιχθ, φιχθς, φιχθ, φιχθμεν, φιχθτε, φιχθσι(ν)
Ευκτική
φιχθείην, φιχθείης, φιχθείη, φιχθείημεν ή φιχθεμεν, φιχθείητε ή φιχθετε, φιχθείησαν ή φιχθεεν
Προστακτική
---, φίχθητι, φιχθήτω, ---, φίχθητε, φιχθέντων ή φιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
φιχθναι
Μετοχή
φιχθείς
φιχθεσα
φιχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
φγμαι, φξαι, φκται, φίγμεθα, φχθε, φιγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον ς
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα μεν
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα τε
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα σι
 
Ευκτική
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον εην
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον εης
φιγμένος- φιγμένη-φιγμένον εη
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα εημεν (εμεν)
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα εητε (ετε)
φιγμένοι- φιγμέναι-φιγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, φξο, φίχθω, --- φχθε, φίχθων ή φίχθωσαν
 
Απαρέμφατο
φχθαι
Μετοχή
φιγμένος,
φιγμένη,
φιγμένον
 
Υπερσυντέλικος
φίγμην, φξο, φκτο, φίγμεθα, φχθε, φιγμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...